Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Το μεγάλο εκκλησιαστικό deal

Έτοιμοι για το μεγάλο “deal” είναι, αλλά δεν το δηλώνουν, Γιώργος Παπανδρέου και αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος στο θέμα της φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Το έθεσε ήδη από την προεκλογική περίοδο ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, με την αυτονόητη επισήμανση ότι δεν είναι δυνατόν ο μεγαλύτερος, μετά το κράτος, ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας, η Εκκλησία δηλαδή, να διαφεύγει της φορολόγησης. Και πριν αλέκτορα... ο κ. Παπανδρέου έσπευσε να διευκρινίσει ότι όποια μέτρα ληφθούν θα είναι με τη συναίνεση της άλλης πλευράς. Στην πορεία βέβαια έως την τελική συμφωνία δεν θα λείψουν οι εκατέρωθεν «σκληρές», κατ’ επίφαση, δηλώσεις, για εσωτερική κατανάλωση προφανώς.

Υπ' αυτό το πρίσμα θα πρέπει να δει κανείς όσα είπε ο αρχιεπίσκοπος κατά την πρώτη ημέρα συνεδρίασης της Ιεραρχίας, την περασμένη Δευτέρα, όταν ο κ. Ιερώνυμος έσπευσε να δηλώσει: «Η εκκλησιαστική περιουσία πάντοτε και παλαιότερα και σήμερα έχει καταντήσει ένα προσφιλές θέμα για λαϊκισμό, προπαγάνδα και σκοπιμότητες». Και συνέχισε, δύο ημέρες μετά, όταν ισχυρίσθηκε ότι η περιουσία «στάθηκε οικονομικός αιμοδότης του Έθνους». Προχώρησε, επιπλέον, στις λεπτομέρειες της πρότασής του, σύμφωνα με την οποία η περαιτέρω φορολόγηση των εσόδων τους δεν θα αυγαταίνει ούτε τα εκκλησιαστικά αλλά ούτε και τα δημόσια ταμεία, αλλά θα αξιοποιείται στις εκκλησιαστικές κοινωνικές δομές, που αναπληρώνουν εν πολλοίς τις ελλείψεις της κρατικής πρόνοιας.

Στην πραγματικότητα αυτό που προτείνει η ηγεσία της Εκκλησίας είναι η ανακύκλωση του εκκλησιαστικού χρήματος, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να ξεφύγει από τη «θηλιά» της φορολογίας. Οι ανάγκες, ωστόσο, του κ. Παπακωνσταντίνου είναι μεγαλύτερες...

Και τα λέει αυτά τα πρωτοφανή η εκκλησιαστική ηγεσία, χωρίς να κοκκινίζει, γιατί την έχουν... κακομάθει οι κυβερνήσεις διαχρονικά, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τις τελευταίες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. Με εξαίρεση το ΕΤΑΚ, που δεν το πληρώνουν καν όλες οι Μητροπόλεις (!), σήμερα δεν πληρώνουν άλλο φόρο. Και αυτό γιατί, στον απόηχο της «μάχης των ταυτοτήτων» και λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου του 2004, η κυβέρνηση Σημίτη κατήργησε την εισφορά 35% επί των εσόδων κάθε ναού. Αλλά και η κυβέρνηση Καραμανλή δεν έμεινε πίσω: έριξε, το 2006, τον φόρο επί των ακινήτων από το 10% στο 7%, και από εκεί στο 4% την επόμενη χρονιά, μέχρι που τον εξάλειψε το 2008.

Επειδή, όμως, κάποιοι μπορεί να μας κατηγορήσουν για αντικληρικαλισμό, ας παραθέσουμε 3-4 νούμερα για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε: τα έσοδα της κεντρικής εκκλησιαστικής διοίκησης (όχι δηλαδή των εκατοντάδων μοναστηριών, ναών και μητροπόλεων, που αποτελούν ξεχωριστά νομικά πρόσωπα) ανήλθαν το 2008 στα 19, 6 εκατομμύρια ευρώ (βλ. «Καθημερινή» 29.8.2009). «Μα, έχουμε και έξοδα!» θα αντιτείνουν από το Συνοδικό Μέγαρο της Μ. Πετράκη. Σωστά, μόνο που ο γενικόλογος ισχυρισμός ότι η κεντρική εκκλησιαστική υπηρεσία πλήρωσε 3,85 εκατ. σε αμοιβές -έξοδα προσωπικού και προς τρίτους, δεν μπορεί να λύσει όλες τις απορίες μας, στον βαθμό που οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι μισθοδοτούνται από το κράτος.

Αίσθηση όμως προκάλεσε και μια ακόμη αποστροφή του κ. Ιερώνυμου, που είπε ότι υπάρχει «σημαντική (εκκλησιαστική) περιουσία που αδρανεί ή βρίσκεται σε αιχμαλωσία». Υπάρχουν όντως 1,3 εκατομμύρια στρέμματα μοναστηριακής περιουσίας, που μπορούν να καταστήσουν την Εκκλησία το υπ’ αριθμόν ένα γραφείο real estate, κατά το πρότυπο της Μονής Βατοπεδίου. Υπάρχουν πάντα άλλωστε καινοφανείς τρόποι επένδυσης, αρκεί να υπάρχει γη και χρήμα -και η Εκκλησία διαθέτει και απ’ τα δύο...

Αρκεί να θυμίσουμε δύο περιπτώσεις που επίσης απασχόλησαν τα μέσα ενημέρωσης (σε μικρότερη έκταση ασφαλώς): η επένδυση στο Λασίθι μέσω της Μονής Τοπλού και τα γήπεδα γκολφ μέσω της Μητρόπολης Δημητριάδος, στη Μαγνησία. Και στις δύο περιπτώσεις, βρέθηκε η λύση της 99ετούς (!) ενοικίασης εκτάσεων, προς όφελος όλων των επιχειρηματικών πλευρών (με ή χωρίς ράσα).

Ένα θέμα, τέλος, που μένει διαρκώς ανοιχτό είναι η διαχείριση του εκκλησιαστικού χρήματος: ένα εσωτερικό έγγραφο της Αρχιεπισκοπής, που κατά λάθος διανεμήθηκε τις προάλλες στους προϊσταμένους των 145 ναών της, και η πώληση τριών οικοπέδων στη Βουλιαγμένη αναθέρμαναν τη σχετική συζήτηση.

Αλλά αυτά, Θεού θέλοντος, στο επόμενο σημείωμά μας.
Του ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΚΟΛΙΑ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου