Είναι τόσο λίγα τα στελέχη των τραπεζών και όλων εκείνων των επιχειρήσεων και επιχειρημάτων που προσπορίζονται χρήμα κάθε μορφής και υπόστασης! Τόσο ικανοποιημένα την ώρα που ζητιανεύουν τη φτώχεια σου. Μ' ένα τεράστιο χαμόγελο. Με τη φωνή του τυπικού θανάτου. Του δικού τους. Με τη βαριά οσμή της ανετίλας και την αποφορά των αμετακίνητων πεποιθήσεων που ξέρει από θάνατο. Τον δικό τους. Και γελάνε με γέλιο καμωμένο από μαστίγιο πάνω από γελοίες γραβάτες, πάνω από ανοίκειες οικειότητες.
Πάνω από τους τάφους τους, εν τέλει, αφού δεν ξέρουν το εξής απλό μαφιόζικο ρητό: "Η κούνια του καθενός κρέμεται πάνω από τον τάφο του". Νεογνά μιας κακομαθημένης πραγματικότητας -τα στελέχη όλων των τραπεζών της μοναστικής ζωής του κέρδους-, ούτε που υποψιάζονται τη γελοία τους ματαιότητα φιλοδοξώντας και φιλοτεχνώντας το σκοτάδι τους. Και το θεωρούν υψηλή εμβάθυνση στα ιερά μυστικά του πραγματισμού. Αλλά δεν γνωρίζουν ότι στην εν ζωή κηδεία τους (την ώρα που ζητιανεύουν για λίγη φτώχεια παραπάνω, για λίγη σκλαβιά την άλλων, που είναι ακριβώς η δική τους σκλαβιά), δεν γνωρίζουν αυτοί οι περιφρονητικοί ότι τους κηδεύει ο ίδιος ο Διονύσιος Σολωμός επειδή δεν καταδέχεται να ρίξει στην ακηδία τα έρμα τ' αποβράσματα της ζώσας, ζείδωρης, ζωής. Δεν τους μιλάει ο Σολωμός. Για την ελευθερία ενδιαφέρεται ο μέγας Ρομαντικός, όχι για τα ανάπηρα κακέκτυπα του Διαφωτισμού που πηγαίνουν οικειοθελώς να λοβοτομηθούν. Και μιλάει -ο Σολωμός- σε άλλους, μήπως και δούνε οι επαίτες την όραση και μήπως ακούσουνε την ακοή. Και λέει: "Κοιτάς του ρόδου τη λαμπρή πρώτη χαρά του ήλιου./ Ναι πρώτη, αλλ' όμως δεύτερη από το πρόσωπό σου".
Το πρόσωπό σου. Το πρόσωπο. Το πρώτο γεγονός που είναι το πρόσωπό σου. Κανένας όμως επαίτης δεν ξέρει τι θα πει πρόσωπο. Το τι και το ποιο υλικό αναφαίνεται στο πρόσωπο. Α, στελέχη όλων των τραπεζών, που δεν γνωρίζετε και δεν αναγνωρίζετε. Α, πωλητές του αδιανόητου. Α, μπουλουξήδες της διαφημιζόμενης δυστυχίας και την ίδια στιγμή τσαρλατάνοι της ξεπουλημένης ευτυχίας. Α, τέρατα. Πού θα κοιμηθούν απόψε οι μανάδες σας; Όλες οι μανάδες που σας μεγάλωσαν κάνοντας γάλα ακόμα και το χιόνι, κάνοντας χυμό ακόμα και τα κύματα. Πού θα κοιμηθείτε κι εσείς απόψε, που έχετε ξεχάσει τις μανάδες σας και που τις παίρνει ο ύπνος μέσα στη δικιά σας αμνησία; Οι μανάδες που σας μεγάλωσαν και τώρα εσείς τις θάβετε χωρίς δάκρυ. Βλέπεις, εκεί η ζητιανιά δεν πιάνει τόπο. Α, στελέχη, στελέχη. Είστε νεκροί με τις νεκρές μανάδες σας, με τις νεκρές γραβάτες σας να σαλεύουν πιο πέρα από τη βραδύτητα μέσα στον εφιάλτη. Κανείς πατέρας δεν κυματίζει εκεί, στελέχη μου. Κλοσάρ μέσα στην ισχύ των αφεντικών σας. Εκπρόσωποι του πιο άγριου πλουτισμού (όχι του πλούτου, γιατί ο πλούτος δεν είναι κατοχή, είναι σύλληψη) που είναι η αρπαγή του αποθησαυρίσματος του κάθε ανθρώπου. Α, στελέχη, στελέχη.
Όλων των οργανισμών του πλουτισμού. Α, χρηματιζόμενοι από τη σπατάλη της ζωής στις τράπεζες, στα μοναστήρια, στον στρατό, στα κόμματα (όλα τα κόμματα), στις εταιρείες, στα σπίτια, στην εκκλησία, στους κολυμβητικούς συλλόγους, στους ορειβατικούς, στον εγκληματία πρωταθλητισμό, στα αρχαία ελληνικά, στα υπόγεια της γενναιότητας, στα ναρκωμένα βράδια και στα εύθρυπτα πρωινά. Παντού: Στην οικογένεια που πάντα θέλει το κέρδος. Α, στελέχη της ίδιας οικογένειας από την Ιαπωνία μέχρι την απονία των spreads και των off shore. Α, στελέχη που κρύβεστε πίσω από ένα πουκάμισο. Κι από κάτω να τρέχει το δέρμα. Το παλίμψηστο της ψυχής. Α, στελέχη με το χαλύβδινο χέρι της επαιτείας και το βαμβακερό βήμα της επέλασης χωρίς σημαίες, χωρίς τιμή, χωρίς αξιοπρέπεια.
Πράγματι. Ο κάθε εφιάλτης έχει το στελεχικό δυναμικό που του αξίζει: Ανώνυμοι της πιο βαριάς ανωνυμίας, της δίχως πρόσωπο. Με τη μέση υγρή και το βλέμμα στεγνό και επομένως εύκολο να διαρραγεί σε όλο του το μήκος και το πλάτος: από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα μέχρι τις συντεταγμένες εκείνης της ανήκουστης ζωής σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, που είναι η δική σας ζωή.
Ωραία που είναι η ανήκουστη ζωή, μιας ανήκουστης ιεραρχίας, χτισμένης με λιθαράκια τού τίποτα, φτιάχνοντας με κόπο, με βάσανο, με ιδρώτα του μυαλού, με θέληση απώλειας αισθημάτων, την παραδείσια σκάλα της ιεραρχίας, προς την κορυφή μιας τιποτένιας επιτυχίας. Εκεί όπου ό,τι λάμπει είναι χρυσός και μόνο χρυσός. Ω, ναι, χρυσός από χρυσάφι της ανθρωποθυσίας. Θυτών και θυμάτων, ζεμένων στην ίδια θηριωδία της προσφοράς και της ζήτησης, στον υγιή ανταγωνισμό της επαιτείας για λίγο φόβο παραπάνω, για λίγη φτώχεια παραπάνω με κυμαινόμενο επιτόκιο θανάτου, με προσφορές για κατάθεση ζωής, αρκεί να είναι κλειστή η κατάθεση, αρκεί ολόκληρη η ζωή (της μεταθανάτιας ευσεβώς περιλαμβανομένης) να γίνει προϊόν που μετέχει -ισοτίμως, βέβαια, περί αυτού δεν χωράει αμφιβολία- στις περίφημες αγορές.
Και πάντοτε υπάρχουν συμφέρουσες προτάσεις και διαρκώς νέα προϊόντα για όσους καταθέτουν (ή δανείζονται, βεβαίως) το προϊόν που λέγεται ζωή στις τράπεζες της κάθε ιδέας και της κάθε ιδεοληψίας. Διότι περί αυτού πρόκειται: για ανταλλαγή προϊόντων με τα στελέχη ως μεσάζοντες να παίρνουν το διάφορο και την γκανιότα: από τη μια η ζωή του καθενός και από την άλλη το προϊόν της κατάθεσής του. Αν, τώρα, η ζωή αποσυρθεί, παύσει δηλαδή το ρευστό της στην ανταλλαγή, η συμφωνία χαλάει. Αυτό φυσικά επ' ουδενί σημαίνει στάση εμπορίου. Η κάθε τράπεζα έχει κι άλλα, όλο και πιο ευφάνταστα, λεόντεια προϊόντα. Αρκεί να μη φύγεις. Αρκεί να πείθεσαι πάντοτε ότι ο Θεός υπάρχει. Και ότι κατοικεί στο χαμόγελο των στελεχών.
Καναβούρης Κ.
Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου