Η πολιτική κρίση είναι όσο παλιά είναι και η πολιτική κοινωνία . Είναι το επιφαινόμενο της γενικής κρίσης. Η αντιπαράθεση, η σύγκρουση και το «πολιτικό αδιέξοδο», στοιχεία πραγματικής ή υφέρπουσας κρίσης είναι φαινόμενα που ενυπάρχουν στο μυοκάρδιο της πολιτικής κοινωνίας. Η κατοχή, η διαχείριση και η διάχυση της εξουσίας ανεξάρτητα από το επίπεδο συμμετοχής των εμπλεκομένων ομάδων συμφερόντων γεννά εξ ορισμού συγκρουσιακά γεγονότα και πρακτικές που πολλές φορές το τρέχον θεσμικό νομοπολιτικό πλαίσιο είναι ανεπαρκές και αδύναμο να αποτρέψει. Η πολιτική κρίση είναι κρίση συστημική και όχι «προσωπική». Τα αδιέξοδα των φορέων άσκησης εξουσίας και των υποστηριγμάτων τους δεν πρέπει να συνδέονται πάντοτε με την ευρύτερη ή μη αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος. Μέσα στο πλήθος των ιστορικών καταγραφών η αλυσίδα των μεγάλων κοινωνικοπολιτικών αμφισβητήσεων έχει μήκος όσο και η ίδια η ζωή των ανθρώπινων κοινωνιών. Η αμφισβήτηση και η κρίση , συνθέτει και ανασυνθέτει, εξοβελίζει αλλά και ιερολογεί το αξιακό σύστημα των κοινωνιών, δημιουργεί και απορροφά ταυτόχρονα τους κραδασμούς της ιστορίας και αφήνει πάντα νικητές και ηττημένους να μετρούν τις πληγές τους μέχρι την επόμενη μεγάλη στιγμή .
Ο τελευταίος κρίκος αυτής της αλυσίδας, μέχρι βέβαια να εμφανιστεί ο επόμενος, είναι η σύγχρονη πολυποίκιλη και πολυεπίπεδη γενική κρίση. Η απόλυτη φτώχεια και η υπανάπτυξη στον τρίτο κόσμο, οι μηδενικοί σχεδόν ρυθμοί ανάπτυξης και η ανέχεια που ανατρέπουν το κοινωνικό και οικονομικό status του πάλαι ποτέ ασφαλούς μέσου Ευρωπαίου, τα πολλαπλά περιφερειακά χτυπήματα και οι ατέλειωτες εσωτερικές κρίσεις στην… ευημερούσα Αμερική αλλά και το επιφαινόμενο αδιέξοδο από την ιδιότυπη αναπτυξιακή φρενίτιδα της κινεζικής και ινδικής οικονομίας προκαλούν φόβο και απύθμενη αγωνία για το άμεσο μέλλον. Η επίκληση της θεωρίας των συμπτώσεων για την ερμηνεία των διευρυμένων τοπικών και διατοπικών κρίσεων δεν πείθει πλέον ούτε αυτούς που την επικαλούνται και εφαρμόζουν. Η περιπτωσιολογική προσέγγιση των γεγονότων φαίνεται περισσότερο ως τέχνασμα και ως προσχηματική αντίδραση παρά ως προσπάθεια για την ανίχνευση των τοπικών και διεθνών αδιεξόδων.
Αυτό που η «θεωρία των κρίσεων» έχει εδώ και διακόσια τουλάχιστον χρόνια τεκμηριώσει , ότι δηλαδή οι κρίσεις είναι εγγενείς αδυναμίες, παράγωγα αλλά και ανατροφοδότες του κοινωνικοοικονομικού συστήματος – άρα γενεσιουργές αιτίες για κάθε νέο κύκλο – φαίνεται ότι σήμερα ναι μεν δεν ανατρέπεται άρδην αλλά και δεν επιτρέπει πολλά περιθώρια για εφησυχασμό όπως στο παρελθόν. Η λογική του ελλόγου άλματος, όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Μαρξ αλλά και οι προμαρξιστές, φαίνεται ότι δεν ερμηνεύει απόλυτα και σε όλο της το εύρος το νέο τύπο κρίσεων. Αυτό δε σημαίνει βέβαια δικαίωση της επιστημολογικής αυθαιρεσίας των νεοϊστορικών παρότι είναι μια «εύκολη λύση» για το επιστημονικό αδιέξοδο (;) των ημερών. Σίγουρα όμως η θεωρία της κυκλικότητας, η εμμονή στην παραδοσιακή εξελικτική θεωρία στην κοινωνική επιστήμη, από μόνη της δεν αρκεί πλέον ως ερμηνευτικό εργαλείο. Από την άλλη η προπαγάνδα, γιατί περί προπαγάνδας πρόκειται, για το τέλος τάχα της ιστορίας είναι στην καλύτερη περίπτωση ένας νέου τύπου τσαρλατανισμός, άσχετα αν , όπως προαναφέρθηκε, η προσκόλληση στη λύση της ιστορικής νομοτέλειας είναι μια βαθιά αντιεπιστημονική και δογματική πλέον προσέγγιση. Σε ένα κόσμο που αλλάζει με ρυθμούς απροσδιόριστης πράγματι ταχύτητας και όπου ο πυρήνας των εξελίξεων δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμος, δεν μπορεί να αναζητήσει κανείς την ουσία των αλλαγών και μετατοπίσεων με τα παραδοσιακά εργαλεία ανάλυσης , με τη χρήση μιας κάποτε δόκιμης αναλυτικής θεωρίας. Η δυσκολία του εγχειρήματος, η πρόκληση από το νέο στοίχημα με την ιστορία, δεν αντιμετωπίζεται όμως και με νεοδογματικές λογικές.
Από την άλλη το τέλος της ιστορίας είναι μόνο προσχηματικός ιδεασμός, μια απατηλή καμπή στην επιστημονική σκέψη. Δεν γνωρίζω ποια είναι τα λίτρα για όσους ανέλαβαν εργολαβικά να ενισχύσουν το «νέο σύστημα» και να μας πείσουν ότι πρόκειται για μια νέα υπερδομή - αποκύημα της παγκοσμιοποίησης. Η απάντηση λοιπόν είναι διττή. Ούτε ο προμαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός πέθανε ούτε η Μαρξιστική θεωρία έκλεισε και πέθανε μαζί με την ιστορία. Όμως ο κλασσικός υλισμός δεν αρκεί. Δεν έχει το βεληνεκές για να μελετήσει τις εξελίξεις και τη νέα παγκόσμια κοινωνική πραγματικότητα. Η παλιά θεωρία των αντιθέσεων, ο κλασσικός διαχωρισμός τους σε κυρίες και κυρίαρχες δεν οδηγεί σχεδόν πουθενά. Σήμερα το κύριο γίνεται κυρίαρχο και το κυρίαρχο κύριο με τρόπους και ρυθμούς που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για κανονική ταξινόμησή τους . Η πολιτική και κοινωνική εντροπία κρύβει εκπλήξεις και απρόοπτα. Αυτό οφείλει η… πολιτική και επιστημονική αριστερά να το αντιληφθεί. Ζητάμε μια νέα θεωρία, όχι για να αποκοπούμε από τα ιστορικά δαιμόνια του Μαρξισμού, αλλά για να υπερβούμε αυτό που τόσες δεκαετίες λειτουργεί ως ανάχωμα στη σκέψη της αριστεράς, το δεσμό μας δηλαδή με τη μονοδρομική ιστορική νομοτέλεια και τα παράγωγά της. Σε αυτή την ιδεολογική περιδίνηση η λύση της άλλης πλευράς, των νεοϊστορικών της παγκοσμιοποίησης, είναι μια καρικατούρα, μια «μη σύλληψη», ένας τοκετός χωρίς έμβρυο, μια οφθαλμαπάτη για τους αφελείς , μια καθαρή απάτη για τους μυημένους. Το τέλος της ιστορίας είναι «μη ιστορία» , είναι δηλαδή εφεύρημα , είναι σαν να ζητά κανείς την ουσία της διαφορά ανάμεσα στο κενό που περιβάλλει το μηδέν ως περιεχόμενο και το αντίστροφό του. Είναι μια συγκάλυψη για να αποδεχτούμε ήρεμα (;) το νέο laisez faire.
Τελικά θα έλεγα ότι σήμερα η κρίση δεν είναι επιστημονικά διαχειρίσιμο μέγεθος, όχι γιατί περάσαμε απότομα σε μια νέα υπερδομή αλλά επειδή οφείλουμε, πριν επιχειρήσουμε μια νέα ανάλυση, να απαλλαγούμε από τα προπατορικά μας αμαρτήματα, την κλασσική νομοτέλεια και τη θεωρία του αναπόφευκτου. Αυτή την παραίνεση θα βρούμε στον Αλτουσέρ, στον Μπάραντ , στον Μπέλανι και σε άλλους. Το ζήτημα είναι ότι διανοητές αυτού του βεληνεκούς έμειναν είτε στο φιλοσοφικό είτε στον αμιγώς πολιτικό φλοιό του προβλήματος και δεν επεκτάθηκαν λόγω των συνθηκών βέβαια, στον πυρήνα του ( δικαίως βέβαια αφού ότι σήμερα εύκολα ψηλαφούμε ως κρίση ήταν στο παρελθόν ένα πρόπλασμα ).
Στην προσπάθεια για αποδελτίωση των στοιχείων της νέας συστημικής κρίσης δεν πρέπει να δοθεί χώρους στους υπεργολάβους της διανόησης. Αν γίνει αυτό θα επικρατήσουν για άλλη μια φορά οι γνωστοί κληρονόμοι της ιστορίας και της μοίρας μας , όλοι αυτοί δηλαδή που διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία και το αλάθητο εξοβελίζοντας κάθε… αιρετικό. Το τραγικό είναι ότι αυτή ακριβώς η λογική προσφέρει έδαφος στην άλλη πλευρά, την πλευρά των νεόκοπων αναλυτών που σκέφτηκαν να τραβήξουν μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην καταγεγραμμένη και στην εν τω γενάσθαι ιστορία μας αγνοώντας τη συνέχεια ως συνισταμένη του ιστορικού γίγνεσθαι ενώ παράλληλα προβάλλουν επίμονα το μαγικό φίλτρο της εσαεί αυτορρύθμισης .
μεταφρασμένο απόσπασμα άρθρου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «American and European School Administrators»
Τρίτη 13 Απριλίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου