Πώς περάσαμε από την αγροτική στη βιομηχανική και από εκεί στην άυλη παραγωγή και στην παγκόσμια οικονομική κρίση. Μια ερεθιστική παρουσίαση από έναν διάσημο γάλλο οικονομολόγο
Από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα ο Μποντλέρ έλεγε σαρκαστικά:«Η πίστη στην πρόοδο είναι ένα δόγμα των αργόσχολων και των Βέλγων». Την ίδια εποχή ο Φλομπέρ εξίσου σαρκαστικά σχολίαζε ότι είναι ανοησία να ισχυρίζεται κανείς ότι η ανθρωπότητα προοδεύει επειδή μπορεί να κατασκευάσει λεπτότερες βελόνες. Η πρόοδος ήταν ένα ζήτημα το οποίο στην ακμή της βιομηχανικής επανάστασης δημιουργούσε πολλές αμφισβητήσεις, αφού σάρωνε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και διέλυε τον κοινωνικό ιστό. Το οικονομικό μέγεθος των δυτικών κοινωνιών μεγάλωνε με ασύλληπτες ταχύτητες, καταστρέφοντας ωστόσο ό,τι προϋπήρχε. Γι΄ αυτό και ο καπιταλισμός θεωρήθηκε διαδικασία«δημιουργικής καταστροφής». Τη διαδικασία αυτή ο γάλλος οικονομολόγος Ντανιέλ Κοέν την ονομάζειευημερία του κακού.
Εκβιάζοντας κυβερνήσεις
[Ινδή ακτιβίστρια μπροστά σε ένα τεράστιο πανό κατά της παγκοσμιοποίησης σε διαδήλωση του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ στη Βομβάη στις 18 Ιανουαρίου 2004 ]
Ινδή ακτιβίστρια μπροστά σε ένα τεράστιο πανό κατά της παγκοσμιοποίησης σε διαδήλωση του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ στη Βομβάη στις 18 Ιανουαρίου 2004
Ξεκινώντας από πολύ παλιά, από τις απαρχές της οικονομικής ζωής και διατρέχοντας τις κυριότερες φάσεις της επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στην Ευρώπη, ο Κοέν φθάνει ως τη σύγχρονη εποχή στην οποία αφιερώνει και τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου του. Η σημερινή οικονομία λ.χ., όπως ευφυώς διαπιστώνει, είναι διαχείριση της πληροφορίας, όμως αυτό οδηγεί σε πλανητικά μονοπώλια. Η παραγωγή άυλων αγαθών είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα των πλούσιων χωρών. Κατά το παρελθόν ο ρόλος του κεφαλαίου ήταν διπλός: Αφενός αποτελούσε την προκαταβολή για την αγορά των μηχανημάτων (ή της τεχνολογίας) και της εργασίας που απαιτούνται για την παραγωγή των αγαθών και αφετέρου κάλυπτε το κόστος ρύθμισης και ελέγχου της παραγωγικής διαδικασίας. Σήμερα όμως το κεφάλαιο είναι ένα άυλο αγαθό που σε περιπτώσεις υψηλής συσσώρευσης (αυτό που ευφημιστικά αποκαλούμε χρηματιστηριακούς κύκλους) μπορεί να ελέγχει ή και να εκβιάζει μικρές- ενίοτε και μεγάλες- κυβερνήσεις και να υπαγορεύει πολιτικές αποφάσεις.
Μας θυμίζει λοιπόν πως από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 η κεϊνσιανή αρχή της μακροοικονομικής ρύθμισης θεωρήθηκε ξεπερασμένη. Επικράτησε η θεωρία ότι το κράτος - ιδιαίτερα το κοινωνικό κράτος- θα πρέπει να συρρικνωθεί. Ετσι θεοποιήθηκε η αγορά, η οποία θεωρείται αλάν θαστη. Γι΄ αυτό και όλες οι συνοδές κινήσεις ήταν μονεταριστικού τύπου. Π.χ. η μείωση της προσφοράς χρήματος τη δεκαετία αυτή στις ΗΠΑ και η έκρηξη στην άνοδο των επιτοκίων είχαν ως αποτέλεσμα την απότομη πτώση του πληθωρισμού. Το τίμημα όμως ήταν η ύφεση. Εν τούτοις η εμπιστοσύνη στο νόμισμα υπερίσχυσε και το «παιχνίδι» εφεξής θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Δεν επιβραβευόταν πλέον η παραγωγικότητα, η συνεργασία με τα συνδικάτα και η αρμονική συνύπαρξη εργασίας και κεφαλαίου. Εφεξής σε όλον τον κόσμο οι αποδόσεις θα καταγράφονται στο χρηματιστήριο και τα χρηματοοικονομικά στελέχη, τα λεγόμενα «χρυσά παιδιά», όχι απλώς θα απολαμβάνουν υψηλών αμοιβών αλλά θα πλουτίζουν. Οι επιχειρήσεις θα περιοριστούν αποκλειστικά στον τομέα της δικής τους τεχνογνωσίας και η διάθεση φθηνών εργατικών χεριών στις υπανάπτυκτες χώρες θα οδηγήσει σε ασύλληπτης κλίμακας γεωγραφικές μετακινήσεις. Ο,τι πουν οι αγορές. Οταν όμως σε λιγότερο από τρεις δεκαετίες θα επερχόταν η κατάρρευση του συστήματος αγοραπωλησίας χρήματος, η κεϊνσιανή θεωρία θα αποδεικνυόταν όχι μόνο πιο ανθεκτική αλλά και πολύ πιο αποτελεσματική. Μόνο που τώρα από μόνη της δεν αρκεί. Στην πραγματικότητα δεν πρέπει απλώς να κρατήσουμε σε υψηλά επίπεδα την κατανάλωση προκειμένου να αποφύγουμε την ύφεση αλλά και να σώσουμε παράλληλακαι ταυτοχρόνως- και τις τράπεζες. Η λύση του προβλήματος μοιάζει με τετραγωνισμό του κύκλου- αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Γι΄ αυτό και ο συγγραφέας εύλογα καταλήγει στη διαπίστωση ότι«ο καπιταλισμός επιβάλλεται όπως ο πολιτισμός που αντικαθιστά όλους τους άλλους,χωρίς να υπάρχει εξωτερικός κριτής που να αποφανθεί για την ορθότητά του». Πάμε λοιπόν σε μια νέα οικονομία όπου το μεγάλο κόστος ορίζεται από τον χρόνο που απαιτείται για τη σύλληψη και τον σχεδιασμό ενός προϊόντος ενώ η παραγωγική του αξία με τα σημερινά μέσα σχεδόν μηδενίζε ται. Γι΄ αυτό και οι εργάτες που το παράγουν είναι απλώς στοιχεία του κόστους παραγωγής και όχι δημιουργοί υπεραξίας. Ετσι η λεγόμενη μεταβιομηχανική κοινωνία ορίζεται από την ενότητα δύο αντιτιθέμενων πόλων: εκείνου που ορίζει τη σύλληψη των αγαθών και εκείνου που αφορά τη διάθεσή τους (ό,τι με μια λέξη ορίζουμε ως «εμπορευματοποίηση»). Μεταβήκαμε λοιπόν από την εποχή των φθινουσών αποδόσεων (την αγροτική παραγωγή) στην περίοδο των σταθερών αποδόσεων (βιομηχανική παραγωγή) και από εκεί στις αύξουσες αποδόσεις (την άυλη παραγωγή).
Η επικράτηση του άυλου κόσμου πουθενά αλλού δεν εκφράζεται με μεγαλύτερη ένταση από όσο στον κυβερνοχώρο. Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν σήμερα είναι πώς θα διατηρήσουμε την επαφή ανάμεσα στο αόρατο σύμπαν του Διαδικτύου και στον πραγματικό κόσμο. Είναι μια νέα σύνθεση που αν αποβεί αποδοτική θα είναι η μόνη που μπορεί να σώσει το οικοσύστημα το οποίο καταστρέφεται καθημερινά.
Η Ελλάδα: Συμπτώματα της κρίσης
[Ο Ντανιέλ Κοέν ]
Ο Ντανιέλ Κοέν
Μπορεί να υπάρχουν φαινομενικά απλές εξηγήσεις για τους λόγους που φθάσαμε στη χώρα μας στην πλέον επώδυνη μεταπολιτευτικά οικονομική κρίση. Ή να διεξάγονται ατέρμονες συζητήσεις για τα πώς θα βγούμε από αυτήν και τι συνέπειες θα έχει στο εγγύς και στο απώτερο μέλλον. Πέραν όμως των ολέθριων σφαλμάτων που διαπράξαμε, η χώρα μας είναι ένα από τα θύματα της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης που αποκάλυψε της ενδημικές αδυναμίες της Ενωμένης Ευρώπης. Το βιβλίο του Κοέν, ενός διανοούμενου με κατ΄ εξοχήν ευρωπαϊκή συνείδηση, μας προσφέρει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε υπό ποιες συνθήκες, πώς και πότε συνέβησαν όλα όσα μας οδήγησαν στην παρούσα κρίση. Η Ελλάδα επομένως είναι μέρος της κρίσης και όχι ένα κατά περίπτωση πρόβλημα- όσο οξύ κι αν εμφανίζεται. Το ουσιαστικό πρόβλημα είναι οι μορφές που έχει πάρει σήμερα το καπιταλιστικό σύστημα. Γι΄ αυτό και ο Κοέν το εξετάζει διαβάζοντας τον παγκόσμιο χάρτη- και σε μεγάλο ιστορικό βάθος.
Το ερώτημα δεν είναι η κρίση ή η αλυσίδα των κρίσεων του συστήματος αλλά κάτι πολύ πιο ανησυχητικό: γνωρίζει άραγε ο καπιταλισμός πού οδηγείται σήμερα; Η απάντησή του Κοέν είναι πως δεν γνωρίζει. Οι αλλαγές που συνέβησαν με την επικράτηση παγκοσμίως των μονεταριστών του Μίλτον Φρίντμαν και των μαθητών του που αποκαλούνται «παιδιά του Σικάγου» υπήρξαν καταστρεπτικές. Τόσο για την οικονομία, τον κόσμο της παραγωγής και της εργασίας όσο και για τον πολιτισμό και για το οικοσύστημα. Οικονομία, ιστορία, κοινωνία, ειρήνη και πολιτισμός συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους ώστε είναι αδύνατον να ορίσει κανείς τι προηγείται και τι έπεται ή πιο σωστά: τι θα έπρεπε να προηγείται και τι να έπεται. Επομένως, ενώ η βάση του βιβλίου του είναι η οικονομία, ο Κοέν μάς προσφέρει ένα εξαίρετο αφήγημα του νεότερου πολιτισμού και των πολιτικών και ηθικών του διλημμάτων.
Ο Ντανιέλ Κοέν,γεννημένος το 1953,ανήκει στους σημαντικότερους γάλλους οικονομολόγους και στοχαστές.Σπούδασε μαθηματικά στην cole Νormale Sup rierieure,είναι διδάκτωρ των Οικονομικών και σήμερα καθηγητής των Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Ρaris (Ρanth on-Sorbonne) και στην cole Νormale Sup rieure.
Είναι συνιδρυτής και αντιπρόεδρος της cole d΄Εconomie de Ρaris,επιστημονικός συνεργάτης του ΟΟΣΑ και τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας «Le Μonde».Ο Κοέν είναι υποστηρικτής του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και πρόεδρος του επιστημονικού συμβουλίου του Ιδρύματος Ζαν Ζορές.
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ
Διαβάστε περισσότερα...
Ασκήσεις συσπείρωσης με «κωλοτούμπες» από τον Κυριάκο
Πριν από 1 ώρα