Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Το ελιξίριο του καπιταλισμού

Όταν χορηγείς σε κάποιον αυξημένες ενέσεις κορτιζόνης, ο πόνος εξαφανίζεται «ως δια μαγείας» και δεν αισθάνεται πλέον καμία ενόχληση. Επίσης, όταν ένας αθλητής παίρνει «διεγερτικά», η απόδοση του πολλαπλασιάζεται και μπορεί να επιτύχει απίστευτες επιδόσεις. Αντίστοιχα, όταν σε μια υπερχρεωμένη επιχείρηση, στην Οικονομία ευρύτερα, «προσθέσεις» αφειδώς ρευστότητα, δημιουργείς μία απατηλή εικόνα ευφορίας, η οποία εξαφανίζει αμέσως όλα τα συμπτώματα της αρρώστιας.
Το κοινό σημείο και στις τρείς παραπάνω περιπτώσεις είναι το ότι η μαγική «θεραπεία», αφενός μεν διαρκεί όσο και η «επίδραση» των φαρμάκων, αφετέρου δε επιδεινώνει την «ασθένεια», η οποία ενίοτε γίνεται θανατηφόρα. Έτσι λοιπόν, ο «ασθενής» θεραπεύεται βραχυπρόθεσμα, ενώ ουσιαστικά τοποθετείται στον «ορό» - αφού δεν μπορεί πια να «λειτουργήσει», χωρίς τη συνεχώς αυξανόμενη ποσότητα των χορηγουμένων φαρμάκων. Στο τέλος, δεν πεθαίνει από την αρρώστια, αλλά από τα ίδια τα φάρμακα που υποχρεώθηκε να καταναλώσει.

Όμως, ειδικά όσον αφορά τις επιχειρήσεις, τους καταναλωτές και το δημόσιο, την Οικονομία γενικότερα, τα «φάρμακα» υπάρχουν σε περιορισμένες ποσότητες, με αποτέλεσμα η εξασφάλιση τους να μην είναι δεδομένη για όλους. Επομένως, αυτός που θα προλάβει, έχοντας τις καλύτερες προϋποθέσεις (ευρωστία, πιστοληπτική ικανότητα κλπ), θα πάρει τα περισσότερα και μάλιστα στην καλύτερη δυνατή τιμή (επιτόκιο εν προκειμένω), αφού αυτή υπόκειται στους κανόνες της ζήτησης και της προσφοράς.
Ταυτόχρονα, θα θελήσει να εξασφαλίσει περισσότερα από όσα έχει ανάγκη (όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα φάρμακα σε περιόδους επιδημιών), όχι μόνο για σιγουριά (ρεζέρβες), αλλά γνωρίζοντας με σαφήνεια ότι θα ακριβύνουν στο μέλλον. Το πραγματικό ελιξίριο του καπιταλισμού, τα μετρητά χρήματα δηλαδή που επινοήθηκαν από τον ίδιο σαν το ιδανικό ανταλλακτικό μέσον για την εξασφάλιση της λειτουργίας του, φαίνεται ότι θα τοποθετηθούν σε πρώτη προτεραιότητα, «επισκιάζοντας» αισθητά όλες τις υπόλοιπες.
Η πρώτη «υπόθεση εργασίας» λοιπόν είναι πως τα μετρητά χρήματα, θα γίνουν σύντομα το πολυτιμότερο αγαθό στον κόσμο, υποσκελίζοντας το πετρέλαιο, τα βασικά μέταλλα και πολλές άλλες κατηγορίες «εμπορευμάτων». Η δεύτερη είναι πως θα απορροφηθούν από τους ισχυρότερους της αγοράς σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από τις συνήθεις, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο την ήδη πάσχουσα αγορά (πραγματική Οικονομία) και επιταχύνοντας τον (εθνικό και επιχειρηματικό) «μονοπωλισμό» της.
Επομένως, πιθανότατα θα τεθεί ξανά σε λειτουργία ο «καθοδικός σπειροειδής κύκλος» που εν πρώτοις κατάφεραν τα κράτη (με ενέσεις κορτιζόνης - τύπωμα χρημάτων δηλαδή κλπ) να επιβραδύνουν σε κάποιο βαθμό. Εάν τα γεγονότα αυτά υποδηλώνουν ότι, ο καπιταλισμός ευρίσκεται πλέον σε τροχιά παρακμής, μάλλον δεν θα αργήσουμε να το διαπιστώσουμε.
Τα χρήματα θα γίνουν σύντομα το πολυτιμότερο αγαθό στον κόσμο
Για να τεκμηριώσουμε την παραπάνω «υπόθεση εργασίας» μας, θα ξεκινήσουμε με τη διαπίστωση ότι, μέχρι το ξέσπασμα της «χρηματοπιστωτικής κρίσης», η ρευστότητα που υπήρχε στο «σύστημα» φαινόταν ανεξάντλητη. Τα χρηματιστήρια βρισκόταν στα ύψη, οι τράπεζες προσέφεραν φτηνές πιστώσεις σε μεγάλη έκταση και με αμφιλεγόμενες εγγυήσεις, ενώ τα επενδυτικά κεφάλαια αγόραζαν τη μία εταιρεία μετά την άλλη, χρηματοδοτώντας σχεδόν εξ ολοκλήρου τις δραστηριότητες τους με ξένα κεφάλαια.
«Γονιμοποιημένοι» από τις καινούργιες αυτές επενδυτικές ευκαιρίες οι ηγέτες των πολυεθνικών εταιρειών «αριστοποιούσαν» τους ισολογισμούς τους, έτσι ώστε να χρηματοδοτούνται ευκολότερα, με φθηνά χρήματα. Οι αυξήσεις κεφαλαίου μέσω των χρηματιστηρίων (όπου οι επενδυτές ουσιαστικά «παραιτούνται» από τόκους και προθεσμίες επιστροφής των χρημάτων τους, προς όφελος της συμμετοχής στις επιχειρήσεις – μερίσματα, υπεραξίες κλπ), δεν ήταν πλέον ενδιαφέρουσες, αφού η νέα μορφή χρηματοδότησης (δάνεια) ήταν πολύ πιο συμφέρουσα. Εκτός αυτού οι επιχειρήσεις (τράπεζες, βιομηχανίες κ.α.), υπό την πίεση της απόδοσης των Ιδίων Κεφαλαίων τους, προτιμούσαν τη μείωση τους (μέσω επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους κλπ), αντικαθιστώντας τα με δάνεια.
Όποιος δεν συμμετείχε στο «πιστωτικό όργιο», είτε αυτός ήταν επιχείρηση, είτε κράτος η απλός καταναλωτής, θεωρούταν αξιωματικά ότι ήταν υπερσυντηρητικός, με πεπαλαιωμένες δομές και χαμηλό πνευματικό επίπεδο. Το κόστος της πίστωσης, οι τόκοι και τα χρεολύσια, όπως επίσης η παροχή αυξημένων εγγυήσεων (ακίνητα κλπ) ήταν αδιάφοροι παράγοντες, εν όψει των μελλοντικών «ωφελειών» από τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη και την παγκοσμιοποίηση.
Πολλές επιχειρήσεις έτρεφαν επί πλέον την αυταπάτη, είχαν την ψευδαίσθηση καλύτερα ότι, με δεδομένη την υπερβάλλουσα ρευστότητα, θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να βρουν φθηνά χρήματα. Δυστυχώς δεν έδιναν καμία σημασία στο γεγονός ότι, η ρευστότητα αυτή ήταν και είναι συγκεντρωμένη σε λίγους - κάτι που έχει αυξήσει σε μεγάλο βαθμό την «κινητικότητα» της, καθώς επίσης το μέγεθος, αλλά και τη συχνότητα του «πανικού» της, ο οποίος πολλές φορές την οδηγεί στην απότομη «απόσυρση» της από τα τεκταινόμενα.
Έτσι, οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι αγόραζαν συν τοις άλλοις «μαζικά» δικές τους μετοχές, με στόχο τη μείωση του υφιστάμενου αριθμού τους και την αύξηση της απόδοσης για τους μετόχους τους (το ίδιο καθαρό κέρδος, επιμερισμένο σε λιγότερες μετοχές, έχει σαν αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες αποδόσεις). Περιορίζοντας με αυτόν, αλλά και με άλλους τρόπους τα δήθεν περιττά Ίδια κεφάλαια τους, μεγέθυναν δημιουργικά τη «χρηματοπιστωτική» απόδοση τους, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής τους.
Για παράδειγμα, η Mercedes αγόρασε μέσα σε δύο χρόνια δικές της μετοχές αξίας 7,6 δις €, με μέση τιμή τα 40 € ανά μετοχή. Για σύγκριση, ο καινούργιος επενδυτής από το Abu Dhabi που εισήλθε πρόσφατα στο μετοχικό της κεφάλαιο, πλήρωσε μόλις 20 € ανά μετοχή – τα μισά δηλαδή. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τις αδυναμίες της διοίκησης του μεγάλου αυτού ομίλου, ο οποίος ήταν ένας από τους πολλούς που οδηγήθηκαν σε τέτοιας έκτασης εσφαλμένες αποφάσεις (το να θεωρούμε λοιπόν τον «ιδιωτικό» τομέα αλάνθαστο, σε αντιπαράθεση με το δημόσιο, δεν είναι πάντοτε σωστά τεκμηριωμένο, αφού οι υπερμεγέθεις πολυεθνικές επιχειρήσεις διαφέρουν ελάχιστα από τις κρατικές).
Σήμερα, σε πλήρη αντίθεση με το παρελθόν, όποια επιχείρηση δεν έχει υψηλά ίδια κεφάλαια, «τιμωρείται» αυτόματα τόσο από τα χρηματιστήρια, όσο και από τις τράπεζες. Οι υφιστάμενες πιστώσεις, εάν και εφ όσον ανανεώνονται, τότε μόνο με εξαιρετικά επαχθείς όρους (επιτόκια, εγγυήσεις), ενώ πολύ δύσκολα εγκρίνονται καινούργιες. Οι «τιμολογήσεις» του ρίσκου για τα επιχειρηματικά ομόλογα έχουν φτάσει στα ύψη, ενώ οι νέες «εισροές» χρημάτων, με τη μορφή αυξήσεων Κεφαλαίου ή ιδιωτικών συμμετοχών, είναι πλέον σπάνιο γεγονός.
Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο (έγκριση δανείων, αύξηση κεφαλαίου κλπ), τότε οι «αποδέκτες» της νέας ρευστότητας είναι μόνο οι εξαιρετικά υγιείς επιχειρήσεις – κάτι που επίσης ισχύει τόσο για τους καταναλωτές, όσο και για τα ίδια τα κράτη. Όλες οι υπόλοιπες εταιρείες, ειδικά οι μικρομεσαίες, είναι πια υποχρεωμένες είτε να ζητήσουν τη βοήθεια των κρατών, επικαλούμενες κυρίως την προστασία των θέσεων εργασίας, είτε να δηλώσουν αδυναμία πληρωμών, καταθέτοντας αίτηση χρεοκοπίας.
Περαιτέρω, οι κλάδοι των κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου (Hedge Fund) και των ιδιωτικών κεφαλαίων (Private Equity), οι οποίοι στο παρελθόν «βοηθούσαν» στην εξασφάλιση χρημάτων, καθώς επίσης στην εξαγορά των προβληματικών ή μη επιχειρήσεων, ευρίσκονται σε μεγάλη κρίση.
Τα περιουσιακά στοιχεία που διαχειρίζονται παγκοσμίως τα Hedge Funds έχουν μειωθεί κατά 1,2 τρις $ - μία συρρίκνωση δηλαδή της τάξης του 40%. Ο κλάδος στο παρελθόν εξαγόραζε επιχειρήσεις σχεδόν εξ ολοκλήρου επί πιστώσει, αφού το τίμημα, οι τόκοι δηλαδή των δανειακών κεφαλαίων, πληρωνόταν από τις ίδιες τις εξαγορασθείσες επιχειρήσεις. Οι δυνατότητες αυτές, για πολλούς και διάφορους λόγους, έχουν πλέον εξαλειφθεί, με αποτέλεσμα αρκετοί υπερχρεωμένοι όμιλοι να καταθέτουν μαζικά αιτήσεις χρεοκοπίας.
Τα ιδιωτικά κεφάλαια (Private Equity) με τη σειρά τους, για να δανείσουν πια χρήματα στις προβληματικές επιχειρήσεις, προϋποθέτουν τουλάχιστον την «απόσβεση» μέρους των υφιστάμενων χρεών τους από τις τράπεζες. Εάν δηλαδή μία βιομηχανία οφείλει στις τράπεζες 100 €, τα ιδιωτικά κεφάλαια «απαιτούν» την «εφ άπαξ» μείωση τους τουλάχιστον στα 50 €, πριν ακόμη αποφασίσουν να επενδύσουν τα δικά τους χρήματα.Οι τράπεζες όμως, οι οποίες στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να αποσβέσουν «αξίες» (επισφάλειες) από τους Ισολογισμούς τους, δεν συμφωνούν με τέτοιου είδους ενέργειες – πόσο μάλλον αυτές που έχουν «πληγεί» από τα ενυπόθηκα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης (Subprime) στις Η.Π.Α. «Η προθυμία των τραπεζών να εγκρίνουν νέα δάνεια στις επιχειρήσεις για την εξόφληση των ληγμένων (για τον αναδανεισμό τους δηλαδή), καθώς επίσης η εκχώρηση των δανείων αυτών με έκπτωση σε τρίτους, είναι μηδαμινή – αν όχι ανύπαρκτη», λέει χαρακτηριστικά ο γενικός διευθυντής μίας εξειδικευμένης επενδυτικής εταιρείας.

Οι περισσότερες τράπεζες άλλωστε, στην προσπάθεια τους να επιτύχουν υψηλές αποδόσεις των Ιδίων Κεφαλαίων τους (από 25% και άνω!), είχαν μειώσει κατά πολύ την κεφαλαιακή τους βάση. Επομένως, έχουν οι ίδιες την ανάγκη εύρεσης μεγάλων ποσοτήτων χρημάτων. Σύμφωνα με τον καθηγητή χρηματοοικονομικών του Πανεπιστημίου του Bochum, οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που διαπραγματεύονται στο δείκτη μεγάλης κεφαλαιοποίησης της Γερμανίας (DAX) έχουν κατά μέσον όρο μόλις 5,07% Ίδια Κεφάλαια. Επί πλέον, παρά το ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία, ο «υποχρεωτικός» δείκτης Ιδίων Κεφαλαίων είναι μόλις 4%, επιδιώκουν τουλάχιστον 10% για να ανταπεξέλθουν με τις νέες συνθήκες.

Έτσι λοιπόν, «τα χρήματα ηγούνται της ζήτησης» σήμερα, έχοντας καταλάβει τη σπουδαιότερη θέση μεταξύ των πάσης φύσεως εμπορευμάτων, αφού αποτελούν το νούμερο ένα αντικείμενο της επιθυμίας όλων των συναλλασσομένων (κρατών, επιχειρήσεων και ιδιωτών), στις διεθνείς αγορές.

Τα χρήματα θα απορροφηθούν από τους ισχυρότερους της αγοράς, σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από τις συνήθεις
Τεκμηριώνοντας τώρα τη δεύτερη «υπόθεση εργασίας» μας, θα ξεκινήσουμε με το ότι, οι μεγάλες κυρίως επιχειρήσεις, χρησιμοποιούν κάθε δυνατότητα εξασφάλισης κεφαλαίου, τόσο για την «επιδιόρθωση» των Ισολογισμών τους, όσο και σαν «απόθεμα ασφαλείας» για δύσκολους καιρούς. Επιθυμούν να αποδείξουν πλέον ότι έχουν ουσιαστική αξία και ισχύ, για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν με τους νέους προβληματισμούς - ιδιαίτερα με την επιφυλακτικότητα των επενδυτών και την έντονη δυσπιστία των τραπεζών.
Στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις τους, προσπαθούν να εγκρίνουν οι μέτοχοι τους αυξήσεις Κεφαλαίου, οι οποίες φτάνουν συχνά στο 50% των κατατεθειμένων. Η θέση τους αυτή τεκμηριώνεται με το ότι, τα υψηλά ίδια κεφάλαια καλυτερεύουν την αξιολόγηση της επιχείρησης από τις διεθνείς εταιρείες, εξασφαλίζοντας τους πρόσβαση σε δάνεια με κάπως «υποφερτές προϋποθέσεις.
Σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον οι περισσότερες πολυεθνικές βιάζονται να εξασφαλίσουν μία κεφαλαιακή υπερεπάρκεια με κάθε μέσον, προλαβαίνοντας την έντονη «στενότητα» που προβλέπουν ότι θα ακολουθήσει - το αργότερο όταν τα μεγάλα κράτη αρχίσουν να αναζητούν χρηματοδότηση για τα προγράμματα αναθέρμανσης των οικονομιών τους, τα οποία έχουν ήδη ανακοινώσει.
Για παράδειγμα η Bayer, παρά το ότι λόγω της φύσης της (μικτός όμιλος) δεν έχει υποστεί ακόμη μεγάλες «αναταράξεις» από την παγκόσμια ύφεση, εξέδωσε ομόλογα αξίας 1,3 δις € με απόδοση 4,6% (επιτόκιο), τοποθετώντας στη συνέχεια όλα τα χρήματα που εισέπραξε σε έναν λογαριασμό-ρεζέρβα. Κάτι ανάλογο υποθέτουμε ότι προγραμματίζει και η Εθνική Τράπεζα, κρίνοντας από τη μεγάλη αύξηση κεφαλαίου που εισηγήθηκε πρόσφατα η διοίκηση της.
Η ΜΑΝ με τη σειρά της, θέλοντας να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση της αγοράς φορτηγών αυτοκινήτων από τους πελάτες της, για να μη μειωθεί ο τζίρος της, αναγκάστηκε να αυξήσει τα κεφάλαια που διαθέτει για το συγκεκριμένο σκοπό από 600 εκ. €, στα 2,5 δις €. Πολλές άλλες εταιρείες δε, εκδίδουν πλέον ομόλογα ονομαστικής αξίας 1.000 €, αντί της συνήθους των 50.000 €, έτσι ώστε να προσελκύσουν ακόμη και τους μικροεπενδυτές. Όλες οι υπόλοιπες, αυτές δηλαδή που δεν μπορούν πια να βρουν τα κεφάλαια που χρειάζονται, απευθύνονται στο δημόσιο, «παρακαλώντας» για εγγυήσεις, έτσι ώστε να κερδίσουν τουλάχιστον τον απαιτούμενο χρόνο για την εύρεση επενδυτών.
Αντίστοιχα με τις πολυεθνικές και λοιπές επιχειρήσεις, πιθανολογούμε ότι τα κράτη θα θελήσουν επίσης να εξασφαλίσουν «υπερβάλλουσα» ρευστότητα, τόσο για τις ανάγκες των προγραμμάτων αναθέρμανσης των οικονομιών τους που έχουν ήδη εξαγγείλει, όσο και για ενδεχόμενες μελλοντικές, απορροφώντας με τη σειρά τους μεγάλες ποσότητες χρημάτων. Προφανώς θα προτιμηθούν τα ισχυρότερα από τις αγορές, όπως συνήθως συμβαίνει και με τις επιχειρήσεις, οπότε το πρόβλημα θα παρουσιαστεί επαυξημένο για τα μικρότερα.
Επομένως, τα χρήματα όχι μόνο θα απορροφηθούν από τους πλέον εύρωστους της αγοράς, αλλά και σε μεγαλύτερες ποσότητες από τις αναγκαίες ή τις συνήθεις. Στη συνέχεια, είναι πολύ πιθανόν τα υπερβάλλοντα αυτά χρήματα, συγκεντρωμένα σε ακόμη πιο λίγους, να διατεθούν για την μεγαλύτερη «διόγκωση» των ηγετικών επιχειρήσεων μέσω εξαγορών (ολιγοπώλια), καθώς επίσης για την αύξηση της επιρροής των οικονομικά ισχυρών κρατών (γεωπολιτικές ανακατατάξεις).
Το πρόβλημα των Ισολογισμών
Διευρύνοντας κάπως την ανάλυση μας, κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε στο γενικότερο πρόβλημα των Ισολογισμών – στη διαφάνεια τους καλύτερα και στην ορθότητα τους, στοιχεία τα οποία ευρίσκονται σήμερα απέναντι σε εξαιρετικά δύσπιστους επενδυτές και δανειστές.
Όπως πάντοτε συμβαίνει σε περιόδους «άμετρης χρηματιστηριακής ευφορίας» οι επιχειρήσεις, στην προσπάθεια τους να «τεκμηριώσουν» τις υψηλές τιμές των μετοχών τους, «ωραιοποιούν» με διάφορους τρόπους τους Ισολογισμούς τους. Για παράδειγμα, αυξάνουν μεταξύ άλλων κατά πολύ τις προσδοκίες μελλοντικών κερδών από τις νέες εταιρείες που εξαγοράζουν, επικαλούμενες αναδιαρθρώσεις, οικονομίες κλίμακας κλπ.
Οι ίδιες αυτές επιχειρήσεις εγγράφουν επίσης στους Ισολογισμούς τους υψηλά Goodwill των εταιρειών που εξαγοράζουν, κάποιες φορές στηριζόμενες στις τρέχουσες αξίες των μετοχών τους. Σε «πτωτικές» περιόδους όμως, είναι υποχρεωμένες να «αποσβέσουν» τα μεγέθη αυτά, με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα («αναπροσαρμογή» με βάση την τρέχουσα αξία της μετοχής), ή τις απαιτήσεις των δανειστών τους.
Πολύ συχνά, το Goodwill εμφανίζεται ξαφνικά υψηλότερο από τα ίδια κεφάλαια της θυγατρικής, γεγονός που υποδηλώνει το ρίσκο δισεκατομμυρίων που «κρυβόταν» πίσω από τις λογιστικές εγγραφές. Αμέσως μόλις εμφανισθεί το πρόβλημα, περιορίζονται σημαντικά οι «εμπράγματες» εγγυήσεις που πίστευαν πως είχαν οι τράπεζες στη διάθεση τους, έναντι των δανείων που παρείχαν, με αποτέλεσμα να απαιτούν πανικοβλημένες την επιστροφή τους.
Για παράδειγμα, οι «αστυνομικοί Ισολογισμών» του γερμανικού δημοσίου ανακάλυψαν πρόσφατα ότι, ο όμιλος ηλιακής ενέργειας Conergy ωραιοποίησε το 2007 ποικιλοτρόπως τους Ισολογισμούς του, εμφανίζοντας καθαρά κέρδη 2,3 εκ. €, αντί ζημίες 57,2 εκ. €, με αποτέλεσμα να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον της διοίκησης του. Κατά τους γερμανούς «αστυνομικούς», το 25% των ελεγχομένων εταιρειών παρουσιάζει τέτοιου είδους λογιστικές «αποκλίσεις», με εξαιρετικά δυσμενή αποτελέσματα για την οικονομία της χώρας.
Αντίστοιχοι προβληματισμοί υπάρχουν και για τα κράτη, όπου τα επίσημα στοιχεία τους, οι Ισολογισμοί τους κατά κάποιον τρόπο, αμφισβητούνται όλο και πιο συχνά (τις περισσότερες φορές αιτιολογημένα). Έτσι λοιπόν, τόσο το δημόσιο χρέος τους, όσο και τα ελλείμματα τους αναπροσαρμόζονται αρνητικά, με εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις αφενός μεν για την πιστοληπτική τους ικανότητα, αφετέρου δε για το κόστος του δανεισμού τους (επιτόκιο κλπ).
Σχετικά με τους καταναλωτές και τους δικούς τους «Ισολογισμούς», αρκεί να αναφερθούμε στις συνθήκες που επικράτησαν και συνεχίζουν να εξελίσσονται στις Η.Π.Α., για να αναδείξουμε το μέγεθος του προβλήματος. Πολύ περισσότερο όταν η υπερβολή των ακινήτων στις Η.Π.Α. (αλλά και αλλού), η «φούσκα» δηλαδή, έχει μόνο εν μέρει «σπάσει», ενώ όλοι γνωρίζουμε ότι μία φούσκα ποτέ δεν σπάει κατά το ήμισυ.
Σύμφωνα με τον αμερικανό οικονομολόγο κ Roubini, οι επισφάλειες επί των αμερικανικών ακινήτων υπολογίζονται στα 3,5 τρις $, ενώ έχουν εγγραφεί ζημίες ύψους μόλις 1,5 τρις $. Επί πλέον, στα τέλη του 2007, περίπου 8 εκ. αμερικανικές οικογένειες ήταν υπερχρεωμένες ή δεν είχαν δικά τους χρήματα - το 2008 ήταν ήδη 16 εκ. οικογένειες.
Εάν όμως πέσουν οι τιμές των ακινήτων ακόμη κατά 30%, όπως υπολογίζεται να συμβεί στο τέλος της κρίσης, 25 εκ. αμερικανοί θα έχουν πια αρνητικά «Ίδια Κεφάλαια» (το 1/3 των οικογενειών στις Η.Π.Α. με ιδιόκτητη κατοικία), με ανυπολόγιστες συνέπειες για την εσωτερική κατανάλωση (το 70% του ΑΕΠ), την αμερικανική και την παγκόσμια Οικονομία εν γένει. Προφανώς οι Η.Π.Α. δεν είναι η Ρωσία του 1998, ούτε οι Ασιατικές τίγρεις λίγο πιο πριν - οπότε η παγκόσμια Οικονομία θα επιβαρυνθεί τελικά κατά πολύ περισσότερο σε σχέση με τότε, λόγω της αναγκαστικής συρρίκνωσης των αμερικανικών μεγεθών, καθώς επίσης της διόγκωσης των εκεί προβλημάτων.
Υπερπληθωρισμός με κυοφορούμενο απολυταρχισμό;
Συμπερασματικά λοιπόν, από τη μία πλευρά απορροφώνται, κυρίως από τους ισχυρούς των αγορών, μεγάλες ποσότητες κεφαλαίων (είτε από ανάγκη, είτε από ανασφάλεια), ενώ από την άλλη περιορίζονται συνεχώς οι «εμπράγματες αξίες» (μετοχές, ακίνητα κλπ), με αντίστοιχη φυσικά μείωση των πιστωτικών εγγυήσεων.
Δηλαδή, αφενός μεν αφαιρούνται χρήματα από το «σύστημα», αφετέρου δε «καίγονται» αξίες, με αποτέλεσμα να μειώνεται διαρκώς το «αντίκρισμα», με βάση το οποίο χορηγούνταν μέχρι σήμερα πιστώσεις ή εκτυπώνονταν νομίσματα, από τις κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο.
Παρά το ότι όμως το «αντίκρισμα» μειώνεται («καίγονται» οι αξίες) και τα ΑΕΠ των περισσοτέρων χωρών συρρικνώνονται σε μεγάλο βαθμό, οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν «μη συμβατικά» την ποσότητα των προσφερομένων χρημάτων, «αντιδρώντας» με τον τρόπο αυτό μόνο στο πρόβλημα της «απορρόφησης της ρευστότητας».Δεν συμπεριλαμβάνουν δηλαδή στη σκέψη τους την τεράστια συρρίκνωση των αξιών, οι οποίες κατά κάποιον τρόπο έχουν διαδεχθεί τον κανόνα του χρυσού, αλλά ούτε και την υπερσυγκέντρωση χρημάτων σε λίγους - η οποία θα εμφανιστεί κυριαρχικά, όταν θελήσουν να «αναρροφήσουν» την υπερβάλλουσα ρευστότητα που έχουν διοχετεύσει στις αγορές (η ΕΚΤ πρόσφατα διέθεσε ξανά πάνω από 400 δις € στις τράπεζες!)
Η μόνη λογική εξήγηση της απόφασης τους αυτής δεν είναι προφανώς άλλη, από την ελπίδα τους ότι θα επανέλθουν σύντομα οι «αξίες» στη θέση τους, καθώς επίσης ότι η ύφεση που διανύουμε είναι βραχυπρόθεσμη και παροδική – τύπου V, U ή W δηλαδή, αλλά σε καμία περίπτωση L. Είναι όμως μία τεκμηριωμένη άποψη ή μία αρκετά ασαφής προσδοκία;
Μήπως η «αναδιανομή» των εισοδημάτων στην παγκοσμιοποιημένη αγορά, η οποία ευρίσκεται σε εξέλιξη, ακολουθείται «κατά πόδας» από την «αναδιανομή των αξιών», επίσης σε παγκόσμιο επίπεδο; Δηλαδή, εάν η αξία της γης στην Ευρώπη είναι θεωρητικά 100 € και στην Κίνα 10 €, μήπως η κατεύθυνση «δείχνει» το μέσο όρο – τα 55 € δηλαδή; (πάντοτε αποπληθωριστικά, δηλαδή σε μονάδες σημερινής αγοραστικής αξίας).
Περαιτέρω, όπως αναφέραμε προηγουμένως, πολύ σύντομα τα μεγάλα κράτη θα αρχίσουν να αναζητούν χρηματοδότηση, για τα προγράμματα αναθέρμανσης των οικονομιών τους. Η Γερμανία υπολογίζει με επί πλέον δανειακές ανάγκες άνω των 300 δις € για τα αμέσως επόμενα έτη, οι Η.Π.Α. μόνο για το έτος που διανύουμε θα αναζητήσει κεφάλαια άνω των 2 τρις $, εκδίδοντας ομόλογα κλπ. Η Κίνα όμως, ο μεγαλύτερος αγοραστής αμερικανικών ομολόγων, προσανατολίζεται πια στην αγορά γης και χρυσού στις Η.Π.Α., εγκαταλείποντας τα ομόλογα. Ποιος αλήθεια τότε θα τα αγοράσει; Όπως και να είναι όμως, η αυξημένη «απορρόφηση» της ρευστότητας παγκοσμίως από τα μεγάλα κράτη, αφενός μεν θα εκτινάξει στα ύψη το κόστος του χρήματος (επιτόκια δανεισμού του δημοσίου κλπ), αφετέρου δε θα περιορίσει δραματικά τις δυνατότητες εξασφάλισης δανείων, εκ μέρους των αδύναμων οικονομιών του πλανήτη. Κατά συνέπεια, το ΑΕΠ τους θα συνεχίσει να μειώνεται, η φορολογία θα αυξάνεται επιδεινώνοντας την ύφεση και οι εισαγωγές τους από τα ισχυρά κράτη θα περιοριστούν αισθητά - οπότε ο καθοδικός σπειροειδής κύκλος θα εμφανισθεί ενισχυμένος, παρασύροντας στη δίνη του τόσο τα μικρά, όσο και τα μεγάλα κράτη.
Συνεχίζοντας υποθέτουμε ότι, στο «παιχνίδι» της απορρόφησης ρευστότητας θα συμμετέχουν με αξιώσεις και οι καταναλωτές, οι κεντρικές τράπεζες θα τυπώνουν αναγκαστικά νέα χρήματα (συνεχώς αυξανόμενες ενέσεις κορτιζόνης), το κόστος θα αυξάνεται (επιτόκια), οι αξίες που θα αντιπροσωπεύουν (αντίκρισμα) θα μειώνονται και ο πληθωρισμός θα βρει το πλέον πρόσφορο έδαφος που είχε ποτέ στη διάθεση του, ειδικά στις Η.Π.Α. (οι συνεχείς εκκλήσεις της Κίνας για νέο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα δεν είναι καθόλου τυχαίες), εξασφαλίζοντας την αδιάκοπη ανάπτυξη του.
Μία τέτοια εξέλιξη δεν θα μειώσει αργότερα την αξία των μετρητών χρημάτων, οδηγώντας μας από το ένα άκρο στο άλλο; Ακόμη χειρότερα, ο υπερπληθωρισμός δεν είναι αυτός που δημιουργεί τελικά εκείνες τις συνθήκες, μέσα από τις οποίες εμφανίζονται τα απολυταρχικά καθεστώτα;
Κάτι που ξεπερνάει το μέτρο, προκαλεί συνήθως τη μετάπτωση στο αντίθετο του (Πολιτεία)
Προφανώς όλα αυτά, καθώς επίσης τα υπόλοιπα που βρίσκονται σε εξέλιξη, δεν είναι υποχρεωτικό να συμβούν. Αν όμως συνεχίσουμε να επιμένουμε ότι η λύση τους προβλήματος των πιστώσεων που εμείς προκαλέσαμε, είναι η αδιάκοπη αύξηση τους, εάν ξεπεράσουμε εντελώς το «μέτρο», εάν δεν επανεξετάσουμε αντικειμενικά την «καθαρή θέση» μας, εάν δεν περιορίσουμε άμεσα τις επιθυμίες μας και εάν δεν καταπολεμήσουμε τον άμετρο καταναλωτισμό μας, δυστυχώς είναι πιθανόν να συμβούν – ίσως σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από όσο πιστεύουμε.
Καμία αρρώστια δεν θεραπεύεται με «διεγερτικά», ενώ τα όποια συμπτώματα της είναι προς όφελος μας, προστατεύοντας μας από το ανεπανόρθωτο – την ολοκληρωτική καταστροφή εν προκειμένω.
Η μερική αποπαγκοσμιοποίηση (όχι ο πανικοβλημένος προστατευτισμός), η κατάτμηση των πολυεθνικών, η εξυγίανση των τραπεζών (διαχωρισμός σε μετρίου μεγέθους επενδυτικές και εμπορικές), η αναβίωση της μικρομεσαίας επιχείρησης, η εξοικονόμηση περιβαλλοντικών, ενεργειακών και οικονομικών πόρων, καθώς επίσης η πολιτική αναζήτηση ενός καλύτερου δρόμου, με σαφή, εφικτή, ορθολογική και σύγχρονη κατεύθυνση, θα ήταν ενδεχομένως εκείνα τα μέτρα, με βάση τα οποία ο τεράστιος κίνδυνος θα μπορούσε να μετατραπεί σε μία εξαιρετικά μεγάλη ευκαιρία για όλους μας. Σε καμία περίπτωση η περαιτέρω πιστωτική επέκταση και η μετάθεση του προβλήματος επαυξημένου στο μέλλον.
Βασίλης Βιλιάρδος

Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου