Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Ευέλικτη εργασία ή γενική εξαθλίωση;

Υπάρχουν δύο επιχειρήματα που δικαιολογούν την «ελαστικοποίηση» και την αποθέσμιση της εργασίας, η οποία επιχειρήθηκε σε όλο σχεδόν τον κόσμο από τη δεκαετία του 1990 και επανέρχεται μετ΄ επιτάσεως από ορισμένες πλευρές στην Ελλάδα, σήμερα. Το πρώτο αφορά τη μείωση του κόστους εργασίας και το δεύτερο ότι πράγματι αύξησε την απασχόληση.
Δεν θα σχολιάσω το πρώτο επιχείρημα, γίνεται λόγος στον τελευταίο Εconomist(8625/4.4.09) για μια συγκλονιστική ανακατανομή του πλούτου υπέρ των πλουσίων από τη δεκαετία του 1980. Μεταξύ 1947-1979, το ανώτερο 0,1% του πληθυσμού κέρδιζε 20 φορές περισσότερα από το υπόλοιπο 90%. Το 2006 κέρδιζε 77 φορές περισσότερα. Ωστόσο, το μέσο ημερομίσθιο του αμερικάνου εργάτη το 2007 δεν ξεπερνούσε εκείνο του 1978 σε πραγματικές τιμές....

Θα σχολιάσω όμως το δεύτερο επιχείρημα που αφορά τη μεγέθυνση της απασχόλησης. Τα ποσοτικά στοιχεία και τα γραφήματα δείχνουν πράγματι μια μεγέθυνση της απασχόλησης μέσα από την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας. Αλλά οι όροι που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ένα πρόβλημα είναι μέρος του παραδείγματος το οποίο θέτει και το πρόβλημα και τη λύση του. Με απλά λόγια: Ποια είναι η ποιότητα της «απασχόλησης» που αυξάνεται; Μπορεί ο ίδιος όρος να στεγάσει τρομακτικά διαφορετικές εμπειρίες και δραστηριότητες, και μπορούν αυτές να περιγραφούν με τον ίδιο όρο;

Τι σημαίνει «μεταρρύθμιση»
Μια περιγραφή της ποιότητας εργασίας που επιβάλλουν οι νέες ρυθμίσεις είναι μια μελέτη που εκπονήθηκε από το Ερευνητικό Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ για τους απασχολουμένους στην καθαριότητα και στην ασφάλεια (security). Η έκθεση αυτή πρέπει να μας προβληματίσει όχι μόνο γιατί σχετίζεται με τις εργασιακές σχέσεις και με τη σημασιολογία του όρου «μεταρρύθμιση», αλλά και για την ποιότητα της δημοκρατίας μας.

Εκείνο που παρατηρεί κανείς είναι εργαζόμενους των οποίων τα δικαιώματα καταστρατηγούνται συστηματικά, οι οποίοι μαζί με τη σύμβαση που υπογράφουν, υπογράφουν και την απόλυσή τους, οι οποίοι αμείβονται πολύ κάτω από τις κατώτατες συμβάσεις εργασίας (αναφέρονται έως και 450 ευρώ), με καθυστερήσεις μηνών και όπου το ποσό που λαμβάνουν δεν αντιστοιχεί στο ποσό που υπογράφουν ότι λαμβάνουν, οι οποίοι μεταφέρονται απροειδοποίητα από τη μια βάρδια και από τη μια εγκατάσταση στην άλλη, όπου δεν υπάρχει καμιά κανονικότητα στο ωράριο, όπου η ανασφάλεια καλλιεργείται εμπρόθετα με το να μην μπορεί να γνωρίζει ο εργαζόμενος πού και πότε και με ποιους θα δουλέψει το επόμενο 24ωρο. Οπου οι εργαζόμενοι τρομοκρατούνται ώστε να μη διεκδικήσουν όσα δικαιούνται, ακόμη και σε περιπτώσεις ατυχημάτων, όπου εκβιάζονται για να υποχωρήσουν ακόμη και στα κεκτημένα, όπου δεν τηρείται κανείς κανονισμός υγιεινής, όπου η προσβολή της προσωπικότητάς τους είναι ο κανόνας και όπου υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί μέρος της διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις εταιρείες ενοικίασης και στους οργανισμούς-πελάτες, και όπου ο υφυπουργός Εργασίας αναγκάστηκε δύο φορές να εκδώσει εγκυκλίους ώστε οι δημόσιοι οργανισμοί που συνάπτουν συμβόλαια με εταιρείες που ενοικιάζουν εργαζομένους να ελέγχουν αν οι τελευταίες τηρούν ή παραβιάζουν τη νομοθεσία. Οι εργολαβικές επιχειρήσεις ανακαλύπτουν συνεχώς νέους νομιμοφανείς τρόπους με στόχο την παράνομη καταστρατήγηση θεμελιωδών εργατικών και ασφαλιστικών κανόνων. Οι εργαζόμενοι εμφανίζονται να υπογράφουν τροποποιητικές συμβάσεις, από τις οποίες προκύπτει ότι οι ίδιοι αποφάσισαν ελεύθερα και μαζικά να περικόψουν μισθολογικά και ασφαλιστικά τους δικαιώματα.

Μαύρη λίστα και μαύρες τρύπες
Για το προσωπικό των εταιρειών αυτών, που αποτελείται κυρίως από μετανάστες και γυναίκες, δηλαδή από τις ευπαθείς και αδύναμες κοινωνικές ομάδες, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, βασική κατάκτηση της δημοκρατίας μας, είναι άγνωστο και ακόμη τιμωρείται με απόλυση και ένταξη στη «μαύρη λίστα» ώστε να μην μπορούν να βρουν δουλειά σε άλλες εταιρείες. Μάλιστα, μεγάλες εταιρείες ενοικίασης εργαζομένων ιδρύουν τα δικά τους σωματεία που παρεμβαίνουν υπέρ της εργοδοσίας στο υπουργείο και τα οποία προσφέρουν σε αντάλλαγμα υπηρεσίες στις μεγάλες κομματικές παρατάξεις της ΓΣΕΕ. Συνοψίζοντας, πρόκειται για έναν χώρο εξαίρεσης από τον νόμο, (a state of exemption) σύμφωνα με τον ορισμό του G. Αgamben, έναν χώρο ο οποίος αποτελεί μέρος ενός δικτύου από μαύρες τρύπες της δημοκρατίας.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της έκθεσης, μπορεί κανείς να έχει την αίσθηση ότι διαβάζει κείμενα του Ντίκενς για τη βιομηχανική Αγγλία του 19ου αιώνα. Δυστυχώς η ανεπαρκέστατη οργάνωση της Επιθεώρησης Εργασίας είναι τέτοια που δεν μας επιτρέπει να έχουμε και άλλες εκθέσεις σε κλάδους που γνωρίζουμε ότι επικρατούν παρόμοιες συνθήκες. Αλλά μήπως πρόκειται για μεμονωμένες καταστάσεις οι οποίες δεν σχετίζονται με το καθεστώς της ευέλικτης εργασίας γενικά;

Από σύμβαση σε σύμβαση
Δυστυχώς η απάντηση δεν μπορεί να είναι θετική. Αφορά και πεδία ελαστικοποίησης της εργασίας με εργαζόμενους με υψηλότατα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Λ.χ. τα πανεπιστήμια, κυρίως τα περιφερειακά, βασίζονται σε ένα ευέλικτο προσωπικό που προσλαμβάνεται με τον Ν. 407. Πολλοί από αυτούς πληρώνονται ακόμη και με καθυστέρηση δύο χρόνων από τη θητεία τους, ενώ πρέπει να δανείζονται για εισιτήρια και διαμονή για την εβδομαδιαία μετακίνησή τους. Συνήθως τα πανεπιστήμια «σπάνε» τις συμβάσεις σε δύο ή τέσσερα μερίδια, έτσι ώστε με μία σύμβαση απασχολούν δύο ή τέσσερις διδάσκοντες, οι οποίοι λαμβάνουν το ένα δεύτερο ή τέταρτο της αμοιβής. Επειδή κανείς δεν ξέρει αν θα βρεθεί στο ίδιο πανεπιστήμιο το επόμενο εξάμηνο, πολλοί αναγκάζονται να έχουν ένα τέταρτο της σύμβασης λ.χ. στη Θράκη και το άλλο τέταρτο στην Κρήτη, ταξιδεύοντας κάθε εβδομάδα. Παραλείπω την ευάλωτη θέση αυτών των νέων εργαζομένων οι οποίοι υποτίθεται ότι αποτελούν το επιστημονικό μέλλον της χώρας. Πολλοί βρίσκονται στην κατάσταση αυτή για περισσότερα από δέκα χρόνια.

Ενα μεγάλο μέρος του νεανικού πληθυσμού ζει με αυτή την προσωρινότητα από σύμβαση σε σύμβαση, ανασφάλιστο ή με δελτίο παροχής υπηρεσιών και με γλίσχρες και ακανόνιστες αμοιβές. Αν δεν υπήρχαν τα οικογενειακά αποθέματα τα οποία σχηματίστηκαν από τη λεγόμενη «προστατευμένη» εργασία των γονέων τους, αυτές οι γενιές δύσκολα θα διέφευγαν μια γενικευμένη εξαθλίωση. Επομένως, όταν προβάλλεται το επιχείρημα ότι οι νέες μορφές ευέλικτης εργασίας μεγεθύνουν την απασχόληση, για ποια απασχόληση μιλάμε; Είμαστε βέβαιοι ότι αυτή η ανασφαλής και προσβλητική για την αξιοπρέπεια των ανθρώπων δραστηριότητα αποτελεί την απάντηση στο πρόβλημά μας; Είμαστε βέβαιοι ότι αυτού του τύπου τις «μεταρρυθμίσεις» θέλουμε;

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου