Να 'ναι η βοή της λεωφόρου που με ταράζει;
Να 'ναι πως ξέρω καλά κατά πού βρίσκεται η θάλασσα;
Γιώργος Πίττας, «Η θάλασσα που θα 'ρθει, έρχεται», Εξώπολις, 2001
Οταν ήμουν πιτσιρίκος νόμιζα ότι όλοι οι Αθηναίοι ήταν πλούσιοι. Κάτι τα αστικά λεωφορεία, ο ηλεκτρικός, τα τρόλεϊ, οι άπειρες ΕΒΓΑ στις γειτονιές με τα παγωτά, τα άφθονα αναψυκτικά στα ξύλινα καφάσια, τα πολύχρωμα κόμικς κρεμασμένα στα περίπτερα, όλα τούτα μού έδιναν την εικόνα μιας... ανείπωτης χλιδής. Σχεδόν με ζηλοφθονία αντίκριζα όλους τους συνομήλικους. Βουτυρόπαιδα, τα έχετε όλα, ψιθύριζα με τη σχετική κακία. Αργότερα άκουσα τα «Δακρυσμένα μάτια» του Μίκη σε στίχους Γιάννη Θεοδωράκη από τους Λιποτάκτες. Να το, εξιλεώθηκα, κι άλλοι ζήλευαν τα φώτα και τους μεγάλους δρόμους. Κουράγιο συνεπώς, ας ήταν να βρεθώ. Οταν βρέθηκα, στην αρχή ντρεπόμουν να φανερώσω την επαρχιώτικη καταγωγή μου. Στις ανυπόφορα επίμονες ερωτήσεις αποκάλυπτα δειλά τον νομό, όμως για να φτάσουμε στη γενέτειρα περνούσα από βουνά και λαγκάδια τον συνομιλητή. Ηταν η εκδίκησή μου στους φλύαρους Αθηναίους.
ΑΡΓΟΤΕΡΑ στα φοιτητικά μου χρόνια αποκαλύφθηκαν οι ψευδαισθήσεις μου. Οι σύλλογοι Κρητών, Αρκάδων, Ηπειρωτών, Ποντίων και άλλων συμπαθών τάξεων με έπεισαν ότι οι Αθηναίοι ήταν είδος εν ανεπαρκεία. Μάλιστα πλειοδοτούσαν οι τοπικές διάλεκτοι, που τις απολάμβανα στην ανταλλαγή επισκέψεων σε φοιτητικές γκαρσονιέρες, όταν εμένα πρόδιδαν τα μακρόσυρτα φωνήεντα του λόγου μου.
Η ΠΛΗΡΗΣ αποκαθήλωση των εφηβικών ονείρων δεν άργησε. Στη σκόνη και τον θόρυβο της Αθήνας ζω, στη ρημαγμένη από οράματα πρωτεύουσα μιας ανυπόληπτης χώρας, στη βιάση της ζωής. Μέσα στις εμπειρίες που αποκόμισα, τους ενθουσιασμούς που έγιναν απογοητεύσεις, τα υψηλά κοινωνικά οράματα που μεταβλήθηκαν σε πεζές πραγματικότητες. Οι στέρεες ιδεολογικές κατασκευές που ξέμειναν στον δρόμο, απαρνημένες βεβαιότητες στην αχλή της επιβίωσης.
ΤΩΡΑ μεγάλωσα, με μαγεύει η απαντοχή της δραπέτευσης. Η έξοδος από τους «νυσταγμένους κήπους» συνιστά πλέον πιεστική ανάγκη. Η νοσταλγία της επίσκεψης στη γενέθλια γη στους καλοκαιρινούς μήνες, ακόμη κι αν δεν ισοδυναμεί με το ομηρικόν Νόστιμον Ημαρ, παραπέμπει σε καταιγιστική ώθηση στη φυγή. Ας ήταν να βρεθώ λοιπόν αντίκρυ στη θάλασσα, στη δροσιά κάτω από τα βαθύσκιωτα δέντρα, με πολιτικολογούσες παρέες για την αδύνατη επανάσταση, με πειράγματα και ανέκδοτα για πρόσωπα και καταστάσεις. Για να 'ρθει η νύχτα με μεζέδες, τσίπουρα και άπειρες μπίρες, καπνίζοντας μέχρις εσχάτων. Ιδού ο σοσιαλισμός!
Από τον ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΡΔΑΣΗ
Ελευθεροτυπία
Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου