«Απλώστε τον μουσαμά και στερεώστε τον καλά! Μπείτε γρήγορα όλες μέσα!» ούρλιαξε ο γερμανός στρατιώτης στις νεαρές κρατούμενες οδηγώντας τες με κλωτσιές από το τρένο στο παρακείμενο φορτηγό που περίμενε με τη μηχανή αναμμένη. Από το πλαστικό παραθυράκι του καραβόπανου η Μαργκαρέτε Β. κατάφερε να διακρίνει το νέο, αντρικό αυτή τη φορά, στρατόπεδο στο οποίο κατευθύνονταν. Λίγο αργότερα, το φορτηγό σταματούσε μπροστά από τους στρατώνες οι οποίοι περιστοιχίζονταν από ξύλινο φράχτη.
Ο νέος χώρος φάνηκε πραγματικός παράδεισος στα μάτια της 25χρονης, τότε, κοπέλας σε σύγκριση με την κόλαση του γυναικείου στρατοπέδου του Ράβενσμπρουκ όπου η ίδια και οι συγκρατούμενές της είχαν περάσει το προηγούμενο διάστημα. Εδώ τα δωμάτια ήταν επιπλωμένα: υπήρχαν τραπέζια, καρέκλες, πάγκοι, ακόμη και κουρτίνες! Εν τούτοις, λίγα μόνο λεπτά χρειάστηκαν ώσπου να συνειδητοποιήσει ότι η ευχάριστη, όπως νόμισε στην αρχή, αλλαγή δεν ήταν παρά ένα ακόμη σκληρό παιχνίδι της μοίρας.«Βρίσκεστε σ΄ ένα μπορντέλο κρατουμένων»ενημέρωσε τις νεαρές γυναίκες η βλοσυρή υπεύθυνη του χώρου.«Θα περάσετε ωραία εδώ»τους είπε,«θα τρώτε και θα πίνετε καλά.Αν κάνετε ό,τι σας λένε, δεν θα πάθετε κακό» . Αμέσως τα κορίτσια πήραν από ένα δωμάτιο. Προτού καλά καλά το καταλάβει, η Μαργκαρέτε βρέθηκε στο δωμάτιο 13...
Το μπορντέλο κρατουμένων στο Μπούχενβαλντ- απ΄ όπου η παραπάνω ιστορία- λειτούργησε για πρώτη φορά στις 11 Ιουλίου 1943 και ήταν το τέταρτο από τα 10, συνολικά, που σύστησαν τα SS του Χάινριχ Χίμλερμεταξύ των ετών 1942-1945 στα μεγαλύτερα στρατόπεδα συγκέντρωσης (Νταχάου, Αουσβιτς, Μαουτχάουζεν, Σαχσενχάουζεν κ.ά). Καίτοι η ύπαρξή τους δεν ήταν ακριβώς μυστική, το πρόσφατο βιβλίο του 35χρονου, μεγαλωμένου στην πρώην Ανατολική Γερμανία, Ρόμπερτ Σόμερ στοιχειοθετεί την πρώτη, ευρείας κλίμακας, επιστημονική μελέτη επάνω σε ένα θέμα το οποίο ως σήμερα ήταν ταμπού. Το πυκνογραμμένο βιβλίο παρουσιάστηκε τον περασμένο Αύγουστο στο γερμανικό Κοινοβούλιο. Παράλληλα, αποτελεί βασικό «τροφοδότη» της μεγάλης έκθεσης με τίτλο «Μπορντέλα των στρατοπέδων- σεξουαλικός καταναγκασμός στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης», η οποία πρόκειται να περιοδεύσει σύντομα σε όλους, σχεδόν, τους τόπους μνήμης των θυμάτων της φρίκης.
Σβησμένα από τον χάρτη
Ο Σόμερ παραδέχεται πως η έρευνα που προηγήθηκε της συγγραφής του βιβλίου ήταν κάθε άλλο παρά εύκολη. Χρειάστηκε να μελετήσει αμέτρητα γραπτά ντοκουμέντα, προερχόμενα από διάφορες πηγές (αρχεία στρατοπέδων, δικαστικά πρακτικά κ.λπ.), να συγκρίνει και να επαληθεύσει στοιχεία, να ταξιδέψει. Ωστόσο, η μεγαλύτερη δυσκολία που συνάντησε ήταν τα κλειστά στόματα. Οι ελάχιστοι επιζώντες- γυναίκες και άνδρες- που είχαν κάποιου είδους ανάμειξη στην ιστορία των οίκων ανοχής των κρατουμένων στα στρατόπεδα (είτε ως «εργαζόμενες» είτε ως «πελάτες») ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικοί προκειμένου να μιλήσουν για την εμπειρία τους αυτή. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Σόμερ, ακόμη και σήμερα, στους τόπους μνήμης των στρατοπέδων, ο χώρος όπου λειτουργούσε το μπορντέλο είναι σβησμένος από τον χάρτη του επισκέπτη.
Τόσο ο συγγραφέας όσο και ορισμένοι από τους σημερινούς υπευθύνους των σχετικών αρχείων και των χώρων της θυσίας υποστηρίζουν πως, για χρόνια ολόκληρα, ο κόσμος δυσκολευόταν να μιλήσει για θάνατο και σεξ ταυτόχρονα. Παράλληλα, σύμφωνα με τους ίδιους, το «φωτοστέφανο» με το οποίο περιβάλλονταν οι έγκλειστοι των στρατοπέδων μεταπολεμικά τόσο στη Δυτική όσο και στην Ανατολική Ευρώπη δημιουργούσε μία επιπλέον δυσκολία ως προς την έναρξη μιας ανάλογης, ευαίσθητης συζήτησης. Μιας συζήτησης η οποία μπορούσε να σπιλώσει τη θετική εικόνα και να μετατρέψει τα ίδια τα θύματα- τους άνδρες κρατουμένους- σε θύτες των γυναικών συγκρατουμένων τους. Παράλληλα η ψευδεπίγραφη αίσθηση τής ως έναν βαθμό «εθελοντικής» εργασίας των γυναικών κρατουμένων στα μπορντέλα των στρατοπέδων, αφού σε πολλές περιπτώσεις οι ναζιστές τους υπόσχονταν ότι θα απελευθερωθούν ύστερα από έξι μήνες «θητείας» εκεί - οι υποσχέσεις, βεβαίως, δεν υλοποιήθηκαν ποτέ-, οδήγησε στον στιγματισμό τους εφ΄ όρου ζωής. Το γεγονός αυτό τις έκανε να έχουν έναν ακόμη λόγο για να μη μιλήσουν...
Δύο μάρκα για 15 λεπτά
Ο πρώτος οίκος ανοχής σε στρατόπεδο συγκέντρωσης λειτούργησε στο αυστριακό Μαουτχάουζεν το 1941, ύστερα από σχετική οδηγία την οποία έδωσε ο ίδιος ο Χίμλερ σε επίσκεψή του εκεί, τον Μάιο του προηγουμένου έτους. Η ιδέα πίσω από την όλη ιστορία ήταν η αύξηση της παραγωγικότητας των σκληρά εργαζομένων κρατουμένων (λατομεία, εργοστάσια πυρομαχικών κ.λπ.) με τη θέσπιση κινήτρων στα πρότυπα των σοβιετικών γκουλάγκ. Ανάμεσα στις πριμοδοτήσεις που προβλέπονταν για τους διακριθέντες (μείωση των ωρών εργασίας, επιπλέον φαγητό κ.ά.) τα SS θέλησαν να εντάξουν και το προνόμιο της επίσκεψης σε ένα μπορντέλο. Ωστόσο, από τη δυνατότητα αυτή αποκλείονταν κατηγορηματικά οι εβραίοι κρατούμενοι, αλλά και οι ρώσοι αιχμάλωτοι πολέμου.
Το τελευταίο από τα 10 μπορντέλα που λειτούργησαν άνοιξε στις αρχές του 1945, λίγο πριν από τη λήξη του πολέμου, ενώ το μεγαλύτερο από αυτά αναπτύχθηκε στο Αουσβιτς- Μπίρκεναου όπου κάποια στιγμή έφτασαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους 21 συνολικά γυναίκες. Κατά τον ίδιο τρόπο που αποκλείονταν οι εβραίοι «πελάτες», απαγορεύονταν εξίσου- για λόγους φυλετικής καθαρότητας- και οι εβραίες «εργαζόμενες». Στην πλειονότητά τους- ένα ποσοστό γύρω στο 60% - οι γυναίκες που στρατολογούνταν ήταν γερμανικής εθνικότητας ενώ υπήρχαν ακόμη Ουκρανές, Πολωνέζες και Λευκορωσίδες. Κατά κύριο λόγο για τα μπορντέλα επιλέγονταν γυναίκες οι οποίες είχαν χαρακτηριστεί «αντικοινωνικές», πράγμα που σε ορισμένες περιπτώσεις σήμαινε απλώς ότι αδυνατούσαν να προσαρμοστούν στους κανόνες εργασίας που είχαν επιβληθεί στο στρατόπεδο. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχαν και επαγγελματίες πόρνες της προπολεμικής περιόδου, οι οποίες εξασφάλιζαν μια επίφαση «επαγγελματισμού» στην όλη διαδικασία.
Συνολικά υπολογίζεται πως στους οίκους ανοχής των στρατοπέδων εξαναγκάστηκαν να εργαστούν περί τις 200 γυναίκες μεταξύ 17-35 ετών, με έμφαση στις ηλικίες 20-25. Ο έλεγχος των SS στα μπορντέλα ήταν εξονυχιστικός. Γινόταν λεπτομερής καταγραφή των επισκεπτών και των γυναικών, ενώ το «εισιτήριο» για μια επίσκεψη- αυστηρά 15λεπτης διάρκειας- στοίχιζε δύο μάρκα της εποχής. Μόνο οι εντελώς απαραίτητες συζητήσεις ήταν επιτρεπτές. Παράλληλα και αυτή ακόμη η σεξουαλική πράξη τελούσε υπό το άγρυπνο μάτι του φρουρού, ο οποίος παρακολουθούσε από τις μικρές τρύπες που είχαν ανοιχτεί στις πόρτες των δωματίων. Αυστηρά καθορισμένες ήταν και οι ώρες λειτουργίας των μπορντέλων. Συνήθως οι γυναίκες δέχονταν τους «πελάτες» μεταξύ των ωρών 20.00 και 22.00 τις καθημερινές, ενώ τις Κυριακές τα απογεύματα, πλην ειδικών περιστάσεων (π.χ. μεταδόσεις των ομιλιών του Χίτλερ).
Ο Σόμερ υποστηρίζει πως η προσπάθεια των SS να αυξήσουν την παραγωγικότητα των κρατουμένων δελεάζοντάς τους με τη δυνατότητα επίσκεψης στο μπορντέλο του στρατοπέδου απέτυχε παταγωδώς αφού, στην πραγματικότητα, ελάχιστοι ήταν αυτοί που η φυσική τους κατάσταση τούς επέτρεπε να εκμεταλλευθούν το συγκεκριμένο προνόμιο. Οι περισσότεροι, ωστόσο, από αυτούς που είχαν το ανάλογο δικαίωμα επισκέπτονταν το «ειδικό κτίριο» μόνο σποραδικά, σε ορισμένες δε περιπτώσεις μόνο μία φορά. Συχνά ό,τι αναζητούσαν δεν ήταν αυτή καθαυτή η σεξουαλική, αλλά η ανθρώπινη επαφή.
Δεδομένου ότι τα SS φοβούνταν ιδιαιτέρως τη διασπορά αφροδισίων νοσημάτων στα στρατόπεδα, υπήρχε η σχετική ιατρική μέριμνα τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες. Η αντισύλληψη, εν τούτοις, ήταν μια ευθύνη η οποία βάρυνε αποκλειστικά τις τελευταίες. Παρ΄ όλ΄ αυτά ο κίνδυνος εγκυμοσύνης δεν ήταν καθόλου μεγάλος αφού οι γυναίκες είτε είχαν υποβληθεί προηγουμένως σε στείρωση μέσα στο ίδιο το στρατόπεδο είτε είχαν χάσει την αναπαραγωγική τους δυνατότητα εξαιτίας των άθλιων συνθηκών διαβίωσης. Στις περιπτώσεις, πάντως, που προέκυπτε κάποια εγκυμοσύνη η γυναίκα οδηγούνταν για έκτρωση και αντικαθίστατο άμεσα από κάποιαν άλλη.
Η αλήθεια είναι ότι όσες είχαν στρατολογηθεί στους οίκους ανοχής των στρατοπέδων, είχαν τη δυνατότητα καλύτερων όρων διαβίωσης σε σχέση με τις υπόλοιπες. Από την έρευνα του Σόμερ προκύπτει ότι στη συντριπτική πλειονότητά τους επέζησαν, τελικά, της ναζιστικής φρίκης. Σύμφωνα με τον ίδιο και με δεδομένο τον εξαναγκασμό που υπέστησαν. Το γεγονός πως κατάφεραν να επιζήσουν αποτελεί μια μορφή αντίστασης απέναντι στην τεράστια μηχανή του θανάτου. Χαρακτηριστική η απάντηση ενός πολωνού επιζώντος, ο οποίος κλήθηκε να σχολιάσει μια συμπατριώτισσά του που εργάστηκε σε μπορντέλο στρατοπέδου:«Εκανε καλά»είπε ο άνδρας.«Κατάφερε να επιβιώσει».Η ανάγκη αποζημίωσης- έστω και τόσο καθυστερημένης- των γυναικών αυτών προκύπτει, για τον συγγραφέα, αδήριτη...
της ΙΣΜΑΣ Μ. ΤΟΥΛΑΤΟΥ
Το 2030, κυρ-Στέφανε, θα το γλεντήσουμε…
Πριν από 13 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου