Πολιτικό και όχι οικονομικό είναι το βασικό κόστος μιας αναδιάρθρωσης δημοσίου χρέους, γεγονός που εξηγεί και την απροθυμία πολλών κυβερνήσεων να προχωρήσουν σε μια τέτοια ενέργεια ακόμα και εάν αυτή ενδείκνυται για την εθνική οικονομία. Μάλιστα φαίνεται ότι οι κυβερνήσεις επιλέγουν να αναβάλλουν μια αναδιάρθρωση μέχρι να είναι αναπόφευκτη, ακόμα και εάν αυτό σημαίνει μεγαλύτερες ζημίες για την οικονομία. Γνωρίζουν καλά ότι μια αναδιάρθρωση δεν κάνει καλό στην καριέρα τους. Η έκθεση αποτελεί κόλαφο για τους πολιτικούς ανά τον κόσμο και ανά την Ιστορία αναφορικά με τον τρόπο που χειρίζονται τις οικονομικές κρίσεις.
Αυτά τα μάλλον αιρετικά προκύπτουν από ενδελεχή μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στην οποία το τμήμα έρευνας του οργανισμού επεξεργάστηκε το σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων των τελευταίων δύο σχεδόν αιώνων. Αντιθέτως οι οικονομικές επιπτώσεις δεν διαρκούν περισσότερα από 2 έτη σύμφωνα με την έρευνα.
«Ερευνήσαμε σε εμπειρική βάση τα κόστη που συνεπάγεται μια αναδιάρθρωση δημόσιου χρέους σε όλες τους τις εκφάνσεις: το πλήγμα στην αξιοπιστία, την επιβάρυνση της εγχώριας οικονομίας, τις συνέπειες στο διεθνές εμπόριο και το χρηματοπιστωτικό σύστημα και, τέλος, το πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση», αναφέρουν οι οικονομολόγοι Eduardo Borensztein και Ugo Panizza που υπογραφούν την έκθεση του ΔΝΤ.
«Τα συμπεράσματά μας δείχνουν πως τα κόστη αυτά είναι σημαντικά αλλά τα περισσότερα είναι βραχύβια», συνεχίζουν. Το πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας όπως αυτό αποτυπώνεται στην πιστοληπτική της αξιολόγηση και τα spreads των αποδόσεων των ομολόγων σε σχέση με τα ομόλογα αναφοράς, είναι αρνητικά επηρεασμένα μόνο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα.
Οι ενδείξεις για αρνητικές επιπτώσεις από αναδιαρθρώσεις χρεών στη θέση της χώρας στο διεθνή εμπόριο είναι υπαρκτές, αλλά περιορισμένες όπως και στις εμπορικές πιστώσεις. Όμως δεν φαίνεται να επηρεάζονται οι εμπορικές πιστώσεις ως προς τον όγκο τους, κάτι που δείχνει ότι το κράτος μπορεί να συνεχίσει να συναλλάσσεται κανονικά αν και με αυξημένο, παροδικά συνήθως, κόστος. Από την άλλη πλευρά οι κρίσεις χρέους μπορούν να οδηγήσουν σε τραπεζικές κρίσεις (όχι όμως και το αντίθετο). Αλλά κι αυτές δεν προκαλούν από μόνες τους πάγωμα της πιστωτικής επέκτασης στην εγχώρια αγορά.
Όμως οι αναδιαρθρώσεις χρέους «περικόπτουν σημαντικά το προσδόκιμο ζωής των κυβερνήσεων και των αξιωματούχων που τις πραγματοποιούν», αναφέρει χαρακτηριστικά η μελέτη του ΔΝΤ. Σε κάθε περίπτωση τα κόστη μιας αναδιάρθρωσης εκτιμάται ότι εν πολλοίς είναι δύσκολο να προσδιοριστούν. Δεν είναι δυνατή η ακριβής ποσοτικοποίησή τους και ο συσχετισμός τους με απλές παραμέτρους. Την ίδια ώρα όμως οι Eduardo Borensztein και Ugo Panizza στην έκθεση με τίτλο «The Costs of Sovereign Default» (WP/08/238), θεωρούν ευθεία και αναπόφευκτη την σχέση αύξησης του κόστους δανεισμού του Δημοσίου με την αναδιάρθρωση του χρέους, ενώ επισημαίνουν ότι στο σύνολο πρακτικά των περιπτώσεων οι συναλλαγές σε κρατικά ομόλογα αυξήθηκαν σημαντικά. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι υπάρχουν αγοραστές και για τα υπό «ξεπούλημα» ομόλογα.
Κατόπιν εορτής παίρνουν τις κρίσιμες αποφάσεις
«ΜΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ανεξερεύνητη πτυχή όμως είναι η διαδικασία και οι μηχανισμοί λήψης αποφάσεων, με την οποία οι κυβερνήσεις ενεργούν και επιλέγουν την χρονική στιγμή για να προχωρήσουν σε αναδιαπραγμάτευση των όρων δανεισμού του Δημοσίου», δηλαδή στην αναδιάρθρωση. Σε γενικές γραμμές οι αναδιαρθρώσεις χρέους τείνουν να είναι ευρέως αναμενόμενες και να πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία η οικονομία είναι ιδιαιτέρως ασθενής. Αυτό μπορεί να συμβαίνει για δύο εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους λόγους. Κατ’ αρχήν οι πολιτικοί, ανα- λογιζόμενοι το πολιτικό κόστος το οποίο θα επωμιστούν από μια τέτοια απόφαση, περιμένουν όσο περισσότερο μπορούν και αναβάλλουν συνεχώς την αναδιάρθρωση παρά το γεγονός ότι είναι απαραίτητη ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι το οικονομικό, το πραγματικό κόστος αυξάνεται όσο αυτή καθυστερεί, καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι αυξάνονται η πολιτικοποίηση, η πόλωση και με τη σειρά της η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις επόμενες εκλογές, κάτι που είναι συνήθως θετικό για τους μετέχοντες στο πολιτικό γίγνεσθαι.
Από την άλλη πλευρά οι κυβερνώντες συχνά καθυστερούν να προβούν σε αναδιάρθρωση χρεών, επιδιώκοντας να σχηματιστεί διευρυμένη συναίνεση στις αγορές για την αναγκαιότητα της κίνησης και κυρίως για να πειστούν όλοι ότι δεν γινόταν να αποφευχθεί, και δεν αποτελεί απόφαση στρατηγικής επιλογής. Προκειμένου δηλαδή να μην την χρεωθούν ως επιλογή.
Η βιβλιογραφία, τονίζουν οι ερευνητές του ΔΝΤ, δείχνει ότι οι «στρατηγικές» αναδιαρθρώσεις είναι ελάχιστες και εμπεριέχουν υψηλό κόστος αξιοπιστίας ενώ οι «αναπόφευκτες αναδιαρθρώσεις» έχουν πολύ περιορισμένες επιπτώσεις στους δείκτες αξιοπιστίας του κράτους συγκριτικά. «Έτσι οι πολιτικοί, διαλέγοντας το μικρότερο από δύο κακά, αναβάλλουν μια αναπόφευκτη απόφαση αναδιάρθρωσης με στόχο να αποτρέψουν ένα υψηλό κόστος αξιοπιστίας ακόμα και με τίμημα υψηλότερο σε απόλυτα οικονομικούς όρους που προέρχεται ακριβώς από την καθυστέρηση αυτή», καταλήγουν οι διακεκριμένοι οικονομολόγοι. Με απλά λόγια η Ιστορία δείχνει σύμφωνα με την μελέτη του ΔΝΤ ότι οι πολιτικοί δεν διστάζουν να επιβαρύνουν περισσότερο την θέση της χώρας, προκειμένου να μην αναλάβουν το πολιτικό κόστος.
Οι εμπλεκόμενοι υπουργοί «εξαφανίζονται» στον πρώτο κυβερνητικό ανασχηματισμό
ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ έχουν και τα ευρήματα της έρευνας του ΔΝΤ για την τύχη των υπουργών Οικονομικών ή και των κεντρικών τραπεζιτών, στις χώρες όπου έχουν πραγματοποιηθεί αναδιαρθρώσεις χρεών. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά η πιθανότητα αντικατάστασης ενός υπουργού Οικονομικών σε μια ήρεμη οικονομικά περίοδο εί- ναι 19,4%. Όμως μετά την αναδιάρθρωση χρέους οι πιθανότητες ανεβαίνουν στο 26%. Επιπλέον οι τραπεζικές κρίσεις δεν φαίνεται να επηρεάζουν την βιωσιμότητα των υπουργών Οικονομικών.
Αντιθέτως, η αθέτηση πληρωμής ομολογιακών υποχρεώσεων την επηρεάζει σημαντικά. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο ανασχηματισμός τους έχει πιθανότητα 40% με βάση πάντα τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το ΔΝΤ για τα τελευταία 200 σχεδόν έτη. Οι υπουργοί Οικονομικών ή οι κεντρικοί τραπεζίτες (εφόσον η άσκηση της οικονομικής πολιτικής περνά από την έδρα τους, όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις του παρελθόντος αλλά και σήμερα σε μη ανεπτυγμένες οικονομίες) χάνουν την θέση τους εντός ενάμισι το πολύ έτους μετά την αναδιάρθρωση. Αξιοσημείωτη είναι και η επεξεργασία των πιθανοτήτων για αναδιάρθρωση υπό διαφορετικά πολιτεύματα. Έτσι στις δικτατορίες είναι σημαντικά περισσότερες οι πιθανότητες να αποφασιστεί η αθέτηση των δανειακών υποχρεώσεων των τραπεζών από ό,τι του κράτους.
Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στις δημοκρατίες, όπου η αναδιάρθρωση του εθνικού χρέους είναι πιθανότερη από μια τραπεζική κρίση. Επιπλέον στις δικτατορίες η αντικατάσταση του υπουργού Οικονομικών είναι σαφώς πιο πιθανή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έρευνα συντάχτηκε στα τέλη του 2008 όταν η κρίση στις ΗΠΑ μεσουρανούσε και σχεδιάστηκε η αναβάθμιση του ρόλου του ΔΝΤ, ως πυροσβέστη των κρίσεων χρέους που αναμενόταν να σημειωθούν. Ας μην ξεχνούμε ότι τότε ήταν η περίοδος των αλλεπάλληλων ανακοινώσεων προγραμμάτων κρατικής στήριξης των τραπεζών που οδήγησαν στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό στην Δύση. Έτσι δεν είναι απορίας άξιον γιατί συνετάχθη η μελέτη: για να υπολογιστούν οι συνέπειες της αναδιαπραγμάτευσης των χρεών των βεβαρημένων οικονομιών.
Το ΥΠΕΞ και τα «σύνορα της καρδιάς του Ερντογάν»
Πριν από 3 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου