«Οταν θα είμαστε όλοι ένοχοι, τότε θα έχουμε γνήσια δημοκρατία». Τη φράση του Αλμπέρ Καμί υπογραμμίζει, χωρίς να το ξέρει, ο νομοθέτης που πριν από λίγες μέρες ποινικοποίησε την «κουκούλα». Η φασαρία δεν γίνεται για ένα πρόσωπο που θέλει να κρυφτεί. Στόχος είναι το πρόσωπο της οργής - που δεν μπορεί πια να κρυφτεί.
Οποιος, τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, έχει βρεθεί σε πορεία στο κέντρο της πόλης, η οποία δεν έχει οργανωθεί από επίσημους φορείς, ξέρει καλά ότι έρχεται μια κομβική στιγμή: είναι η στιγμή που το μπλουζάκι θα τυλιχτεί γύρω από το πρόσωπο, το μαντίλι θα καλύψει το στόμα και τη μύτη, το κράνος του μοτοσικλετιστή θα φορεθεί στο κεφάλι.
Το ξέρει, όπως το ξέρουν και τα σώματα ασφαλείας, που σε κάθε πορεία ακολουθούν, φορώντας τις αντιασφυξιογόνες μάσκες. Το ξέρουν και οι νομοθέτες, που προτάσσουν για μία ακόμη φορά το αγαθό της κοινωνικής ειρήνης. Και για να το εξασφαλίσουν, ποινικοποιούν τη χρήση της μάσκας στις διαδηλώσεις. Ή, αλλιώς, με τη σοβαροφανή γλώσσα που θυμίζει άλλες εποχές, «την απόκρυψη των χαρακτηριστικών του προσώπου στις δημόσιες συναθροίσεις».
«Οταν θα είμαστε όλοι ένοχοι, τότε θα έχουμε γνήσια δημοκρατία» σημείωνε ειρωνικά ο Αλμπέρ Καμί σε κάποιους άλλους, εξίσου ταραγμένους καιρούς. Τη ρήση του υπενθυμίζουν τέτοιοι νόμοι. Αλλά το ζήτημα δεν είναι η σκληρότητά τους απέναντι σε όποιον φοράει μάσκα. Ο νόμος υπάρχει μόνο για να σπείρει την ψευδαίσθηση ότι κάποιες διαδηλώσεις θα χάσουν λίγη από τη δυναμική τους. Στο κάτω κάτω, η ανάμνηση της βίαιης εξέγερσης του Δεκέμβρη είναι πολύ κοντά. Και ακόμη φοβίζει τους κρατούντες.
Ετσι, το ζήτημα δεν είναι οι πορείες που εξελίσσονται σε δυναμικές συγκρούσεις με τις δυνάμεις της τάξης, ανάμεσα στο νέφος των δακρυγόνων. Η ουσία είναι η αέναη επιτήρηση. Είναι ο εφιάλτης που σκιαγράφησε ο Πολ Βιριλιό όταν έγραφε με ψυχρό χλευασμό στην «Πληροφορική βόμβα» του, «... μετά την κατάδοση από στόμα σε στόμα, την κακολογία και τη συκοφαντία, τη θραύση που κάνει στην κοινωνία η φημολογία, τη δωρεάν τηλεφωνική κλήση για τους καταδότες ή τις τηλεφωνικές υποκλοπές υπόπτων, αρχίζει η γενίκευση της κάμερας επιτήρησης· όχι μόνο στους δρόμους, στις λεωφόρους, στις τράπεζες και στα σούπερ μάρκετ, αλλά και μέσα στο σπίτι, στο κοινωνικό ενδιαίτημα των υποβαθμισμένων συνοικιών».
Και η κάμερα απεχθάνεται το καλυμμένο πρόσωπο, γιατί καταργεί την αξία χρήσης της. Δεν χρειάζεται κάποιος νόμος για να το αποδείξει. Αν ο Μισέλ Φουκό μάς δίδαξε τις κοινωνίες του εγκλεισμού, ο Ζιλ Ντελέζ προανάγγειλε τον ερχομό της κοινωνίας του ελέγχου. Μια κοινωνία που ονειρεύεται αυτό που ο πρόεδρος Μπους Τζούνιορ αποκάλεσε «διάφανο κόσμο». Ή αυτό που λένε οι πολέμιοι της μάσκας, αναποδογυρίζοντας τον Καμί: έναν κόσμο συνεχούς παρακολούθησης, όπου οι αθώοι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν.
Στα «Σχόλια πάνω στην κοινωνία του θεάματος», ένας στοχαστής, που επαιρόταν ότι -σε μια κοινωνία που έχει αναγορευθεί επίσημα ως θεαματική- αυτός παρέμενε ένας από τους τελευταίους επιζώντες με αντιθεαματική φήμη, προειδοποιούσε πως η ουσία δεν είναι η εικόνα του θεάματος. Αλλά το γεγονός ότι «παντού όπου κυριαρχεί το θέαμα, οι μόνες οργανωμένες δυνάμεις είναι εκείνες που επιθυμούν το θέαμα. [...] Ετσι, τελειώσαμε μ' αυτήν την ενοχλητική ιδέα που είχε κυριαρχήσει πάνω από διακόσια χρόνια, σύμφωνα με την οποία μια κοινωνία μπορούσε να δέχεται κριτική και να μετασχηματίζεται, να μεταρρυθμίζεται ή να επαναστατικοποιείται. Και αυτό δεν επιτεύχθηκε με την εμφάνιση νέων επιχειρημάτων, αλλά απλούστατα επειδή τα επιχειρήματα κατάντησαν ανώφελα. Σ' αυτό το αποτέλεσμα θα μετρήσουμε, αντί για την καθολική ευτυχία, την επίφοβη δύναμη των δικτύων της τυραννίας».
Κάπως έτσι η παρανομία δεν είναι το μαντίλι στο πρόσωπο στη διάρκεια μιας δυναμικής πορείας. Είναι το ότι σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει θέση για καμία επαλήθευση στο όνομα της τάξης και της ασφάλειας, εχθρός ανακηρύσσεται αυτός που ανεβάζει στο πρόσωπό του το μαντίλι. Είτε είναι ο πρόσφυγας μέσα στο πρώην Εφετείο, περικυκλωμένος από ΜΑΤ και νεοναζί, είτε είναι ο «περιθωριακός», όπως τον βαφτίζουν, που πετάει πέτρες σε μια έκρηξη οργής.
Μ' αυτό το πρίσμα, η μάσκα ή η κουκούλα, όπως την αποκαλούν οι νομιμόφρονες, πασχίζοντας να αντλήσουν λίγη αγανάκτηση από τη σιωπηρή πλειοψηφία, είναι μόνο η αφορμή. Δεν χρειάζεται να απαριθμήσει κανείς πόσοι μαχητές ανά τον πλανήτη φοράνε μάσκα. Οι Ζαπατίστας την έκαναν σύμβολο του αγώνα τους. Αλλά οι εκατοντάδες φωτογραφίες απ' όλο τον κόσμο δείχνουν τη χρησιμότητά της, είτε τη φοράνε οι καταραμένοι στα προάστια του Παρισιού είτε οι διαδηλωτές στους δρόμους της Τεχεράνης.
Το πρόβλημα δεν είναι η μάσκα. Το πρόβλημα είναι οι πορείες που δεν έχουν πίσω τους επίσημα συνδικάτα, «υπεύθυνους» φορείς και πολιτικές στρατηγικές. Οι πορείες που μοιάζουν με φιτίλι που οδηγεί σε μια πυριτιδαποθήκη. Η ποινικοποίηση της κουκούλας είναι απλώς ένα βήμα. Λίγο πολιτικάντικο, λίγο ασταθές, λίγο ισορροπημένο - σαν ένα τρεμάμενο βήμα προς τον έλεγχο των αυθόρμητων ξεσπασμάτων στο δρόμο. Με το ζήτημα της κουκούλας θα μπορούσε να ξεμπερδέψει κανείς παραθέτοντας το κείμενο που είχε γράψει το βρετανικό μπλακ μπλοκ τον Ιούνιο του 1999, μοιράζοντας χιλιάδες μάσκες. Και ύστερα οργανώθηκε σε μια πορεία που κατέστρεψε το οικονομικό κέντρο του Λονδίνου. «Σήμερα θα δώσουμε στην αντίσταση ένα πρόσωπο. Φορώντας τις μάσκες, διακηρύσσουμε την ενότητά μας - και υψώνοντας τη φωνή μας στους δρόμους, διακηρύσσουμε την οργή μας ενάντια στην απρόσωπη εξουσία».
Η απαγόρευση της μάσκας δεν αφορά την ειρήνη, αλλά τον έλεγχο και την καταστολή. Το ζητούμενο είναι πώς θα ελεγχθούν όχι οι ταραξίες (τους οποίους επικαλούνται οι πολιτικοί), αλλά αυτοί οι «βάρβαροι» που έρχονται. Σε ένα από τα πρόσφατα άρθρα του, πριν από την οικονομική κρίση, ο αμερικανός στοχαστής Μάικ Ντέιβις σημειώνει ότι στις μητροπόλεις από το Λος Αντζελες ώς το Μεντεγίν και το Σοβέτο διεξάγεται ένας πόλεμος. Υπολογίζεται ότι κάπου δύο με τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι ζούνε σε γκέτο ή παραγκουπόλεις, έξω από την επίσημη οικονομία. Θυμίζει σενάριο γραμμένο από τον Ουίλιαμ Μπάροουζ, αλλά βασίζεται σε στοιχεία του ΟΗΕ. Αυτοί είναι οι νέοι φτωχοί των μητροπόλεων. Δεν έχουν κανενός είδους πολιτική ή κοινωνική συνείδηση, δεν τους ενώνει τίποτα παρά μόνο η απόγνωση. Χρησιμοποιώντας έναν όρο από τον Ψυχρό Πόλεμο, ο Ντέιβις το περιγράφει ως «αγώνα του λυκόφωτος». Από τη μια πλευρά θα είναι οι ΗΠΑ μαζί με τις δυνάμεις της τάξης σε κάθε δυτική μητρόπολη. Κι από την άλλη, όλη αυτή η εργατική δύναμη που εκδιώκεται από τον επίσημο κόσμο της οικονομίας. Την εξέλιξη της σύγκρουσής τους δεν μπορεί να την προβλέψει κανείς...
Διαβάστε
.............. 1 ...............
Γκι Ντεμπόρ, «Σχόλια πάνω στην κοινωνία του θεάματος»
εκδ. Ελεύθερος Τύπος, μτφρ. Πάνος Τσαχαγέας
.............. 2 ...............
Πολ Βιριλιό, «Η πληροφορική βόμβα»
εκδ. Νησίδες, μτφρ. Βασίλης Τομανάς
.............. 3 ..............
Μάικ Ντέιβις, «Εξυμνώντας τους βαρβάρους»
εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα, μτφρ. Παναγιώτης Καλαμαράς
ΚΕΙΜΕΝΟ | ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Κυριακή 12 Ιουλίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου