Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Όταν οι αυστηροί Γερμανοί χρωστούν 1.884 τρισ. ευρώ...

Οι πηχυαίοι τίτλοι έχουν τη γοητεία τους, ωστόσο συχνά μέσα στην υπερβολή τους είναι πολύ κατώτεροι της πραγματικότητας. «Ιστορική» χαρακτήρισαν την τελευταία Σύνοδο Κορυφής, εβδομάδες πριν αρχίσει, «στοίχημα επιβίωσης» για το ευρώ, όμως στην πραγματικότητα η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν χρειάζεται απλώς το κοινό νόμισμα για να μακροημερεύσει. Για να έχει η γηραιά ήπειρος στιβαρό κοινό μέλλον πρέπει κάποια στιγμή να αποκτήσει κοινό επίπεδο ευημερίας, πρέπει να εναρμονίσει τα βασικά, όπως την κοινωνική ασφάλιση, πρέπει να βρει νέο οικονομικό μοντέλο σκέψης και ανάπτυξης, πρέπει να βγει από το φαύλο κύκλο των χρεών. Και κυρίως θα πρέπει να σταματήσει αυτή η συνεχής αναδιανομή από κάτω προς τα πάνω, να κλείσει το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλουσίων και φτωχών που μεγαλώνει σταθερά τα τελευταία χρόνια. Είναι προφανές ότι όλα αυτά δεν χωράνε σε μια σύνοδο κορυφής όσο ιστορική -ή μη- κι αν είναι.

Δεν είναι τυχαία, για παράδειγμα, η αντίδραση των Ιρλανδών στον κορσέ του «πακέτου διάσωσης». Οι τράπεζες της χώρας έκαναν τη ζημιά, χρηματοδότησαν -με τεράστια κερδοφορία- τη φούσκα των ακινήτων, φαλίρισαν και φόρτωσαν τις ζημιές τους στο κράτος. Δεν είναι οι μόνες, ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Οι πολιτικοί αποφάσισαν να διασώσουν τις τράπεζες, να φορτώσουν τα χρέη τους στα εθνικά κράτη. Οι πολίτες σφίγγουν σε βαθμό κακουργήματος το ζωνάρι για να αποπληρώσουν αυτά τα χρέη, οι κυβερνήσεις μαλώνουν μεταξύ τους για το ποιος θα εγγυηθεί τι - και η όλη προσπάθεια φαντάζει αδιέξοδη. Όχι μόνο στο παράδειγμα το ελληνικό, το ιρλανδικό ή το πορτογαλικό, αλλά και στο -υποτίθεται υγιές- γερμανικό.

Η «αυστηρή» ατμομηχανή της Ευρώπης χρωστά 1,884 τρισεκατομμύρια ευρώ. Για να ξεχρεώσουν, σύμφωνα με τον σοσιαλδημοκράτη πολιτικό, Μίχαελ Μίλερ, οι Γερμανοί, πρέπει να έχουν για την επόμενη 15ετία ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 6%. Ποσοστό εντελώς ουτοπικό. Ούτε καν στα χρόνια του γερμανικού «οικονομικού θαύματος», στη δεκαετία του 1960, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης δεν ξεπέρασε το 4,5%. Και φέτος που η γερμανική κυβέρνηση ανοίγει σαμπάνιες, η ανάπτυξη, σύμφωνα με τους «σοφούς» θα... εκτοξευτεί στο 3,7% για να προσγειωθεί το 2011 σε ένα χορταστικό μεν 2%, το οποίο πολύ απέχει όμως από το ζητούμενο για την αντιμετώπιση του χρέους. Επιπλέον, η ισχύς της γερμανικής οικονομίας εξαρτάται πρωτίστως από τις εξαγωγές. Εξαγωγές που με τη σειρά τους στηρίχθηκαν στη... σπατάλη των εμπορικών εταίρων της Γερμανίας, πρωτίστως των Αμερικανών, αλλά και των άλλων Ευρωπαίων, που τώρα σφίγγουν το ζωνάρι. Αντίθετα η εσωτερική ζήτηση στη Γερμανία είναι εδώ και πολλά χρόνια στάσιμη, πρωτίστως επειδή στάσιμα έχουν μείνει τα εισοδήματα των εργαζομένων. Επιπλέον, σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ από το 2008, «στη Γερμανία η ανισότητα των εισοδημάτων και η φτώχεια έχουν αυξηθεί από το 2000 περισσότερο από κάθε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ». Κι αυτό κυρίως λόγω της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας. «Ανοίξαμε τις πύλες σε μισθούς φτώχειας», παραδέχεται ο νυν πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, για την κυβέρνηση συνασπισμού του κόμματός του με τους Πράσινους. Ένα μέρος των Γερμανών αμείβεται σήμερα με τρία ευρώ την ώρα, ένα όλο και αυξανόμενο μέρος των Γερμανών, αν και δουλεύει οκτάωρο, δεν κερδίζει αρκετά για να ζήσει από τη δουλειά του. Αυτό μέχρι και το τέλος του προηγούμενου αιώνα ήταν σχεδόν αδύνατον.

Συνεπώς το πρόβλημα της Ε.Ε. δεν είναι... μόνο το ευρώ. Είναι όλη η οικονομική και κοινωνική πολιτική, για την οποία θα έπρεπε να συζητούν στις «ιστορικές» συνόδους οι 27.

Διαβάστε περισσότερα...

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Μόνος, έρημος, απελπισμένος, χωρίς δουλειά!

Ανεξάρτητα πού ανήκεις και σε ποιο θεό πιστεύεις. Αντικειμενικά, ψυχρά και σκληρά. Γιατί όλα, μα όλα, από την πολιτική μέχρι τις προσωπικές, ερωτικές σχέσεις είναι ζήτημα συσχετισμού δυνάμεων. Οταν έχεις ανάγκη υποχωρείς. Οταν δεν έχεις, σφυρίζεις αδιάφορα και προχωρείς. Απλό. Για τις απεργίες λοιπόν. Μέσα σ΄ αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες. Αν τα αφεντικά δεν έχουν να πληρώσουν, δεν θα πληρώσουν και μερικούς θα διώξουν. Αν τα αφεντικά έχουν λεφτά, τότε τη χρεοκοπία θα επικαλεστούν προκειμένου να κερδίσουν και να ωφεληθούν. Συμφωνούμε; Πάμε παρακάτω. Και στις δύο περιπτώσεις τα εργασιακά δικαιώματα τα γκρεμίσανε διά νόμου οριστικά.

Επομένως, η κάθε απεργιακή κινητοποίηση για να έχει πρακτικό αποτέλεσμα πρέπει να προχωρήσει στο ταν ή επί τας.

Πράγμα που για τις συγκεκριμένες συνθήκες είναι τόσο αδύνατον και ακατόρθωτο όσο εντελώς παρανοϊκό είναι να πιστεύει κάποιος στον διακτινισμό. Γιατί συμβαίνει το εξής οξύμωρο και αντιφατικό. Οι μικρομεσαίοι που δεν πληρώνουν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους είναι οπαδοί της ανυπακοής. Το τρομοκρατημένο προλεταριάτο στην υποταγή. Επομένως κάθε απεργιακή κινητοποίηση καταλήγει στην εξής λογική. Ο εργαζόμενος, επειδή θα απεργήσει, πρέπει μέσα στη βάρδιά του να δουλέψει διπλά. Ταυτόχρονα, αν είναι του ιδιωτικού τομέα, θα χάσει το μεροκάματο της ημέρας, πράγμα που θα του κοστίσει ακριβά. Και το χειρότερο όλων αυτών ακόμα πιο τραγικό. Γιατί το αφεντικό, στη συνέχεια, με τις πλάτες του νόμου μπορεί να τον αφήσει χωρίς δουλειά... Πρακτικά δύο οι παράγοντες που ωφελούνται απ΄ αυτή τη διαδικασία την τάχα μου αγωνιστική. Από τη μια τα αφεντικά, από την άλλη τα στελέχη τα συνδικαλιστικά. Οι πρώτοι κερδίζουν λεφτά. Οι δεύτεροι αποσπούν εύσημα μαχητικά. Ετσι ο εργαζόμενος, που από τη μια το αφεντικό τον στύβει και από την άλλη ο αρχισυνδικαλιστής τον προστατεύει, καταλήγει αναλώσιμο κορόιδο μιας σκληρής, αδυσώπητης πόκας με σημαδεμένα χαρτιά. Μόνος, έρημος, απελπισμένος, χωρίς δουλειά!

ddanikas@dolnet.gr


Διαβάστε περισσότερα...

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα για το μέγεθος και το κόστος του δημόσιου τομέα και την ανάγκη απολύσεων

Ένα από τα βασικά προπαγανδιστικά συστατικά του νεοφιλελευθερισμού, στην προσπάθεια ολοκληρωτικής επικράτησής του (όχι μόνο οικονομικά, αλλά και πολιτικά-ιδεολογικά) διεθνώς και στην Ελλάδα είναι η πολιτική της εξοντωτικής μείωσης του δημόσιου τομέα.
Με κεντρικό σύνθημα «λιγότερο κράτος», ο νεοφιλελευθερισμός επιδιώκει να αποχωρήσει (ή έστω να μειωθεί στο ελάχιστο) το δημόσιο από οποιονδήποτε οικονομικό τομέα (ακόμα και από αυτούς, που είναι εθνικής και στρατηγικής σημασίας), από την παιδεία και την υγεία (ιδιωτικοποίηση – εμπορευματοποίηση), από την αξιοποίηση εθνικών φυσικών πόρων και να μειωθεί τόσο ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να είναι ανέφικτος ο κρατικός έλεγχος σε οποιαδήποτε δραστηριότητα και να λειτουργεί ελεύθερα και ανεξέλεγκτα η αγορά και οι νόμοι της, δηλαδή, να είναι ελεύθερη η εκμετάλλευση ανθρώπων και πόρων.


Το γεγονός ότι η ύπαρξη και αυτή η ελεύθερη / ανεξέλεγκτη λειτουργία του διεθνούς κεφαλαίου ήταν, που οδήγησε στη σημερινή παγκόσμια κρίση και στις ήδη εμφανιζόμενες καταστροφικές συνέπειές της για τις κοινωνίες και τους λαούς, αποτελεί κατά τον νεοφιλελευθερισμό μια «παράπλευρη απώλεια», ένα «προσωρινό λάθος», μια «κακή εκτέλεση της νεοφιλελεύθερης συνταγής» και πρέπει να αντιμετωπισθεί με τα ίδια - και ακόμα πιο ανεξέλεγκτα - μέσα που δημιούργησαν την κρίση!

Στα πλαίσια μάλιστα της σημερινής οικονομικής κρίσης (σε όλες τις χώρες με/ή χωρίς ΔΝΤ, με/ή χωρίς μνημόνιο) η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα για την ανάγκη μείωσης του δημόσιου τομέα δίνει πλέον τα ρέστα της! Τα κύρια επιχειρήματα για να επικρατήσει η πολιτική του «λιγότερου κράτους» εδράζονται πάνω σε λογικοφανείς διαπιστώσεις, που αναφέρονται στο υπερτροφικό κράτος, το δυσβάστακτο κόστος του δημόσιου τομέα, τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων, το αναποτελεσματικό κράτος κλπ

Στην Ελλάδα σήμερα, σε αυτόν τον αγώνα για «λιγότερο κράτος» έχουν στρατευθεί διάφορες οικονομικές, πολιτικές και επιστημονικές δυνάμεις με τη συνδρομή του κυρίαρχου ιδεολογικού μηχανισμού κατασκευής συναίνεσης, που είναι τα ΜΜΕ.

Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι: ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, πρόεδρος του ΣΕΒ (δήλωσε ότι χρειάζεται το αναγκαίο πολιτικό σθένος για να καταργήσουμε θέσεις, οργανισμούς και φορείς του δημοσίου από το πελατειακό και υπερτροφικό κράτος ώστε να μην πτωχεύσουμε συλλογικά και ατομικά), ο Παναγιώτης Γεννηματάς επίτιμος αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (έθεσε θέμα απολύσεων στο δημόσιο), η Μιράντα Ξαφά, οικονομολόγος, πρώην στέλεχος του ΔΝΤ και πρώην σύμβουλος του Κων/νου Μητσοτάκη (χαρακτήρισε υπερτροφικό και αναποτελεσματικό το δημόσιο τομέα, τονίζοντας ότι θα πρέπει να συρρικνωθεί το κράτος και να γίνουν απολύσεις), η Ντόρα Μπακογιάννη, πρώην υπουργός ΝΔ και αρχηγός του κόμματος «Δημοκρατική Συμμαχία» (πρότεινε να απολυθεί το 1/3 των δημοσίων υπαλλήλων, δηλαδή, περίπου 250.000 άτομα), ο Στέφανος Μάνος, πρώην υπουργός ΝΔ και αρχηγός του κόμματος «Δράση» (πρότεινε να απολυθούν 350.000 - 400.000 δημόσιοι υπάλληλοι), ο οποίος μάλιστα επικαλέσθηκε σχετικές έρευνες οικονομολόγων όπως ο κυπριακής καταγωγής Βρετανός οικονομολόγος Χριστόφορος Πισσαρίδης, καθηγητής του London School of Economics και σύμβουλος μεγάλων τραπεζών (πήρε μαζί με άλλους το νόμπελ οικονομίας για μια μελέτη που ισχυρίζεται ότι υπάρχουν πάνω από 210.000.000 άνεργοι σ’ ολόκληρο τον κόσμο και έχασαν τη δουλειά τους άλλα 30.000.000 εργαζομένων με την τελευταία κρίση επειδή οι απολυμένοι δεν κατόρθωσαν να βρεθούν ποτέ με τους εργοδότες!), ο Αλέκος Παπαδόπουλος, πρώην υπουργός ΠΑΣΟΚ (θεωρεί το 30% του σημερινού κράτους περιττό και πρότεινε μεταξύ άλλων, την άμεση κατάργηση τμημάτων πανεπιστημίων και ΤΕΙ … τον περιορισμό του διδακτικού προσωπικού κλπ), ο Φίλιππος Σαχινίδης, νυν υφυπουργός Οικονομικών (δήλωσε ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί να συντηρεί πλέον το Δημόσιο …. ο δημόσιος τομέας είναι υπερτροφικός, μίζερος, δεν εξυπηρετεί τον πολίτη και το κυριότερο, δεν υπάρχουν πλέον τα χρήματα να τον συντηρούμε).

Ποιά όμως είναι η αλήθεια με τα παραπάνω επιχειρήματα για το δημόσιο τομέα; Ας προσπαθήσουμε να την προσεγγίσουμε βασιζόμενοι στα επίσημα στοιχεία.

Ο διαχρονικός μύθος για το υπερτροφικό κράτος και τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων

Επί χρόνια διαδίδεται συστηματικά ο ισχυρισμός ότι το κράτος είναι υπερτροφικό και ότι ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων είναι τεράστιος και επιπλέον, είναι και άγνωστος. Με το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης, η προπαγάνδα αυτή έφθασε στο αποκορύφωμά της, παρουσιάζοντας μάλιστα το υπερτροφικό κράτος και τη μισθοδοσία των υπαλλήλων ως τη βασική αιτία της δημοσιονομικής κατάστασης της Ελλάδας.

Συγκεκριμένα, λίγες εβδομάδες πριν την υπογραφή του μνημονίου και τη συνακόλουθη επιβολή περικοπών στους μισθούς, στις συντάξεις και στις δημόσιες δαπάνες, τα ΜΜΕ διέδιδαν τα αποτελέσματα Έκθεσης του Κέντρου Μελετών και Ερευνών του ΕΒΕΑ (Εμπορικό και Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών), την οποία έδωσε στη δημοσιότητα ο πρόεδρός του Κ. Μίχαλος, σύμφωνα με την οποία ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων ξεπερνούσε το 1.100.000, ενώ διάφορες εκτιμήσεις έκαναν λόγο για 1.500.000 άτομα ή και περισσότερο.

Την ίδια περίοδο, και ενώ στον προϋπολογισμό του κράτους υπολογιζόταν ότι πρέπει να πληρωθούν περίπου 760.000 υπάλληλοι, διαδιδόταν παντού, ακόμα και από την κυβέρνηση, ότι είναι άγνωστος ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, ότι δεν ξέρουμε τι να πούμε στην τρόικα και ότι χρειάζεται γι’ αυτό απογραφή.

Η απογραφή έγινε και έδειξε ότι το σύνολο των υπαλλήλων που καταγράφηκε έφτασε τους 768.009 (αυτό που ήδη ξέραμε από τον προϋπολογισμό του κράτους), περιλαμβάνοντας τους μόνιμους υπαλλήλους, τους δικαστικούς και τους δημόσιους λειτουργούς, τους υπαλλήλους ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου, τους συμβασιούχους έργου, τους αιρετούς και άλλες κατηγορίες.

Ο αριθμός λοιπόν των δημοσίων υπαλλήλων είναι σχεδόν ο μισός από αυτόν, που διαδιδόταν τόσο καιρό. Παρά ταύτα, είναι μεγάλος ή μικρός;

Η «Έκθεση Ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής» αποδεικνύει ότι στην Ελλάδα, το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων επί του συνόλου των εργαζομένων είναι 11,4% και ότι αυτό το ποσοστό είναι ένα από τα 4 χαμηλότερα σε όλη την Ευρώπη (η Ελλάδα είναι στη 14η θέση επί συνόλου 17 ευρωπαϊκών κρατών). Η Ελλάδα έχει αναλογικά με το σύνολο των εργαζομένων, το 1/3 των δημοσίων υπαλλήλων σε σύγκριση με τη Σουηδία και τη Δανία και περίπου το 1/2 σε σύγκριση με τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία. Αξίζει να σημειωθεί, ότι αυτά τα δεδομένα παραμένουν σταθερά εδώ και τριάντα χρόνια!

Ο μύθος για τις υπέρογκες δημόσιες δαπάνες και ποιος πληρώνει γι’ αυτές

Ο μύθος για τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων συνοδεύεται από τον ισχυρισμό ότι οι δημόσιες δαπάνες είναι υπέρογκες, ότι γι’ αυτές πληρώνει ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας, δηλαδή, οι επιχειρήσεις και ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί πλέον να συντηρεί αυτό το δημόσιο.

Αυτή είναι λοιπόν η αλήθεια;

Με βάση τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Έκθεση Ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), προκύπτει ότι το σύνολο των δαπανών του Ελληνικού κρατικού τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι ένα από τα χαμηλότερα σε όλη την Ευρώπη.

Η άποψη ότι οι Έλληνες απολαμβάνουν ένα υπερβολικά γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας διαψεύδεται από τα δεδομένα. Κατά μέσο όρο την περίοδο 1998-2007, η Ελλάδα διέθετε μόνο 3.530 ευρώ κατά κεφαλήν για δράσεις κοινωνικής προστασίας, ενώ ο μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι 6.251,78 ευρώ. Αντίθετα, η Γερμανία και η Γαλλία ξοδεύουν υπερδιπλάσια ποσά από την Ελλάδα. Ακόμα και η Ιρλανδία, η οποία έχει μια από τις πλέον νεοφιλελεύθερες οικονομίες, διαθέτει περισσότερα για την κοινωνική προστασία από την υποτιθέμενα «γαλαντώμα» Ελλάδα. Επίσης η Ελλάδα έχει μια από τις πλέον άνισες αναδιανομές εισοδήματος και σχετικά υψηλό επίπεδο φτώχειας. Και πάλι δηλαδή τα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν την εικόνα ενός κράτους με γενναιόδωρες παροχές.

Επιπλέον, σύμφωνα με ανάλυση στελεχών του ίδιου του ΔΝΤ, το μισό της αύξησης των ελλειμμάτων προϋπολογισμού στις μεγάλες οικονομίες ανά τον κόσμο (και όχι μόνο στην Ελλάδα) οφείλεται στην κατάρρευση των φορολογικών εσόδων και στη χαμηλή, συχνά αρνητική, ανάπτυξη σε σχέση με την αποπληρωμή επιτοκίων στο υπάρχον χρέος. Λιγότερο από το 10% οφείλεται στην αύξηση δημοσίων δαπανών. Αυτό το στοιχείο αποκαλύπτει ότι ο ισχυρισμός πως τα ελλείμματα δημιουργήθηκαν από υπερβολικές κρατικές δαπάνες είναι ψευδής, τόσο για την περίπτωση των ΗΠΑ όσο και για ολόκληρη την Ευρώπη.

Και ποιός πληρώνει γι’ αυτές τις δημόσιες δαπάνες;

Τα επίσημα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι στην Ελλάδα, η βασική πηγή των κρατικών εσόδων είναι η έμμεση φορολογία, δηλαδή οι φόροι που περιλαμβάνονται στις τιμές των αγαθών και που πληρώνει κυρίως ο εργαζόμενος λαός όταν αγοράζει οτιδήποτε. Συγκεκριμένα το 2008, οι έμμεσοι φόροι ήταν το 12,1% του ΑΕΠ, ενώ οι άμεσοι φόροι μόνο το 7,7% του ΑΕΠ.

Αλλά και στους άμεσους φόρους (φορολογία εισοδήματος), οι μισθωτοί-συνταξιούχοι συμμετέχουν πολύ περισσότερο σε σχέση με τις επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα το 2008, οι μισθωτοί-συνταξιούχοι πλήρωσαν σε άμεσους φόρους 6,5 δις. Ευρώ, ενώ οι επιχειρήσεις μόνο 4,7 δις. Ευρώ.

Αν συνυπολογίσουμε τους άμεσους και έμμεσους φόρους, προκύπτει ότι ο εργαζόμενος λαός συμμετέχει με περισσότερο από 80% στα κρατικά έσοδα και οι επιχειρήσεις με λιγότερο από 20%.

Για να γίνει ακόμα πιο ξεκάθαρη η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στα κρατικά έσοδα στην Ελλάδα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, ας εξετάσουμε έναν από τους σημαντικότερους δείκτες της Eurostat, που είναι ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής στο κεφάλαιο (όχι ο ονομαστικός φορολογικός συντελεστής αλλά ο πραγματικός), αυτός δηλαδή, που συμπεριλαμβάνει όλες τις φοροαπαλλαγές και τις αυτοτελείς φορολογήσεις κερδών που ισχύουν σε κάθε χώρα για το κεφάλαιο. Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής στο κεφάλαιο στην Ελλάδα βρίσκεται κάτω από το μισό του μέσου όρου της Ε.Ε. (15,8 στην Ελλάδα, έναντι 32,6 στην Ε.Ε. των 25). Δηλαδή, το Ελληνικό κράτος εισπράττει τους μισούς φόρους κάθε χρόνο από τις επιχειρήσεις και τους εισοδηματίες σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και όλα αυτά χωρίς να λάβουμε καθόλου υπόψη τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή.

Αντίθετα, η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα είναι διπλάσια και ίδια με αυτήν του ευρωπαϊκού μέσου όρου (περίπου 35%).

Τέλος, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, σε κάθε 1000 ευρώ νέα προϊόντα και υπηρεσίες που παρήγαγε ετήσια η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία, τα 560 ευρώ έγιναν επιχειρηματικό κέρδος και μόνο τα 350 ευρώ έγιναν μισθοί (στην ΕΕ η κατανομή είναι ακριβώς η αντίστροφη!). Και το Ελληνικό κράτος προσπαθεί να σταθεί όρθιο φορολογώντας με 35% τα 350 ευρώ των μισθών και με 16% τα 560 ευρώ των κερδών, που ούτε αυτά μπορεί να εισπράξει ένεκα φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής!

Η αποτυχία της εκάστοτε κυβέρνησης να φορολογήσει το 15% των πολιτών που έχει τα υψηλότερα εισοδήματα τα τελευταία είκοσι χρόνια - ώστε να πληρώσουν για πολλά από τα τότε κυβερνητικά προγράμματα - οδήγησε στην αύξηση του κρατικού δανεισμού, ο οποίος τώρα είναι το μεγάλο πρόβλημα.

Πού αλλού λοιπόν οφείλεται το δημόσιο έλλειμμα και τα χρέη της ελληνικής οικονομίας, αν όχι στο γεγονός ότι δεν πληρώνουν φόρους εδώ και χρόνια οι έχοντες και κατέχοντες;

Συμπερασματικά…..

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι:

• Ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων δεν είναι καθόλου μεγάλος. Αντίθετα, είναι από τους χαμηλότερους στην ΕΕ
• Οι δημόσιες δαπάνες δεν είναι υπέρογκες, Αντίθετα, είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ και είναι οι μισές σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για κοινωνική προστασία
• Οι δημόσιες δαπάνες καλύπτονται στη συντριπτική πλειονότητα από τους έμμεσους και άμεσους φόρους που πληρώνουν οι εργαζόμενοι και όχι από φόρους των επιχειρηματικών κερδών
• Το δημόσιο έλλειμμα και τα χρέη της ελληνικής οικονομίας δεν δημιουργήθηκαν από υπερβολικές κρατικές δαπάνες, αλλά από την αποτυχία της εκάστοτε κυβέρνησης να φορολογήσει το 15% των πολιτών που έχει τα υψηλότερα εισοδήματα τα τελευταία είκοσι χρόνια.

Η επιδιωκόμενη λοιπόν γενική μείωση του δημόσιου τομέα, οι μειώσεις μισθών και συντάξεων και οι απολύσεις υπαλλήλων (ένεκα του πραγματικού μεριδίου που καταλαμβάνουν) δεν μπορούν να συμβάλλουν ούτε στη μείωση του δημοσίου ελλείμματος ούτε στη μείωση του χρέους της ελληνικής οικονομίας.

Όλα τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η μόνη ρεαλιστική λύση για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων και του χρέους βρίσκεται στην είσπραξη χρωστούμενων χρημάτων από αυτούς, που δεν πληρώνουν φόρους. Εκεί είναι που πράγματι χρήματα υπάρχουν. Αυτή όμως η λύση βρίσκεται στον αντίποδα του νεοφιλελευθερισμού και της προπαγάνδας του.
Διαβάστε περισσότερα...