Τον εφιάλτη της αποβιομηχάνισης της οικονομίας ζωντανεύει, για άλλη μια φορά, η υπόθεση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά - με τη δεδηλωμένη πρόθεση αποχώρησης του γερμανικού κολοσσού Τyssen Κrupp- και το λουκέτο στην κλωστοϋφαντουργία ΟΤΤΟ Έβρος, που έρχεται να προστεθεί στις δεκάδες επιχειρήσεις οι οποίες κατέβασαν ρολά τα τελευταία χρόνια στη μεταποίηση.
Πρόκειται για δύο νέα κρούσματα στην πορεία αποβιομηχάνισης της χώρας και συρρίκνωσης της βιομηχανικής παραγωγής που έχει αρχίσει από τη δεκαετία του ΄70 και συνδέεται άμεσα με τα κύματα φυγής ξένων επιχειρήσεων, τα οποία ξεσπούν από καιρό σε καιρό. Άλλωστε, πολλά από τα αίτια και στις δύο περιπτώσεις είναι κοινά, όπως λένε οικονομολόγοι και αναλυτές. Στη δίνη ενός τέτοιου κύματος βρίσκεται η Ελλάδα και σήμερα καθώς, πέρα από την πρόθεση των Γερμανών να φύγουν από τον Σκαραμαγκά, ακόμη δύο μεγάλες πολυεθνικές, η Shell και η ΒΡ, οι οποίες δραστηριοποιούνται μάλιστα στον δυναμικό κλάδο της εμπορίας πετρελαιοειδών, αποχώρησαν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ πρόσφατα αποχώρησε και η αυστραλιανή Village Roadshow, παρ΄ ότι ο τομέας της ψυχαγωγίας αναπτύσσεται γοργά και στην Ελλάδα.
Οι σημαντικότερες όμως αποχωρήσεις ξένων επενδυτών έχουν καταγραφεί στο πεδίο της μεταποίησης, η οποία συρρικνώνεται συνεχώς οδηγώντας εκατοντάδες εταιρείες σε λουκέτα, ακόμη και σε τομείς που γνώρισαν σημαντική ανάπτυξη στο παρελθόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το λουκέτο του εργοστασίου τής ΟΤΤΟ Έβρος πριν από μερικές εβδομάδες, μίας από τις εταιρείες του ομίλου Λαναρά, το οποίο δεν αναδεικνύει μόνον τα οικονομικά αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία, αλλά και της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας συνολικά (όλες σχεδόν οι εταιρείες έχουν κλείσει με ζημιές το 2008) και της μεταποίησης γενικότερα.
Ιστορία τεσσάρων δεκαετιών
Η πορεία προς την αποβιομηχάνιση άρχισε να γίνεται αισθητή πριν από τέσσερις δεκαετίες, όταν τρανταχτά ονόματα ελληνικών επιχειρήσεων της εποχής, όπως η Πειραϊκή Πατραϊκή, έβαλαν λουκέτο ανοίγοντας πληγές στις τοπικές κοινωνίες και οδηγώντας στην ανεργία εκατοντάδες εργαζομένους. Την τύχη της ακολούθησαν και συνεχίζουν να ακολουθούν άλλες εταιρείες. Βιομηχανίες από ένα ευρύ φάσμα της παραγωγής έχουν βάλει λουκέτο. Ανάμεσά τους η βιομηχανία ένδυσης Fanco, η κλωστοϋφαντουργία Τρικολάν, το εργοστάσιο της Ιdeal Standard στη Χαλκίδα, η Αλλαντοβιομηχανία Θράκης, η καπνοβιομηχανία Κεράνης, η μεταλλική Χάλυψ, η Βαμβακουργία Βόλου, το εργοστάσιο της Γιούλα στην Ελευσίνα, τα Σωληνουργεία Κορίνθου, τα ΔΕΚΑ Αλλαντικά, η Εριοκλωστοϋφαντουργία, η εταιρεία παραγωγής σαμπουάν ΙΝΚΟ, τα Ελληνικά Σιδηροκράματα.
Τα αποτελέσματα των εξελίξεων επιβαρύνουν πολλές περιοχές που βασίζονταν στη μεταποίηση. Ανάμεσά τους ο Νομός Ροδόπης, στον οποίο ενώ το 2004 λειτουργούσαν 99 εργοστάσια έχουν απομείνει πλέον 45, εκ των οποίων πάνω από τα μισά υπολειτουργούν. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ, ενώ στη δεκαετία του ΄70 η μεταποίηση ήταν ο μεγαλύτερος κλάδος της οικονομίας και αντιστοιχούσε στο 23,2% της παραγωγής, τη πενταετία 1999-2004 μειώθηκε στο 14,9%.
«Δεν έχουμε παραγωγικές επενδύσεις»
Η κατάσταση αναμένεται να χειροτερέψει λόγω της επενδυτικής άπνοιας που εκδηλώνεται, τόσο από εγχώριους όσο και από ξένους επενδυτές. «Η συμμετοχή της μεταποίησης στην παραγωγή είναι πολύ μικρή», επισημαίνει ο κ. Βασίλης Ράπανος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος τονίζει μάλιστα ότι «το κρίσιμο ζήτημα για την Ελλάδα είναι ότι δεν έχουμε παραγωγικές επενδύσεις, ούτε εγχώριες ούτε ξένες».
Γιατί Έλληνες και ξένοι δεν κάνουν παραγωγικές επενδύσεις
Χάσαμε το πλεονέκτημα του χαμηλού κόστους
Αν και η συρρίκνωση της μεταποίησης αποτελεί διεθνές φαινόμενο, στην Ελλάδα πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας μετά τη δεκαετία του ΄70. «Όλες οι ανεπτυγμένες χώρες που στηρίζονταν παλαιότερα στη μεταποίηση, στηρίζουν πλέον τις οικονομίες τους σε υπηρεσίες και κλάδους έντασης της γνώσης», παρατηρεί ο κ. Άγγελος Τσακανίκας, επικεφαλής οικονομικών ερευνών του ΙΟΒΕ. «Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι η μεταποίησή μας στηριζόταν σε χαμηλό εργασιακό κόστος, το οποίο όμως διαθέτουν πλέον άλλες χώρες, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορέσαμε να προσανατολίσουμε την παραγωγή σε κλάδους που στηρίζονται στην καινοτομία». Η κατάσταση επιδεινώθηκε με το άνοιγμα της αγοράς της Κίνας και τη μεταφορά της παραγωγής, από ξένους και Έλληνες, σε χώρες χαμηλού κόστους όπως είναι η Βουλγαρία, η Ρουμανία και άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, όπου οι αμοιβές των εργαζομένων ήταν- και εξακολουθούν να είναισε επίπεδα χαμηλότερα απο τα αντίστοιχα στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχει το υπόβαθρο
Τα δεδομένα αυτά αποθαρρύνουν και τους ξένους να επενδύσουν στη μεταποίηση στη χώρα μας, αυξάνοντας το κύμα της αποβιομηχάνισης. «Στη βιομηχανία δεν υπάρχει το υπόβαθρο που θα βοηθούσε έναν ξένο επενδυτή να λειτουργήσει αποδοτικά. Η έλλειψη βιομηχανικής παραγωγής στην Ελλάδα καθιστά σχεδόν απαγορευτική την εισροή ξένων επενδύσεων στον τομέα αυτόν», επισημαίνει κατηγορηματικά ο κ. Γιώργος Ζομπανάκης, οικονομολόγος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ανάλογο αποτέλεσμα προκαλεί, όπως επισημαίνει ο κ. Γιάννης Στουρνάρας, επιστημονικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, η έλλειψη διακλαδικού εμπορίου το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε συνδυασμό παραγωγής διαφόρων και εξειδικευμένων προϊόντων με άμεσο θετικό αντίκτυπο και στις εξαγωγές.
Επιπλέον τονίζει ότι το ζητούμενο για την περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας δεν είναι μόνο οι επενδύσεις στη μεταποίηση. «Χρειαζόμαστε επενδύσεις και στους τρεις τομείς της οικονομίας, οι οποίες να ξεκινούν από την αρχή της παραγωγικής διαδικασίας και να έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα», δηλώνει ο κ. Στουρνάρας. Αναφέρει δε ως παραδείγματα την ανάπτυξη προϊόντων που σχετίζονται με τη μεσογειακή διατροφή στον πρωτογενή τομέα, την ενίσχυση του ενδοκλαδικού εμπορίου στη μεταποίηση, ενώ υποστηρίζει ότι οι υπηρεσίες προς τους συνταξιούχους (υγεία κ.λπ.) και ιδίως τους Ευρωπαίους έχουν σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης.
Φορολογικός λαβύρινθος και ανατροπές στους φόρους
Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι κρίσιμο ρόλο μπορεί να παίξουν οι ξένοι επενδυτές, αρκεί να αρθούν τα εμπόδια που τους αποτρέπουν ή τους «διώχνουν» από τη χώρα. Το ίδιο ισχύει, βέβαια, και για τους Έλληνες επενδυτές. Στην κορυφή του παγόβουνου βρίσκεται το φορολογικό σύστημα. «Οι επενδυτές αναζητούν ένα ξεκάθαρο και σταθερό φορολογικό πλαίσιο στον έλεγχο των βιβλίων των επιχειρήσεων», επισημαίνει κατηγορηματικά ο κ. Στουρνάρας. Τόσο οι ξένοι όσο και οι Έλληνες επιχειρηματίες διστάζουν να πάρουν το ρίσκο μιας επένδυσης, όταν γνωρίζουν ότι θα κληθούν να λειτουργήσουν υπό την «απειλή» συνεχών ελέγχων και ιδίως σε περασμένες χρήσεις. «Το νέο φορολογικό σύστημα που έχει ανακοινώσει ότι θα παρουσιάσει στην αρχή του επόμενου έτους η κυβέρνηση, θα πρέπει να εφαρμοστεί τουλάχιστον για την επόμενη τετραετία», παρατηρεί ο κ. Γκίκας Χαρδούβελης, οικονομικός σύμβουλος της ΕFG Εurobank.
Αποθαρρύνει ο γολγοθάς της γραφειοκρατίας
Η γραφειοκρατία αποτελεί ακόμη έναν παράγοντα αποθάρρυνσης των επενδύσεων. «Αν διορθωνόταν, θα είχαμε θεαματικά αποτελέσματα», δηλώνει ο κ. Ζομπανάκης. «Οι επενδυτές έρχονται με καλές προθέσεις και ύστερα από λίγα χρόνια απελπίζονται. Βλέπουν ότι δεν μπορούν να υλοποιήσουν το πρόγραμμά τους και αποχωρούν». Πρόκειται για εμπόδια τα οποία, όπως επισημαίνει ο κ. Χαρδούβελης, καθρεπτίζονται στις σχετικές εκθέσεις ανταγωνιστικότητας και ειδικότερα στην έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την ευκολία του επιχειρείν. Στην ευκολία για την έναρξη μιας επιχείρησης, για παράδειγμα, η Ελλάδα πήρε τον χειρότερο βαθμό σε σύγκριση με άλλους δείκτες και κατατάχθηκε στην 140ή θέση ανάμεσα σε 183 χώρες.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι ακόμη και οι λίγοι ξένοι επενδυτές που έρχονται στη χώρα μας ενδιαφέρονται κυρίως για εξαγορές υφιστάμενων εταιρειών και αυξήσεις κεφαλαίων, ενώ η δημιουργία νέων επιχειρήσεων που θα οδηγούσε σε καθαρή αύξηση των θέσεων απασχόλησης πάσχει σοβαρά.
Στις υπηρεσίες οι περισσότερες επενδύσεις
Επιπλέον, οι περισσότερες επενδύσεις συνωστίζονται στον τομέα των υπηρεσιών, ενώ η μεταποίηση χάνει συνεχώς έδαφος. Το 2003 οι υπηρεσίες απορρόφησαν το 53% των άμεσων επενδύσεων. Αντίθετα, το 2008 - χρονιά που μπήκε στο μετοχικό κεφάλαιο του ΟΤΕ η Deutche Τelekom -, οι επενδύσεις σε υπηρεσίες ξεπέρασαν το συνολικό ποσό των άμεσων επενδύσεων, καθώς σε ορισμένους τομείς, όπως είναι η μεταποίηση και τα ορυχεία- λατομεία, σημειώθηκαν εκροές επενδυτικών κεφαλαίων. Έτσι, η μεταποίηση ενώ το 2003 προσείλκυσε το 39,2% των άμεσων επενδύσεων, πέντε χρόνια αργότερα κατέγραψε εκροές επενδύσεων 213,1 εκατ. ευρώ.
Φοβούνται τα εγχώρια καρτέλ
Εμπόδια συναντούν οι επενδυτές και εξαιτίας της ίδιας της επιχειρηματικής κουλτούρας της χώρας. Ιδίως οι ξένοι, παρατηρούν όσοι γνωρίζουν καλά την ελληνική αγορά, φοβούνται τις κινήσεις των ανταγωνιστών τους και υποψιάζονται ότι δημιουργούν μεταξύ τους επιχειρηματικά καρτέλ ή διατηρούν σχέσεις διαπλοκής με κρατικούς φορείς, με αποτέλεσμα να εμποδίζουν τις δικές τους δραστηριότητες.
Αλλά και η έλλειψη κινητικότητας των εργαζομένων, οι οποίοι δυσκολεύονται όχι μόνο να μετακινηθούν σε διαφορετικές περιοχές αλλά και να αλλάξουν κλάδο απασχόλησης, δημιουργεί κλίμα δυσκαμψίας στην ελληνική αγορά.
Προς τη βελτίωση της κατάστασης αυτής, ο κ. Στουρνάρας προτείνει «να δημιουργηθεί από το κράτος ένα δίχτυ ασφαλείας, που θα δίνει κίνητρα προς τους εργαζομένους να μετακινηθούν από κλάδους που δύουν σε κλάδους που ανατέλλουν».
ΤΑ ΝΕΑ
Ασκήσεις συσπείρωσης με «κωλοτούμπες» από τον Κυριάκο
Πριν από 2 ώρες
Δυστυχως οι βιομηχανοι σε αλλες χωρες με φθηνο εργατικο μεγαλουργουν
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο τι θα τουςκανει να σκεφτουν την Ελλαδα δεν το ξερουμε ακομα...
Οι επενδύσεις στη βιομηχανία είναι ασύμφορες στην Ελλάδα και όλο τον Δυτ. κόσμο. Ο επενδυτής θα προτιμήσει να φτιάξει εργοστάσιο στην Κίνα, στην Ινδία ή σε άλλη αναπτυσσόμενη χώρα που είναι πάμφθηνα τα μεροκάματα παρά εδώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτά είναι τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης...