Το σκάνδαλο Ζίμενς έσκασε με πάταγο στη διεθνή σκηνή, πριν από δυόμισι χρόνια, τον Νοέμβριο του 2006, όταν δεκάδες αστυνομικοί εισέβαλαν χαράματα στα γραφεία της εταιρείας στο Μόναχο και κατέσχεσαν έγγραφα και σκληρούς δίσκους. Έκλεισε οριστικά, δύο χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2008, όταν η Ζίμενς παραδέχτηκε ότι είχε πληρώσει «μίζες» ύψους 1,3 δισ. ευρώ, για κρατικά συμβόλαια σε δεκάδες χώρες του κόσμου, και αποδέχτηκε- με εξωδικαστικό συμβιβασμό- να πληρώσει στις αμερικανικές και τις γερμανικές αρχές ένα πρόστιμο που συνολικά ξεπερνούσε τα 2,5 δισ.
Είναι παράξενο, λοιπόν, που ενώ σε όλες τις άλλες χώρες του κόσμου, και στην ίδια τη Γερμανία, η υπόθεση Ζίμενς έχει κλείσει, με ελάχιστες πια δικαστικές «ουρές», στην Ελλάδα βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προδικασίας. Είναι παράξενο που, ενώ οι διεθνείς διαδρομές του χρήματος έχουν πλήρως αποκαλυφθεί, στην Ελλάδα βρισκόμαστε περίπου στο σκοτάδι. Κι είναι παράξενο ότι καμία ελληνική αρχή δεν δοκίμασε- όταν ακόμη μπορούσε- να υποχρεώσει την υπόλογη εταιρεία να της δώσει λογαριασμό, με την απλή και πειστική μέθοδο που χρησιμοποίησαν οι αμερικανικές αρχές: ή μου λες ή δεν ξαναπαίρνεις δουλειές. Κι είναι δύο φορές παράξενα όλα αυτά, αν συνυπολογίσει κανείς ότι, όπως εκ των υστέρων μάθαμε, όλο το γαϊτανάκι των αποκαλύψεων περί το σκάνδαλο Ζίμενς ξεκίνησε από την ελληνική πτυχή του. Από κάποιες ύποπτες κινήσεις στον λογαριασμό ενός στελέχους της ελληνικής Ζίμενς σε μια τράπεζα του Λιχτενστάιν, την άνοιξη του 2003...
Γιατί, λοιπόν, ενώ ο χορός των διεθνών αποκαλύψεων ξεκίνησε από την Ελλάδα, η ίδια η Ελλάδα έχει μείνει τελευταία στην ολοκλήρωση των ερευνών; Γιατί, από τις δεκάδες χώρες στις οποίες η Ζίμενς εφάρμοζε τις ίδιες πρακτικές, μόνον εδώ η διερεύνηση της υπόθεσης επικαλύπτεται από έναν πολιτικό καβγά ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα, που το ένα πάει να ρίξει τη λάσπη στο άλλο; Και γιατί, ενώ στις άλλες χώρες όπου το σκάνδαλο αυτό είχε τα πλοκάμια του, η υπόθεση άνοιξε κι έκλεισε δίχως σοβαρές πολιτικές αναταράξεις, σχεδόν αθόρυβα, στην Ελλάδα απειλεί να τινάξει στον αέρα ολόκληρο το πολιτικό σύστημα;
Θα ήταν μια παρηγοριά να σκεφτόταν κανείς ότι όλα αυτά συνέβησαν επειδή, ειδικά στην Ελλάδα, το σκάνδαλο Ζίμενς είχε διαφορετική μορφή απ΄ ό,τι στις άλλες χώρες. Αλλά αυτό δεν προκύπτει από τα δεδομένα. Δεν ήταν η Ζίμενς που δρούσε διαφορετικά στην Ελλάδα απ΄ ό,τι αλλού. Είναι το ελληνικό πολιτικό σύστημα που είναι διαφορετικό από τα άλλα- πιο εύθραυστο, εκτεθειμένο και ευάλωτο. Και γι΄ αυτό, είναι παράξενο που, ενώ οι διεθνείς διαδρομές του χρήματος έχουν πλήρως αποκαλυφθεί, στην Ελλάδα βρισκόμαστε περίπου στο σκοτάδι.
Οι παράγοντες του προβλήματος- της «ελληνικής διαφοράς»- είναι χιλιοειπωμένοι: Πρώτον, η «διάχυση διαφθοράς» είναι στην Ελλάδα ασύγκριτα μεγαλύτερη απ΄ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Ένα αμερικανικό οικονομικό περιοδικό έγραφε πέρυσι ότι «σε πολλές χώρες, η Ζίμενς εξαγόραζε πολιτικά πρόσωπα ή κρατικούς αξιωματούχους, μόνον στην Ελλάδα όμως αγόρασε ολόκληρη κυβέρνηση». Υπερβολικό, ίσως. Αλλά χαρακτηριστικό. Δεύτερον, οι ελεγκτικές αρχές, που θα λειτουργούσαν, προληπτικά και κατασταλτικά, ως φρένα στην ασυδοσία της εκτελεστικής εξουσίας (ασυδοσία θεσμική, αλλά και κατά την παραγωγή πολιτικού χρήματος) είναι εδώ εντελώς εξουδετερωμένες. Και, τρίτον, η νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος, η εξωτερική συναίνεση που απολαμβάνει, αλλά και η εσωτερική του συνοχή έχουν πάχος τσιγαρόχαρτου.
Συμπέρασμα; Ναι, είναι αναγκαίο να φθάσει αυτή η υπόθεση ώς την άκρη της, να φωτιστούν οι διαδρομές του μαύρου χρήματος, να υποχρεωθούν να μιλήσουν οι διακινητές του. Ναι, είναι αναγκαίο να λογοδοτήσουν στην ελληνική Δικαιοσύνη οι φυγόδικοι. Ναι, είναι αναγκαίο να αποκτήσουμε την πλήρη εικόνα, από τα μικρά μπαξίσια ώς τις μεγάλες εκροές πολιτικού χρήματος, και να αχθεί η υπόθεση σε κάποιας μορφής κάθαρση. Αλλά, ας μην ξεχνάμε ότι το πιο επείγον απ΄ όλα είναι να αλλάξουμε την αρχιτεκτονική ενός συστήματος διακυβέρνησης, που φαίνεται ότι έφθασε στα ακραία όρια βιωσιμότητάς του.
Το πιο επείγον απ΄ όλα είναι να αλλάξουμε την αρχιτεκτονική ενός συστήματος διακυβέρνησης, που φαίνεται ότι έφθασε στα ακραία όρια βιωσιμότητάς του
Του ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ
Κυριακή 5 Ιουλίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου