«Παρουσιαζόμενοι σήμερα, με αυτό το περιοδικό, μπρος στην πρωτοπορία των εργαζομένων, είτε αυτοί είναι χειρώνακτες είτε εργάτες του πνεύματος, ξέρουμε ότι είμαστε οι μόνοι που μπορούμε ν’ απαντήσουμε με συστηματικό τρόπο στα θεμελιώδη προβλήματα του σύγχρονου επαναστατικού κινήματος: νομίζουμε πως είμαστε οι μόνοι που ξαναπαίρνουμε και συνεχίζουμε τη μαρξιστική ανάλυση της σύγχρονης οικονομίας, που θέτουμε, σε επιστημονική βάση, το πρόβλημα της ιστορικής ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και της σημασίας του, που ορίζουμε τι είναι σταλινισμός και γενικά “εργατική” γραφειοκρατία».
Κορνήλιος Καστοριάδης, Η γραφειοκρατική κοινωνία 1, Ύψιλον, Αθήνα 1985, σ. 138 [Presentation, Socialisme ou Barbarie, No 1, Mars 1949].
1. Η ομάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα»: συγκρότηση και βασικές θέσεις
Στόχος του παρόντος άρθρου είναι να σκιαγραφηθεί σε γενικές γραμμές η θεωρητική εργασία του Κορνήλιου Καστοριάδη στο περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Η εργασία αυτή αποτελεί θεμέλιο και προϋπόθεση της μετέπειτα διεξοδικής κριτικής που ανέπτυξε ο Καστοριάδης, στο πρώτο μέρος του έργου του με τίτλο Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, στη μαρξική θεωρία.1
Το άρθρο αποτελείται από τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος περιγράφεται η ίδρυση της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα και η ρήξη της με τον τροτσκισμό. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η κριτική που άσκησε ο Καστοριάδης στο καθεστώς της ΕΣΣΔ και η προσέγγισή του στο φαινόμενο της γραφειοκρατίας. Στο τρίτο μέρος εστιάζουμε την προσοχή μας στην καστοριαδική ανάλυση της πάλης των εργατών στα καπιταλιστικά εργοστάσια και τον ακόλουθο επαναπροσδιορισμό του σοσιαλισμού ως κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης. Τέλος, στο τέταρτο μέρος αναφερόμαστε στους λόγους που οδήγησαν τον Καστοριάδη στη διάλυση της ομάδας και του περιοδικού και την εγκατάλειψη του μαρξισμού.
Η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα άρχισε να συγκροτείται τον Αύγουστο του 1946 ως τάση μέσα στο Διεθνιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΔΚΚ) και διατύπωσε τις θέσεις της για πρώτη φορά στα συνέδρια που διεξήχθησαν το 1947 και το 1948, καθώς και στο δεύτερο παγκόσμιο συνέδριο της Τέταρτης Διεθνούς (1948).2 Ο Κορνήλιος Καστοριάδης είχε ήδη γνωριστεί, από το τέλος του 1945, κατά τη διάρκεια των εργασιών για την προετοιμασία του δεύτερου διεθνούς συνεδρίου της Τέταρτης Διεθνούς με τον Κλωντ Λεφόρ (Claude Lefοrt). Ο Κλωντ Λεφόρ, δεκαεννιάχρονος τότε φοιτητής της φιλοσοφίας και μετέπειτα συνιδρυτής του περιοδικού Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, γοητευμένος από την πληθωρική προσωπικότητα του Καστοριάδη, έμελλε να εξελιχτεί σε στενό συνεργάτη αρχικά και εν συνεχεία σε αντίπαλο δέος μέσα στο περιοδικό.3 Ο Κλωντ Λεφόρ είχε σχηματίσει μια αντιστασιακή ομάδα το 1943 ως μαθητής του λυκείου Henri IV στο Παρίσι. Από εκείνη την εποχή η τροτσκιστική θέση όσον αφορά τη Σοβιετική Ένωση και το σταλινισμό δεν του φαινόταν ιδιαίτερα πειστική. Ακούγοντας για πρώτη φορά τον Καστοριάδη να μιλά εντυπωσιάστηκε βαθιά από την κριτική του στο σταλινισμό: «Οι αναλύσεις του με άφησαν άφωνο με συνέπεια να είμαι πεισμένος για την ορθότητά τους πριν καν ολοκληρώσει τους συλλογισμούς του [...] Τα επιχειρήματα του Καστοριάδη μου φαίνονταν αντάξια εκείνων του Μαρξ, ωστόσο οι τροτσκιστές τα θεωρούσαν αιρετικά».4
Η πεποίθηση του Καστοριάδη ότι ο σταλινισμός δεν αποτελούσε το παροδικό προϊόν ενός εκφυλισμένου εργατικού κράτους, αλλά μια καινοφανή μορφή ολοκληρωτισμού έχει τις ρίζες της στην αντιστασιακή του δράση. Στην εκρηκτική ατμόσφαιρα της κατοχικής Αθήνας ο Καστοριάδης εντάχτηκε στην τροτσκιστική ομάδα5 του Άγη Στίνα το 1943 όταν, όπως αναφέρει ο ίδιος, «ξέκοψα τελείως κάθε σχέση με το Κομμουνιστικό Κόμμα και έπαψα να έχω οποιαδήποτε ιδέα για δυνατή αναμόρφωσή του».6 Ο Άγης Στίνας (ψευδώνυμο του κερκυραϊκής καταγωγής αγωνιστή Σπύρου Πρίφτη), μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του ελληνικού επαναστατικού κινήματος, ήταν ένα από τα πρόσωπα που επηρέασαν βαθύτατα τη μετέπειτα εξέλιξη της σκέψης του Καστοριάδη. Η ομάδα του Στίνα, η οποία περιλάμβανε αρκετούς ανήσυχους νέους, όσο και μερικούς περιθωριοποιημένους αγωνιστές, αποτέλεσε έναν προνομιακό χώρο για την περαιτέρω πνευματική ανάπτυξη του νεαρού ριζοσπάστη. «Εκείνη είναι η εποχή, το τέλος του ’42, αρχές του ’43, που με τη μεσολάβηση ενός αγαπημένου μου και πεθαμένου φίλου συνάντησα κι εγώ για πρώτη φορά τον Σπύρο κι αμέσως εντυπωσιάστηκα –όσο ίσως ποτέ στη ζωή μου– από την οξύτητα, την τόλμη, την αδιαλλαξία της πολιτικής σκέψης του και προσχώρησα στην οργάνωση που εμψύχωνε μαζί με τον Δημοσθένη Βουρσούκη, τον Γιάννη Ταμτάκο κι άλλους αγωνιστές».7 Η ένταξη του Καστοριάδη στην ομάδα του Στίνα ήταν μια επιλογή που συνεπαγόταν μια διαρκή διπλή απειλή κατά της ζωής του τόσο από τους φασίστες όσο και από τους κομμουνιστές, αλλά του έδωσε τουλάχιστον την ευκαιρία να διαβάσει και έργα των Τρότσκι, Σουβάριν (Suvarin), Σερζ (Serge) και Μπαρμίν (Barmin). Ήταν επίσης η αρχή μιας βαθιάς φιλίας με τον Στίνα που θα κρατούσε μέχρι το θάνατο του τελευταίου το 1989.8
Η καθοριστική πολιτική εμπειρία που σημάδεψε τον Καστοριάδη για το υπόλοιπο της ζωής του ήταν τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος: «Αλλά η τελική αποκάλυψη, η “στιγμή της αλήθειας”, ήταν για μένα τα Δεκεμβριανά. Αυτό που έγινε το Δεκέμβρη του ’44 με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να γίνει κατανοητό με τα υπάρχοντα τροτσκιστικά, ή ακόμη και μαρξιστικά σχήματα θεώρησης της κοινωνίας και της ιστορίας».9 Ο Καστοριάδης διαφώνησε με τους τροτσκιστές για τους οποίους τα γεγονότα ήταν προάγγελος επαναστατικών αλλαγών και πρόβλεψε ότι στόχος των κομμουνιστικών κομμάτων δεν αποτελούσε η επαναστατική δημιουργία μιας αταξικής κοινωνίας, αλλά η κατάκτηση της εξουσίας και η εγκαθίδρυση μιας κομματικής δικτατορίας. «Η παρατήρηση και η εμπειρία του σταλινικού κινήματος μέσα στην Κατοχή μού έδειχνε ολοένα και καθαρότερα τον ολοκληρωτικό του χαρακτήρα. Η οργανωτική του υφή ήταν (και μένει, και σήμερα παντού) τέλεια ολοκληρωτική. Ούτε καμία εσωτερική συζήτηση ήταν δυνατή, ούτε καμιά ανοχή κανενός είδους διαφωνούντος ή αντιπολίτευσης μέσα στο Κόμμα ή έξω από αυτό υπήρχε. Κι αυτό το στοιχείο με έκανε επίσης να σκέφτομαι πως δεν μπορούσε κανείς να εξομοιώσει το ΚΚ μ’ ένα ρεφορμιστικό κόμμα. Ένας τέτοιος ολοκληρωτικός κομματικός μηχανισμός (που ταυτόχρονα έλεγχε απόλυτα μια σοβαρή στρατιωτική δύναμη, εξ ίσου ολοκληρωτικά οργανωμένη) περιείχε ήδη έμφυτα, “εκ κατασκευής”, έναν αυτοματισμό, μιαν ακατανίκητη τάση προς την κατάληψη και την απολυταρχική άσκηση της εξουσίας».10 Σε αντίθεση, όμως, με την πλειονότητα των αριστερών αγωνιστών και διανοουμένων, ο Καστοριάδης αρνήθηκε να επιλέξει μεταξύ ενός σταλινικού κόμματος και μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης. Αυτή η άρνηση του νεαρού αγωνιστή θα καθορίσει την ανεξάρτητη πολιτική στάση του ώριμου φιλοσόφου για το υπόλοιπο της ζωής του. Στα βιώματα του Καστοριάδη κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών μπορούν ν’ αναζητηθούν τόσο τα ψυχικά αποθέματα που θ’ απαιτούσε η ταυτόχρονη κριτική του καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης και των δυτικών φιλελεύθερων ολιγαρχιών μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, όπως και η αναγνώρισή τους ως δύο όψεων του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού (ολικού γραφειοκρατικού στην ΕΣΣΔ, κερματισμένου γραφειοκρατικού στη Δύση).
Με βάση τις αγωνιστικές καταβολές των Καστοριάδη και Λεφόρ ο σταδιακός μετασχηματισμός του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα σε ξεχωριστή πολιτική οργάνωση δεν πρέπει να μας αιφνιδιάζει.11 Με ρίζες στην γερμανοολλανδική άκρα Αριστερά12 που μέχρι το 1921 αντιμετώπιζε τους μπολσεβίκους δίχως αισθήματα κατωτερότητας, ο Καστοριάδης και οι σύντροφοί του εξακολουθούσαν να θεωρούν εαυτούς γνήσιους μαρξιστές όταν αποχώρησαν από το ΔΚΚ και έθεσαν ως πρώτη προτεραιότητα της θεωρητικής εργασίας που θα διεξαγόταν στο πλαίσιο του νεοσυσταθέντος περιοδικού τη διερεύνηση της φύσης του καθεστώτος της Σοβιετική Ένωσης.
Την άνοιξη του 1947 και ενώ το ΔΚΚ βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής του, η ομάδα που ο Καστοριάδης και ο Λεφόρ είχαν συγκροτήσει αριθμούσε μερικές δεκάδες μέλη. Η απόσχιση και η οριστική ρήξη με τον τροτσκισμό έλαβαν χώρα το φθινόπωρο του 1948, ύστερα από ένα καλοκαίρι διεξοδικών συζητήσεων σχετικά με την ακριβή ημερομηνία και τον τρόπο αποχώρησης. Αυτό που πυροδότησε την κρίσιμη επιλογή ήταν η απόφαση του ΔΚΚ να εκφράσει την αλληλεγγύη του στο τιτοϊκό καθεστώς. Ο Καστοριάδης θα γράψει αργότερα: «Το φθινόπωρο του 1948, όταν οι τροτσκιστές απεύθυναν στον Τίτο, που τότε τα είχε χαλάσει με τη Μόσχα, την τερατώδη αλλά και γελοία πρόταση να σχηματίσουν μαζί του ένα ενιαίο μέτωπο, αποφασίσαμε να κόψουμε τις σχέσεις μας με το τροτσκιστικό κόμμα και ιδρύσαμε την ομάδα και το περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα».13
Τα μέλη του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα είχαν πλέον πειστεί ότι η Τέταρτη Διεθνής αποδείχτηκε τελεσίδικα ανίκανη να διαχωριστεί οργανικά από το σταλινισμό και δεν αποτελούσε στην ουσία παρά μια στείρα αντιπολίτευση σε αυτόν. Ο σκοπός του ΔΚΚ, αυτό ήταν πασιφανές σε όλα τα μέλη της ομάδας, δεν ήταν να συμβάλει στη δημιουργία αυτόνομων οργάνων της εργατικής τάξης, αλλά να αποδυναμώσει το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας (ΚΚΓ). Συμφωνία υπήρχε επίσης ως προς το ότι το τροτσκιστικό κίνημα δεν ενηλικιώθηκε ποτέ επειδή δεν κατόρθωσε ν’ αρθρώσει μια γόνιμη και συνεκτική κριτική της εξέλιξης και του εκφυλισμού της Τρίτης Διεθνούς, που θα οδηγούσε και στη διάλυση της σταλινικής ιδεολογίας. Αντίστοιχο έλλειμμα διαπίστωναν τα μέλη του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα και ως προς την τροτσκιστική ανάλυση της κατάστασης του καπιταλισμού. Οι εθνικοποιήσεις στη Γαλλία και στην Αγγλία, η αυξανόμενη συγχώνευση του κεφαλαίου και του κράτους, όπως και η διαρκής αύξηση της καπιταλιστικής παραγωγής ήταν φαινόμενα άνευ σημασίας για το ΔΚΚ. Ωστόσο το κυριότερο σημείο διαφωνίας της ομάδας με το ΔΚΚ, διαφωνία που την οδήγησε τελικά και στην απόρριψη του τροτσκισμού, είναι το ζήτημα της Σοβιετικής Ένωσης.
Η τροτσκιστική αντιπολίτευση των ετών 1924-1927, που ονομάστηκε αριστερή αντιπολίτευση, δεν περιλάμβανε την παραμικρή εργατική διεκδίκηση.14 Ο Τρότσκι θεωρούσε δευτερεύουσα τη συμμετοχή των εργατών στη διεύθυνση της εργασίας, της οικονομίας και της πολιτικής, εφόσον για εκείνον ο σοσιαλισμός ταυτιζόταν με την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής και τη σχεδιοποίηση της οικονομίας.15 Αποτελεί κοινό τόπο για τα μέλη του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα ότι η αδυναμία του Τρότσκι, αλλά και ολόκληρου του διεθνιστικού κινήματος, ν’ αναγνωρίσει τη σημασία του φαινομένου της γραφειοκρατίας σε συνδυασμό με τον ορισμό της Σοβιετικής Ένωσης ως «εκφυλισμένου εργατικού κράτους», δηλαδή ως παροδικού ιστορικού φαινομένου που θα οδηγούσε στην εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, και τo χαρακτηρισμό των σταλινικών κομμάτων ως ρεφορμιστικών αφαιρεί από την Τέταρτη Διεθνή κάθε δυνατότητα θεωρητικής ανάλυσης και εντέλει συνεισφέρει στην αναστολή της επαναστατικής δράσης της εργατικής τάξης.
Για το ΔΚΚ, η σοβιετική γραφειοκρατία δεν αποτελεί κοινωνική τάξη, επειδή δεν επιτελεί καμία ειδική λειτουργία μέσα στις παραγωγικές σχέσεις. Ο ρόλος της αποκαλύπτεται μόνο στις σχέσεις διανομής, με το σφετερισμό ενός υπέρογκου μέρους του κοινωνικού πλούτου. Η γραφειοκρατία, για τους τροτσκιστές, είναι το προϊόν της ισορροπίας των δύο θεμελιακών δυνάμεων της μοντέρνας κοινωνίας, του καπιταλισμού και του εργατικού κινήματος, ενώ τα αίτια της ανόδου της είναι η οικονομική και πολιτική απομόνωση της Σοβιετικής Ένωσης. Η απομόνωση αυτή πρόκειται ν’ αρθεί με την εξαγωγή της επανάστασης. Σε περίπτωση που η παγκόσμια επανάσταση δεν πραγματοποιηθεί, τα γραφειοκρατικά κόμματα θ’ αφομοιωθούν από τα ρεφορμιστικά και ο καπιταλισμός θα παλινορθωθεί. Ο Τρότσκι είχε θέσει ως χρονικό όριο της πρόβλεψής του την έκβαση του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όμως η σταλινική γραφειοκρατία όχι μόνο άντεξε τη δοκιμασία του πολέμου, αλλά στη συνέχεια επέκτεινε και την εξουσία της.
Η ομάδα του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα αναγνωρίζει λοιπόν από νωρίς ότι η συγκάλυψη του ταξικού χαρακτήρα της ΕΣΣΔ μέσω της επίκλησης των αρχών του σοσιαλισμού (από τους σταλινικούς, αλλά και τους τροτσκιστές) συνιστά το κυριότερο εμπόδιο για την πνευματική χειραφέτηση του προλεταριάτου, η οποία με τη σειρά της αποτελεί προϋπόθεση για την πολιτική του χειραφέτηση.16 Η ταύτιση της ΕΣΣΔ με το σοσιαλισμό χρησιμεύει στους σταλινικούς και τους τροτσκιστές για ν’ αποκρύψουν και να δικαιολογήσουν την εκμετάλλευση του σοβιετικού προλεταριάτου από την γραφειοκρατία. Ταυτόχρονα, η εκμετάλλευση αυτή χρησιμοποιείται από τους συντηρητικούς στοχαστές και τους καπιταλιστές προκειμένου ν’ αμαυρώσουν την ιδέα της επανάστασης. Το 1949 σχεδόν το σύνολο των μαρξιστικών ρευμάτων και των μαρξιστών θεωρητικών συνέβαλε σε αυτή την ψευδή ταύτιση και τη δημιουργία του μύθου των σοσιαλιστικών βάσεων της σοβιετικής οικονομίας. Όσον αφορά, όμως, τα μέλη του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, και ιδιαίτερα τον Καστοριάδη, ήταν εμφανές ότι η ΕΣΣΔ δεν αποτελούσε απλώς ένα εκφυλισμένο εργατικό κράτος, δημιούργημα ενός ρεφορμιστικού κόμματος, όπως ισχυρίζονταν οι τροτσκιστές. Για τους προαναφερθέντες λόγους η ανάλυση του σοβιετικού καθεστώτος και η ανασκευή της τροτσκιστικής θέσης θ’ αποτελέσει ένα ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για το περιοδικό.
Το πρώτο τεύχος του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα με υπότιτλο: Όργανο κριτικής και επαναστατικού προσανατολισμού, κυκλοφόρησε τον Μάρτη του 1949,17 παραμονές του Ψυχρού Πολέμου, όταν στη Γαλλία η αίσθηση ότι ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος επίκειται ήταν διάχυτη. Σκοπός του περιοδικού είναι «η οικοδόμηση μιας επαναστατικής οργάνωσης σε διεθνή κλίμακα, της οποίας το πρόγραμμα θα είναι η άμεση εξουσία των εργαζομένων, με άλλα λόγια η διεύθυνση από τους ίδιους τους εργαζομένους της παραγωγής, της οικονομίας και γενικά της κοινωνικής ζωής».18 Το περιοδικό τυπωνόταν σε 1.500 ως και, κατά περιόδους, 3.000 αντίτυπα, αλλά τα περισσότερα τεύχη τυπώθηκαν σε 2.000 με 2.500 αντίτυπα. Η συνολική του διάδοση (συνδρομητές, πρακτορείο, βιβλιοπωλεία, πώληση στο δρόμο) κυμαινόταν ανάμεσα στα 600 και στα 1.200 αντίτυπα ανά τεύχος. Μετά απ’ τον Μάη του 1968 πολλά τεύχη που είχαν μείνει σε αποθήκες άρχισαν να πωλούνται. Είναι αξιοσημείωτο ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της κυκλοφορίας του το περιοδικό μνημονεύεται ελάχιστες φορές στον γαλλικό Τύπο. Τέλος, η αριθμητική δύναμη της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα παρέμεινε μικρή κατά τη διάρκεια ζωής της, αν και κατά καιρούς υπήρξαν, όπως θα δούμε, σημαντικές διακυμάνσεις.
2. Η κριτική στην ΕΣΣΔ και η ανακάλυψη της γραφειοκρατικής κοινωνίας
Μόλις δυο μήνες μετά την κυκλοφορία του περιοδικού, τον Μάη του 1949, ο Καστοριάδης αρχίζει τη μαρξιστική ανάλυση των οικονομικών βάσεων της σοβιετικής κοινωνίας αντικρούοντας αρχικά τα δύο βασικά επιχειρήματα των υπερμάχων του σταλινικού καθεστώτος: πρώτον, ότι η παραγωγή που αποτελεί τη βάση της ρωσικής κοινωνίας είναι σοσιαλιστική, ενώ η κατανομή εξακολουθεί, εφόσον βρισκόμαστε στην αρχική φάση της μετάβασης στον κομμουνισμό, να μην είναι ακόμα σοσιαλιστική. δεύτερον, ο σοσιαλιστικός (ή μεταβατικός στην τροτσκιστική ορολογία) χαρακτήρας της παραγωγής εκδηλώνεται με την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής, τη σχεδιοποίηση και το μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο.
Για τον Καστοριάδη, όπως και για τον Μαρξ, η οικονομική διαδικασία αποτελεί μια ενότητα όπου δεν μπορούμε να διακρίνουμε φάσεις της με διαφορετικό χαρακτήρα, ούτε στην πραγματικότητα ούτε στη θεωρία. Παραγωγή, κατανομή, ανταλλαγή και κατανάλωση αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της διαδικασίας παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαίου.19 Να υπενθυμίσουμε ότι η έννοια της κατανομής περιλαμβάνει τη διανομή του κοινωνικού προϊόντος και την κατανομή των συνθηκών της παραγωγής.20 Οι δυο αυτές σημασίες της κατανομής, σύμφωνα με τον Καστοριάδη, συνδέονται τόσο μεταξύ τους όσο και με τον τρόπο παραγωγής. Έτσι ο τρόπος κατανομής του κοινωνικού προϊόντος είναι αδιαχώριστος από τον τρόπο παραγωγής. «Όπως μπορεί κανείς αλάνθαστα να παρακολουθήσει την πορεία ενός πλοίου βλέποντας μονάχα τα κατάρτια, το ίδιο μπορεί κανείς να συναγάγει τη βασική δομή (που υποτίθεται ότι είναι άγνωστη) ενός καθεστώτος, στηριζόμενος στον τρόπο κατανομής του κοινωνικού προϊόντος».21 Αν λοιπόν στη Ρωσία οι σχέσεις κατανομής δεν είναι σοσιαλιστικές, συμπεραίνει ο Καστοριάδης, τότε ούτε και οι παραγωγικές σχέσεις μπορούν να είναι.
Ως προς το δεύτερο επιχείρημα, ότι δηλαδή η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής εξασφαλίζει το χαρακτηρισμό του καθεστώτος ως σοσιαλιστικού, ο Καστοριάδης θεωρεί ότι η καθολική κρατικοποίηση χρησιμεύει στην απόκρυψη της πραγματικής φύσης των παραγωγικών σχέσεων και ταυτόχρονα ως κατάλληλο πλαίσιο λειτουργίας τους. Ακολουθώντας τον Μαρξ, ο Καστοριάδης αντιμετωπίζει τις παραγωγικές σχέσεις ως συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις που πραγματώνονται στην παραγωγή. Το γενικό περιεχόμενο των παραγωγικών σχέσεων είναι η διεύθυνση της παραγωγής και η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος που στηρίζονται αμφότερες στη δυνατότητα διάθεσης των όρων παραγωγής. Ειδικότερα η διεύθυνση της παραγωγής αφορά την οργάνωση και συνεργασία των υλικών και έμψυχων όρων της παραγωγής και τον καθορισμό των μεθόδων και των σκοπών της. Όμως η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος βρίσκεται σε αλληλεξάρτηση με τη διεύθυνση. Έτσι, από την κατανομή προκύπτει η μονοπώληση των δυνατοτήτων διεύθυνσης και προσανατολισμού της συσσώρευσης του κεφαλαίου. «Η ιδέα ότι μπορεί κανείς να κυριαρχεί στην κατανομή χωρίς να κυριαρχεί στην παραγωγή είναι παιδαριώδης. Και πώς θα μπορούσε κανείς να κυριαρχεί στην παραγωγή εάν δεν κυριαρχούσε στους όρους της παραγωγής, τόσο τους υλικούς όσο και τους ανθρώπινους, εάν δεν διέθετε κεφάλαιο και εργασία, παραγωγικά αγαθά και κοινωνικό κεφάλαιο που προορίζεται για κατανάλωση;»22 Με αυτό τον τρόπο ο Καστοριάδης δείχνει ότι η μορφή της κρατικής ιδιοκτησίας όχι μόνο δεν καθορίζει της παραγωγικές σχέσεις, αλλά καθορίζεται από αυτές ούτως ώστε είναι δυνατόν να εκφράζει εκμεταλλευτικές σχέσεις.23 Το ταξικό περιεχόμενο των παραγωγικών σχέσεων εδράζεται στην αρχική κατανομή των όρων της παραγωγής (μονοπώληση των μέσων παραγωγής από μια κοινωνική τάξη και σταθερή αναπαραγωγή αυτής της μονοπώλησης) και εκφράζεται: α) στη διεύθυνση της παραγωγής από την κυρίαρχη τάξη και β) στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος προς όφελος της κυρίαρχης τάξης.24 Στην καπιταλιστική οικονομία η κυρίαρχη τάξη είναι οι καπιταλιστές, ενώ στη σοβιετική οικονομία οι γραφειοκράτες οι οποίοι, εξαιτίας της σχέσης που δημιούργησαν με την παραγωγική μηχανή, είναι σε θέση να διευθύνουν την παραγωγική δραστηριότητα και να καρπώνονται ένα μέρος του κοινωνικού προϊόντος δίχως να συμμετέχουν άμεσα σε αυτή.25 Το συμπέρασμα του Καστοριάδη είναι ότι η κρατικοποιημένη ιδιοκτησία μπορεί ν’ αποκτήσει σοσιαλιστικό περιεχόμενο μόνο αν συνοδεύεται από την εργατική διεύθυνση της παραγωγής, διαφορετικά αποτελεί, μαζί με τη σχεδιοποίηση της παραγωγής, έκφραση των συμφερόντων της γραφειοκρατίας με στόχο ομοούσιο με εκείνον της καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή την εκμετάλλευση των εργαζομένων.26
Έτσι ο Καστοριάδης, μελετώντας τη σοβιετική κοινωνία μέσα από τις παραγωγικές της σχέσεις, συμπεραίνει ότι: α) η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας δεν αρκούν για να χαρακτηριστεί μια κοινωνία σοσιαλιστική. β) οι παραγωγικές σχέσεις στη ΕΣΣΔ είναι εκμεταλλευτικές και διαιρούν την κοινωνία σε διευθύνοντες και εκτελεστές. Επεκτείνοντας στη συνέχεια την ανάλυση στο σύνολο της κοινωνικής οργάνωσης διαπιστώνει ότι η σοβιετική κοινωνία είναι μια ταξική κοινωνία που υπόκειται στην οικονομική, πολιτική και πνευματική κυριαρχία μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, της γραφειοκρατίας.
Εν τω μεταξύ το 1951, έναν χρόνο ύστερα από την έναρξη του πολέμου της Κορέας, εσωτερικές διαφωνίες σχετικά με το ζήτημα της οργάνωσης μιας επαναστατικής ομάδας γενικότερα και του περιοδικού ειδικότερα, είχαν ως αποτέλεσμα την πρώτη αποχώρηση, για σύντομο χρονικό διάστημα, του Λεφόρ και άλλων μελών που συμφωνούσαν μαζί του.27 Το αποτέλεσμα των διαφωνιών, οι οποίες κυοφορούνταν από τη σύσταση της ομάδας, ήταν απ’ τα είκοσι πέντε ιδρυτικά στελέχη ν’ απομείνουν δώδεκα κατά το χρονικό διάστημα 1952-55. Ο Καστοριάδης βέβαια παραμένει στο περιοδικό, ενώ από το 1952 εργάζεται μεθοδικά πάνω στην κριτική της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας, την οποία είχε ξεκινήσει το χειμώνα του 1948-1949 με αφορμή έναν κύκλο διαλέξεων για το Κεφάλαιο. Παράλληλα η ομάδα αναζωογονείται με την είσοδο νέων μελών, όπως ο Μοτέ (Daniel Mothé), ο οποίος μαζί με ορισμένους εργάτες της Ρενώ εξέδωσε μερικές εκατοντάδες αντίτυπα του Tribune Ouvrière που τα διένειμε μέσα στο εργοστάσιο, και ο Σιμόν (Henri Simon), ο οποίος συμμετείχε στην οργάνωση ενός συμβουλίου εργαζομένων σε μια μεγάλη ασφαλιστική εταιρεία.
Σε αυτό το χρονικό διάστημα τα άρθρα του Καστοριάδη στο περιοδικό αφορούν κυρίως την ανάλυση του φαινομένου της γραφειοκρατίας, από την οποία θα προκύψει στη συνέχεια η σύλληψη του σύγχρονου καπιταλισμού ως γραφειοκρατικού καπιταλισμού. Αυτή η θεώρηση του καθεστώτος της ΕΣΣΔ ως γραφειοκρατικού καπιταλισμού, αν και δεν αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο της ομάδας, ήταν εκείνο που ξεχώριζε το Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα από τις περισσότερες επαναστατικές οργανώσεις. Ας σημειωθεί ότι η ομάδα διατηρούσε στενούς δεσμούς όχι μόνο με την τάση Johnson-Forest στις ΗΠΑ, αλλά και με τους επιζώντες Ολλανδούς και Γερμανούς συμβουλιακούς κομμουνιστές, όπως τους Καν-Μάγιερ (Canne-Meier), Μάτικ (Paul Mattick) και Πάνεκεκ (Anton Pannekoek). Η επίδραση των προηγουμένων θα είναι ιδιαίτερα σημαντική στην καστοριαδική πρόταση του σοσιαλισμού ως κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης.
Με βάση τις αναλύσεις των παραγωγικών σχέσεων, ο Καστοριάδης κινείται, όπως είδαμε, στην κατεύθυνση μιας μαρξιστικής ερμηνείας του φαινομένου της γραφειοκρατίας. Όμως δεν είναι ο πρώτος που επιχειρεί μια τέτοια προσέγγιση. Ο Μπέρνχαμ (Burnham)28 είχε προσπαθήσει να δείξει ότι: πρώτον, η γραφειοκρατικοποίηση της οικονομίας είναι αναπόφευκτη συνέπεια της συγκέντρωσης του κεφαλαίου και, δεύτερον, η μεταμόρφωση της γραφειοκρατίας σε ηγετική κοινωνική τάξη οφείλεται στον ηγετικό ρόλο που της έδωσε η οικονομική εξέλιξη. Ο Παπαϊωάννου είχε ήδη ασκήσει κριτική στην οικονομική ερμηνεία της γραφειοκρατίας29 του Μπέρνχαμ αμφισβητώντας τα μαρξικά θεμέλιά της. Ο Μπέρνχαμ, κατά τον Παπαϊωάννου, αν και έχει πάψει να θεωρεί τον εαυτό του μαρξιστή, παραμένει στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεωρίας, καθώς προϋποθέτει ότι η τάξη των μάνατζερ που διαδέχεται τους καπιταλιστές έχει σχηματιστεί λόγω της τεχνικοοικονομικής ανάπτυξης του καπιταλισμού. Έτσι η κυριαρχία της γραφειοκρατίας δεν αντιστοιχεί παρά στην τελική φάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Αυτή την αντίληψη ασπάζεται τουλάχιστον μέχρι το 1958 και ο Καστοριάδης: «Αυτό που είναι ζωτικό σήμερα για το επαναστατικό κίνημα είναι ν’ αναγνωρίσει πως η γραφειοκρατία δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός, αλλά αντίθετα το οργανικό παράγωγο της ανάπτυξης του καπιταλισμού και της συγκέντρωσης της παραγωγής».30 Όμως με την ολοκλήρωση της κριτικής στην μαρξιστική Πολιτική Οικονομία το 1959, ο Καστοριάδης αν και δεν εξακολουθεί πλέον να θεωρεί καθοριστικό τον οικονομικό παράγοντα, παρ’ όλ’ αυτά διατηρεί τη διάκριση μάνατζερ και εκτελεστών, ενώ παράλληλα φαίνεται να υιοθετεί την κριτική του Παπαϊωάννου στην οικονομική ερμηνεία της γραφειοκρατίας, ριζοσπαστικοποιώντας την για να διατυπώσει μια προβληματική της κοινωνικής θέσμισης.
Σε αυτή την προβληματική, οι σχέσεις παραγωγής που επιτρέπουν τη δημιουργία οικονομικού πλεονάσματος και την κάρπωσή του από την κυρίαρχη ομάδα στην πραγματικότητα αποτελούν μέρος των σχέσεων κυριαρχίας. Έτσι η θέσμιση των σχέσεων κυριαρχίας στο πολιτικό πεδίο, αλλά και στην κοινωνία στο σύνολό της, επιτρέπει την απεριόριστη κατασκευή ατόμων που συμμορφώνονται με αυτή την θέσμιση. Η σταδιακή αναγνώριση ότι η προέλευση της γραφειοκρατίας είναι πολιτική, και ως εκ τούτου πρέπει ν’ αναζητηθεί στους θεσμούς της κοινωνίας, επιφέρει μια στροφή στον Βέμπερ (Weber).31 Όμως στην καστοριαδική προοπτική η γραφειοκρατία δεν αποτελεί φορέα εξορθολογισμού, όπως στον Βέμπερ. Ο Καστοριάδης αρχίζει πλέον ν’ αντιλαμβάνεται τον ολικό γραφειοκρατικό καπιταλισμό όχι ως μια ειδική μορφή του παραδοσιακού καπιταλισμού ή απλώς ως μια φάση της νομοτελειακής μεταβολής του, αλλά ως μια καινούργια θέσμιση της κοινωνίας που δεν μπορεί να κατανοηθεί αποκλειστικά με κατηγορίες που δημιουργήθηκαν σε προηγούμενες κοινωνίες.
Από τα προαναφερθέντα δεν συνάγεται ότι ο Καστοριάδης στα μέσα της δεκαετίας του 1950 είχε αποδεσμευτεί από τη μαρξιστική προοπτική. Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ωστόσο, είναι δυνατόν να διακρίνουμε δυο ερμηνευτικές προσεγγίσεις του γραφειοκρατικού φαινομένου που αντιστοιχούν στα σημαντικότερα στάδια που διανύθηκαν σε αυτή την πορεία. Για όσο διάστημα ο Καστοριάδης παρέμενε στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεωρίας, ερμήνευε την γραφειοκρατία ως συνέπεια: α) της εσωτερικής λογικής του καπιταλισμού, με την ολοένα αυξανόμενη συγκέντρωση κεφαλαίων, την ιεραρχική (κάθετη) οργάνωση της επιχείρησης, την αυξανόμενη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, και β) του εκφυλισμού των εργατικών οργανώσεων και της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αυτή την αρχική προσέγγιση της γραφειοκρατίας αποκλειστικά με όρους παραγωγής και οικονομίας τη διαδέχεται βαθμιαία η θεώρηση της ανάδυσης της γραφειοκρατίας ως κοινωνικοϊστορικού δημιουργήματος εκ του μηδενός32 που συνεπάγεται μια ριζικά διαφορετική σύλληψη της επανάστασης.
Εν τω μεταξύ ο θάνατος του Στάλιν, η λήξη του Πολέμου της Κορέας και η εξέγερση των εργατών στην Ανατολική Γερμανία δημιούργησαν έναν διαφορετικό κόσμο. Όμως και στο εσωτερικό του περιοδικού η κατάσταση είχε αλλάξει. Ο Λαπλάνς (Jean Laplanche), εκ των ιδρυτικών μελών του περιοδικού, θυμάται: «Η ατμόσφαιρα μέσα στο περιοδικό είχε γίνει ανυπόφορη. Η ηγεμονική παρουσία του Καστοριάδη και η πεποίθησή του στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ότι ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος ήταν αναπόφευκτος έφεραν σε δύσκολη θέση τους υπολοίπους. Ήταν πολύ δύσκολο να συνεχίσει κανείς τη ζωή του σκεπτόμενος ότι σε μερικά χρόνια θα συνέβαινε ένας πυρηνικός όλεθρος».33
Εργαζόμενος με εντατικούς ρυθμούς, υπό την προοπτική ενός επικείμενου πολέμου, ο Καστοριάδης έχει διαμορφώσει στις αρχές του 1954 μια πρώτη κριτική της μαρξιστικής Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας. Οι κύριες θέσεις αυτής της κριτικής διατυπώνονται σε μια πρώτη μορφή στο κείμενο «Για τη δυναμική του καπιταλισμού» που εκδίδεται σε δυο συνέχειες στο περιοδικό τον Αύγουστο του 1953 και τον Ιανουάριο του 1954. Ο Καστοριάδης θα ξαναεπεξεργαστεί αργότερα την κριτική επιχειρηματολογία του στη μαρξιστική ανάλυση της καπιταλιστικής οικονομίας. Τα συμπεράσματα που θα προκύψουν αποτελούν τη βάση του οικονομικού μέρους της μελέτης Το επαναστατικό κίνημα στον σύγχρονο καπιταλισμό που δημοσιεύεται το 1961. Ωστόσο, οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες της κριτικής στην μαρξιστική Πολιτική Οικονομία γίνονται ήδη εμφανείς στα κείμενα του 1955 που αφορούν τον επαναπροσδιοριμό της έννοιας του σοσιαλισμού. Παρ’ όλ’ αυτά τον Νοέμβρη του 1954, όταν ξεσπά ο πόλεμος στην Αλγερία, η απήχηση του περιοδικού εξακολουθεί να παραμένει μικρή, αν και αρχίζει να διαφαίνεται μια ανταπόκριση από την επαρχία.
Η ουγγρική επανάσταση του 1956, που ακολούθησε τις μεγάλες απεργίες του 1955 στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, επιβεβαίωσε στον Καστοριάδη την ορθότητα της κατεύθυνσης των αναλύσεών του σχετικά με τη φύση της γραφειοκρατίας και την επακόλουθη εξέγερση του προλεταριάτου με αίτημα την εργατική διεύθυνση της παραγωγής. Αυτή η επιβεβαίωση έδωσε νέα πνοή στην ομάδα, πνοή που, σε συνδυασμό με τον πόλεμο της Αλγερίας και το πραξικόπημα του Ντε Γκωλ το 1958, προκάλεσε μια σχετικά σημαντική αύξηση των μελών, καθώς και τον προσανατολισμό του περιοδικού στη διερεύνηση του περιεχομένου του σοσιαλισμού.
3. Η ανάλυση της καπιταλιστικής επιχείρησης
και ο επαναπροσδιορισμός του σοσιαλισμού
Ο Καστοριάδης είχε αρχίσει να εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση από το 1954 και το 1955 δημοσιεύει το πρώτο μέρος του Πάνω στο περιεχόμενο του σοσιαλισμού. Εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς τη σημασία της θεωρίας του γραφειοκρατικού καπιταλισμού στον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του σοσιαλισμού. Ο καστοριαδικός επανακαθορισμός του περιεχομένου του σοσιαλισμού συντελείται ακολούθως σε δυο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο, που οριοθετείται στα δυο επόμενα μέρη του κειμένου Πάνω στο περιεχόμενο του σοσιαλισμού, τα οποία δημοσιεύτηκαν τον Ιούλη του 1957 και τον Γενάρη του 1958, επιχειρείται μια καινούργια ανάλυση της καπιταλιστικής παραγωγής με βάση την πάλη των εργατών μέσα στο καπιταλιστικό εργοστάσιο. Η πάλη αυτή συνιστά την αληθινή πάλη των τάξεων που, όπως ισχυρίζεται ο Καστοριάδης, αγνοήθηκε από τον Μαρξ. Η άτυπη οργάνωση των εργαζομένων στο πλαίσιο αυτής της πάλης αποτελεί τη σπερματική μορφή της εργατικής και κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης. Στο δεύτερο επίπεδο ο Καστοριάδης διατυπώνει τη λεπτομερή πρότασή του για τη συνολική αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας μέσω των εργατικών συμβουλίων. Μια πρόταση που αναπτύσσεται σ’ έναν έντονο διάλογο με τους προαναφερθέντες Ολλανδούς και Γερμανούς συμβουλιακούς κομμουνιστές.34 Ο επαναπροσδιορισμός του σοσιαλισμού ως κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης αποτελεί προϋπόθεση τόσο της μετέπειτα κριτικής στον σύγχρονο καπιταλισμό όσο και της επαναδιατύπωσης του επαναστατικού προτάγματος ως προτάγματος αυτονομίας.35
Οι συνέπειες αυτού του επαναπροσδιορισμού θα είναι βαρύνουσες. Ο Καστοριάδης διαπιστώνει ότι καίρια αξιώματα της καπιταλιστικής «ορθολογικότητας» έχουν μείνει άθικτα μέσα στο έργο του Μαρξ λειτουργώντας ανασταλτικά στην καταπολέμηση των καπιταλιστικών σχέσεων στην εργασία και ενισχυτικά στη δημιουργία της γραφειοκρατίας. Είναι δυνατόν, σύμφωνα με τον Καστοριάδη, να εντοπίσει κανείς σε πολλά σημεία του μαρξικού έργου ότι η αντίφαση του καπιταλισμού βρίσκεται στο επίπεδο της «αγοράς» και του «συστήματος ιδιοποίησης» και όχι της παραγωγής. Έτσι η καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής36 θεωρείται η ιδανική εφαρμογή της καπιταλιστικής τεχνολογίας, η οποία αποτελεί τρόπον τινά την ενσάρκωση του Λόγου. Αυτός ο «ορθολογισμός» της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής, που επιδιώκει το μέγιστο αποτέλεσμα με τα ελάχιστα μέσα, αποτελεί τη βάση στην οποία θα οικοδομηθεί η σοσιαλιστική κοινωνία, αρκεί ν’ αντικατασταθεί η επιδίωξη της μεγιστοποίησης του κέρδους από την ικανοποίηση των αναγκών. Με λίγα λόγια ο καπιταλισμός δημιουργεί όχι μόνο τη σωστή τεχνολογία, αλλά και τη μοναδική, μόνο που τη χρησιμοποιεί για λάθος σκοπό.37 Ο καπιταλισμός, και σε αυτό το σημείο ο Καστοριάδης βρίσκεται σε συμφωνία με τον Μαρξ, όντως θέτει ως σκοπό της ανθρώπινης δραστηριότητας τη μέγιστη δυνατή παραγωγή, μόνο που ο σκοπός αυτός επιτελείται με τον όλο και πιο προωθημένο διαχωρισμό της διεύθυνσης από την εκτέλεση, με τον περιορισμό των εργαζομένων σε απλούς εκτελεστές και τη μετατόπιση της λειτουργίας της διεύθυνσης έξω από τη διαδικασία της παραγωγής. Ο Μαρξ όμως, υποστηρίζει ο Καστοριάδης, θίγει τη μοίρα του ανθρώπου στην παραγωγή, αλλά όχι την ίδια την παραγωγή.38 Θεωρώντας την παραγωγή ως το αμείλικτο αποτέλεσμα ενός σταδίου της τεχνικής ανάπτυξης και τελικά της ίδιας της φύσης της οικονομίας, ο άνθρωπος γίνεται τελικά μέσο αυτού του σκοπού που είναι η παραγωγή. Η αντικειμενική λογική της παραγωγής, στη μαρξική προοπτική, οφείλει, σύμφωνα με τον Καστοριάδη, αναγκαστικά να συντρίβει τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τις υποκειμενικές κλίσεις των ανθρώπων. Μοναδική διέξοδος από «το βασίλειο της αναγκαιότητας» αποτελεί η μείωση της εργάσιμης μέρας, που θα επιτρέψει τη σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας, και η κατάργηση της καπιταλιστικής αγοράς, που θα καταστήσει τον άνθρωπο ελεύθερο έξω από την παραγωγή. Έτσι το λεγόμενο «βασίλειο της ελευθερίας» αποτελείται ουσιαστικά από δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου.39
Ο Καστοριάδης έχοντας αναγνώσει τον Μαρξ κατ’ αυτό τον τρόπο σκιαγραφεί τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας με διαμετρικά αντίθετα κριτήρια. Πρώτα απ’ όλα, ο μετασχηματισμός είναι διαρκής με αφετηρία την επανάσταση και δεν αποβλέπει στην οικονομική ανάπτυξη, στη μέγιστη κατανάλωση ή στην αύξηση του ελεύθερου χρόνου, αλλά στο να επιτρέψει την απρόσκοπτη εκδήλωση της δημιουργικότητας των ανθρώπων. Έτσι: «Ο σοσιαλισμός είναι η αυτονομία, η συνειδητή διεύθυνση της ζωής των ανθρώπων από αυτούς τους ίδιους».40 Αυτή η αυτονομία, που είναι η συνειδητή κυριαρχία των ανθρώπων στις δραστηριότητες και στα προϊόντα τους, είναι κυρίως η εγκαθίδρυση της κυριαρχίας των ανθρώπων στην εργασία με στόχο τη μεταμόρφωση της φύσης και του περιεχομένου της. Η μεταμόρφωση της εργασίας βέβαια προϋποθέτει τον συνειδητό μετασχηματισμό της κληρονομημένης τεχνολογίας, ώστε να υπακούει στις ανάγκες του ανθρώπου όχι μόνο ως καταναλωτή αλλά και ως παραγωγού.41
Το επαναστατικό πρόταγμα στην καστοριαδική προοπτική δεν έγκειται τόσο στην ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος κατοχής των μέσων παραγωγής όσο στη θετική οργάνωση μιας συλλογικής κοινωνικοποιημένης διεύθυνσης της παραγωγής και της εξουσίας με στόχο την άρση της αλλοτρίωσης,42 που αποτελεί την ουσία κάθε εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Αυτή η αλλοτρίωση δημιουργεί και τροφοδοτεί μια αδιάκοπη σύγκρουση σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, η οποία εκφράζεται με δυο μορφές: ως πάλη των εργαζομένων ενάντια στην αλλοτρίωση και στους όρους της, και ταυτόχρονα ως ιδιώτευση των ανθρώπων. Η ανάγκη του καπιταλισμού να μετατρέψει τους εργάτες σε απλούς εκτελεστές και τους πολίτες σε ιδιώτες, η ακόλουθη ανικανότητά του να λειτουργήσει εάν το πετύχει πλήρως, εφόσον η δημιουργικότητα των ανθρώπων είναι εκ των ων ουκ άνευ για την αναπαραγωγή και τη λειτουργία του, συνιστούν την πρωταρχική αντίφαση του καπιταλιστικού συστήματος.
Έτσι ο Καστοριάδης υποστηρίζει ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι η αναμόρφωση των οικονομικών συνεπειών μιας τεχνικής υποδομής ουδέτερης και συνάμα αδυσώπητης, αλλά η κυριαρχία των ανθρώπων σε όλες τις δραστηριότητές τους, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται ασφαλώς και η εργασία. Η πραγματική πάλη των τάξεων στο καστοριαδικό σχήμα βρίσκει την αρχή της μέσα στη φύση της εργασίας στο εργοστάσιο-επιχείρηση (είτε καπιταλιστικό είτε «σοσιαλιστικό»), ως διαρκής σύγκρουση ανάμεσα στον ατομικό εργάτη και τους ανεπίσημα αυτοοργανωμένους εργάτες από τη μια πλευρά, και το σχέδιο παραγωγής και οργάνωσης που επιβάλλει το εργοστάσιο-επιχείριση από την άλλη.43 Από αυτή τη σύγκρουση πηγάζει η δημιουργία μιας στοιχειώδους εργατικής αντιδιεύθυνσης και μιας ρήξης ανάμεσα στην επίσημη και την πραγματική οργάνωση της παραγωγής, που εξελίσσεται σε αντίθεση με την «ορθολογικότητα» της πρώτης.
Μπορούμε να συνοψίσουμε την καστοριαδική κοινωνιολογική ανάλυση της σύγκρουσης στην καπιταλιστική επιχείρηση ως εξής:44 το βασικό στοιχείο του κόστους παραγωγής είναι η ανθρώπινη εργασία που αποτελεί το μόνο στοιχείο στο οποίο η διεύθυνση προσπαθεί να δρα συνεχώς, καθώς τα υπόλοιπα στοιχεία εξαρτώνται από παράγοντες που τις περισσότερες φορές ξεφεύγουν από τον έλεγχό της. Πρωταρχική επιδίωξη της διεύθυνσης είναι να ελαττώσει το κόστος παραγωγής επιδιώκοντας να πετύχει τη μέγιστη απόδοση με την ελάχιστη αμοιβή. Από την άλλη, οι εργάτες επιθυμούν τη μεγαλύτερη δυνατή αμοιβή με την απόδοση που θεωρούν οι ίδιοι σωστή. Αυτή είναι η εστία της θεμελιακής σύγκρουσης όσον αφορά το περιεχόμενο της εργασίας. Η διεύθυνση αποπειράται να υπερβεί αυτή την αντίθεση με τον εξορθολογισμό και τον αυστηρό καθορισμό της προσπάθειας που πρέπει να καταβάλλουν οι εργάτες. Κύριο όπλο αυτής της προσπάθειας είναι η σύνδεση της αμοιβής με την παραγωγή που έχει επιτευχθεί. Ωστόσο, ο εξορθολογισμός αυτός οξύνει και εξαπλώνει την αρχική σύγκρουση σε πληθώρα πεδίων όπως: α) στον καθορισμό και την εφαρμογή της νόρμας, β) στο θέμα της ποιότητας και της φθοράς των εργαλείων, γ) στην εφαρμογή κανονισμών που ρυθμίζουν την οργάνωση της εργασίας σύμφωνα με την προοπτική της διεύθυνσης.
Κατ’ αυτό τον τρόπο η αρχική σύγκρουση όχι μόνο διευρύνεται, αλλά παράλληλα βαθαίνει, καθώς οι διαδοχικές απαιτήσεις της διεύθυνσης οδηγούν τους εργάτες στην αμφισβήτηση ολοένα περισσότερων πτυχών της εργασίας. Ταυτόχρονα, τα έκτακτα έξοδα της καπιταλιστικής διαχείρισης αυξάνονται σημαντικά λόγω: α) της εσκεμμένης ελάττωσης της απόδοσης από τη μεριά των εργατών, β) της απώλειας χρόνου που οφείλεται στον αγώνα των εργατών ενάντια στις νόρμες και τον κανονισμό, γ) του πολλαπλασιασμού των βοηθητικών υπηρεσιών και ειδικότερα των υπηρεσιών ελέγχου που πρέπει κάθε φορά να ελέγχονται από άλλες.
Ο Καστοριάδης θα εντοπίσει την αντίφαση του καπιταλισμού στο απλούστερο στοιχείο της σχέσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και τον εργάτη: την ώρα εργασίας.45 Η αντίφαση έγκειται στην α-δυνατότητα ενός αντικειμενικού προσδιορισμού της εργασίας που οφείλει ο εργάτης στον καπιταλιστή για μια ώρα εργασίας. Για τον καπιταλιστή το περιεχόμενο της ώρας εργασίας είναι η μεγαλύτερη δυνατή απόδοση, ενώ για τον εργάτη η απόδοση που αντιστοιχεί στην καταβαλλόμενη προσπάθεια. Έτσι, το περιεχόμενο μιας ώρας εργασίας, δηλαδή η πραγματική εργασία που πρέπει να προσφέρει ο εργάτης σε μια ώρα, καθίσταται το αντικείμενο μιας αδιάκοπης σύγκρουσης.
Ο Καστοριάδης διακρίνει μια ακόμα αντίφαση του καπιταλιστικού εργοστασίου: τη συλλογική πραγματικότητα της παραγωγής απέναντι στην εξατομικευμένη οργάνωση του εργοστασίου.46 Στην καστοριαδική προσέγγιση το πραγματικό υποκείμενο της παραγωγής δεν είναι το άτομο, αλλά η ομάδα εργατών. Ένας αριθμός εργατών που πρέπει να επιτελέσει ένα έργο συνθέτει αυθόρμητα στοιχειώδεις ομάδες. Οι στοιχειώδεις αυτές ομάδες είναι οι πυρήνες της παραγωγικής δραστηριότητας και ταυτόχρονα συνιστούν τις βασικές κοινωνικές ομάδες του εργοστασίου.47 Μέσα σ’ αυτές εκδηλώνεται η τάση των εργατών για αυτοοργάνωση και η αυτοδιαχειριστική ικανότητά τους.48 Οι στοιχειώδεις ομάδες συγκροτούνται εξαρχής ενάντια στη διεύθυνση, όχι μόνο επειδή αγωνίζονται για να υπερισχύσουν τα συμφέροντά τους, αλλά γιατί η ίδια η βάση της ύπαρξής τους είναι η άμυνα έναντι της εκμετάλλευσης μέσω της αυτοδιεύθυνσης των εργασιών τους. Η κάθε ομάδα οργανώνει τη δραστηριότητα των μελών της και καθορίζει κανόνες συμπεριφοράς αμφισβητώντας με αυτό τον τρόπο την ύπαρξη μιας χωριστής διεύθυνσης.
Στην καστοριαδική περιγραφή της λειτουργίας ενός καπιταλιστικού εργοστασίου αντιδιαστέλλονται οι δυο εκ διαμέτρου αντίθετες οργανώσεις του. Η τυπική ή επίσημη οργάνωση που συμπυκνώνεται στα οργανογράμματα με τους επιμέρους διευθύνοντες να εφαρμόζουν τους κανονισμούς της επιχείρησης, να προσδιορίζουν την εργασία των εργαζομένων, να συλλέγουν πληροφορίες, να δίνουν εντολές και να καταλογίζουν ευθύνες.49 Την επίσημη αυτή οργάνωση αντιστρατεύεται η άτυπη οργάνωση, την οποία συγκροτούν άτομα και ομάδες σ’ όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της εργασίας τους, τις απαιτήσεις της παραγωγικότητας και τις ανάγκες του αγώνα τους ενάντια στην εκμετάλλευση. Έτσι, ως συνέπεια της αυτοοργάνωσης των εργαζομένων, δημιουργείται μια διαδικασία πραγματικής παραγωγής σε αντιδιαστολή με τη διαδικασία τυπικής παραγωγής. Στη διαδικασία της τυπικής παραγωγής περιλαμβάνονται όσα θα έπρεπε να συμβαίνουν στο εργοστάσιο, σύμφωνα με τα προγράμματα, τα διαγράμματα και τους κανονισμούς που έχει καθορίσει η διεύθυνση, ενώ στη διαδικασία της πραγματικής παραγωγής περιλαμβάνονται όσα συμβαίνουν πραγματικά.50
Η καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, αποφαίνεται ο Καστοριάδης, είναι βαθιά αντιφατική.51 Η καπιταλιστική διεύθυνση επιδιώκει να συναλλάσσεται αποκλειστικά με τον κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά, ενώ η παραγωγική διαδικασία είναι συλλογική. Ζητά τον εγκλεισμό του εργάτη σε αυστηρά καθορισμένες εργασίες, αλλά αναγκάζεται την ίδια στιγμή να στηρίζεται στις δημιουργικές του ικανότητες, τις οποίες η συνολική οργάνωση του εργοστασίου προσπαθεί να εξαλείψει. Η καπιταλιστική διεύθυνση αποσκοπεί στην αφαίρεση κάθε αυτενέργειας από μέρους του εργάτη, επειδή, όμως, ένας πλήρης προσδιορισμός της εργασίας στην πραγματικότητα είναι αδύνατος, η παραγωγή πραγματοποιείται τελικά μόνο χάρη στον εργάτη που καταφέρνει παρ’ όλ’ αυτά να διευθύνει την εργασία του υπερβαίνοντας το ρόλο του απλού εκτελεστή. Οι συγκρούσεις που απορρέουν απ’ αυτή την κατάσταση δημιουργούν τελικά μια αντιφατική στάση στους ίδιους τους εργάτες. Οι εργάτες αναγκάζονται, λόγω της καπιταλιστικής οργάνωσης, αφού χρεώνονται την οποιαδήποτε δυσλειτουργία και τιμωρούνται γι’ αυτή, να οργανώνονται με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για την παραγωγή, δηλαδή να βελτιώνουν τις μηχανές, να επινοούν καινούργιες μεθόδους κλπ. Όμως αν και ο διευθυντικός μηχανισμός επιδιώκει την εξάλειψη της δημιουργικότητας και της αυτοοργάνωσης των εργατών, εντέλει όχι μόνο επωφελείται από τις βελτιώσεις που επιφέρουν οι εργάτες στην παραγωγική διαδικασία, αλλά τις στρέφει και εναντίον τους. Αυτό έχει ως συνέπεια τη συνειδητή ή ασυνείδητη μείωση της συμμετοχής των εργατών στην παραγωγή. Η μειωμένη συμμετοχή εκδηλώνεται ως πτώση της απόδοσης ή αποσιώπηση καινούργιων ιδεών, π.χ. οι εργάτες εφαρμόζουν στις ατομικές τους μηχανές βελτιώσεις που κρύβουν από τους επιστάτες. Όμως οι εργάτες εξακολουθούν να οργανώνονται για να φέρουν εις πέρας μια εργασία τηρώντας πάντα κάποια προσχήματα για να δείξουν ότι σέβονται τους κανονισμούς γι’ αυτή την εργασία.52
Ποιες είναι, όμως, οι συνέπειες των αντιφάσεων της καπιταλιστικής παραγωγής όσον αφορά το επαναστατικό πρόταγμα και τον επαναπροσδιορισμό του σοσιαλισμού; Καταδεικνύοντας ως περιεχόμενο της πάλης των εργατών για την υπέρβαση των αντιφάσεων της καπιταλιστικής παραγωγής την αυτοοργάνωσή τους και την αυτοδιεύθυνση της παραγωγής, ο Καστοριάδης θέτει ως στόχο της επανάστασης τη συνολική αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας μέσω εργοστασιακών συμβουλίων που θα εξασφαλίζουν την ισοκατανομή της οικονομικής και της πολιτικής εξουσίας.53
Συντελείται κατ’ αυτό τον τρόπο μια μετάβαση από το εμπειρικό δεδομένο της αυτοοργάνωσης των εργαζομένων σε μια θετική πρόταση για το σοσιαλισμό, όπου το θεμέλιο της σοσιαλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας είναι η εργατική αυτοδιεύθυνση που εκδηλώνεται κυρίως σε δυο σφαίρες: στη διεύθυνση της επιχείρησης-εργοστασίου και τη διεύθυνση της οικονομίας στο σύνολό της.54 Η εργατική αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας ασκείται από το συμβούλια των εργαζομένων των επιχειρήσεων που έχουν τις ιστορικές τους ρίζες στις επιτροπές εργοστασίων στη Ρωσία το 1917, στα συμβούλια επιχείρησης στη Γερμανία το 1919 και στα εργατικά συμβούλια στην Ουγγαρία το 1956. Εμπνεόμενος από την ιστορική εμπειρία των προαναφερθέντων, ο Καστοριάδης προτείνει ένα μοντέλο όπου τα εργοστασιακά συμβούλια55 θ’ αποτελούν την αποκλειστική μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Στο καστοριαδικό αμεσοδημοκρατικό μοντέλο μιας αυτοδιευθονόμενης κοινωνίας όλες οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων λαμβάνονται από τους εκάστοτε ενδιαφερομένους, ενώ η ανακλητότητα των αντιπροσώπων θεωρείται προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την εύρυθμη λειτουργία του.56 Επιπλέον γνωρίσματα της αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας αποτελούν τόσο η διάχυση της πληροφορίας57 σε όλους τους πολίτες για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική συλλογική διαβούλευση όσο και η απόλυτη εξίσωση των μισθών.58
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 στις δημόσιες συγκεντρώσεις του περιοδικού η προσέλευση έχει αυξηθεί σημαντικά: έως και εκατό άτομα παρακολουθούν τις συζητήσεις, ενώ λίγα χρόνια νωρίτερα ο αριθμός των ατόμων σπάνια ξεπερνούσε τους είκοσι. Την ημέρα του πραξικοπήματος του Ντε Γκωλ το περιοδικό αριθμεί τριάντα οργανωμένα μέλη, ενώ δεκάδες συμπαθούντες έχουν προσεγγίσει την ομάδα, ώστε να οργανωθούν για μια αποτελεσματική δράση. Αυτή η «αθρόα» προσέλευση ανθρώπων είχε αξιοσημείωτες συνέπειες στην καθημερινότητα της ομάδας, αλλά και στην κατεύθυνση των θεωρητικών της ερευνών. Η αιφνίδια εισροή έφερε στο προσκήνιο ποικίλα οργανωτικά προβλήματα που αφορούσαν τόσο τον τρόπο διεξαγωγής των συζητήσεων όσο και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Φυσικό επακόλουθο των προηγουμένων ήταν να έρθει στην επιφάνεια το ζήτημα της οργάνωσης μιας επαναστατικής ομάδας γενικότερα.
Το ζήτημα της οργάνωσης, το οποίο δεν είχε απασχολήσει ξανά την ομάδα μετά το προσωρινό σχίσμα του 1951, είχε ως συνέπεια την οριστική αποχώρηση του Λεφόρ και άλλων (μεταξύ αυτών ο Ενρί Σιμόν) το 1958.59 Με αφορμή τα γεγονότα αυτά, ο Καστοριάδης θα πραγματευτεί το ζήτημα της οργάνωσης του επαναστατικού κινήματος στο Προλεταριάτο και οργάνωση, που δημοσιεύθηκε σε δύο μέρη τον Απρίλη και τον Ιούλη του 1959. Την ίδια χρονιά η ομάδα άρχισε να εκδίδει και το μηνιαίο περιοδικό Pouvoir Ouvrier (Εργατική Εξουσία), ενώ το 1960 αριθμεί πια περίπου 100 οργανωμένα μέλη σ’ όλη τη Γαλλία. Η ομάδα εξακολουθεί να διευρύνεται στις αρχές της δεκαετίας του 1960, κυρίως λόγω της σαφούς επαναστατικής της θέσης εναντίον του πολέμου της Αλγερίας και της απήχησης των ιδεών της στους φοιτητικούς κύκλους. Πλέον αρκετοί άνθρωποι συμμετέχουν στις δημόσιες συναντήσεις του περιοδικού, η επιρροή της ομάδας στους εργάτες της Ρενώ αυξάνει, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία συστήνεται η ομάδα Solidarity, που βασίζεται κυρίως στις θέσεις του Καστοριάδη.
4. Ο σύγχρονος γραφειοκρατικός καπιταλισμός
και το νέο επαναστατικό κίνημα
Η επικρατούσα αισιοδοξία λόγω των προαναφερθέντων γεγονότων και της διαφαινόμενης επαναστατικής έκρηξης ωθούν τον Καστοριάδη στην ανάλυση των γνωρισμάτων του σύγχρονου καπιταλισμού, με στόχο τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών ενός νέου επαναστατικού κινήματος. Η εργασία αυτή θα παρουσιαστεί στο Το επαναστατικό κίνημα στον σύγχρονο καπιταλισμό, που θα δημοσιευτεί σε συνέχειες από τον Δεκέμβρη του 1960 μέχρι τον Δεκέμβρη του 1961. Τα πορίσματα αυτής της εργασίας κατατείνουν στο ότι: α) ο έλεγχος του ύψους των οικονομικών δραστηριοτήτων από τις κυρίαρχες τάξεις με στόχο την αποτροπή των μεγάλων κρίσεων, β) η μεγάλη αύξηση της μαζικής κατανάλωσης, γ) η απουσία μαζικών πολιτικών οργανώσεων στις οποίες να συμμετέχει η εργατική τάξη, δ) η λειτουργία των συνδικάτων ως εργαλείου ελέγχου στην υπηρεσία του κεφαλαίου που διαπραγματεύονται την πειθαρχία των εργατών έναντι αυξήσεων του μισθού και ε) η εντεινόμενη ιδιώτευση του πληθυσμού συνιστούν πλέον τα γνωρίσματα του σύγχρονου καπιταλισμού στις δυτικές χώρες, τα οποία κυοφορούν καινούργιες προοπτικές επαναστατικής δράσης: «Η ωρίμανση των προϋποθέσεων του σοσιαλισμού συνεχίζεται λοιπόν, χωρίς αυτό να σημαίνει καθόλου μια ωρίμανση καθαρά αντικειμενική (αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων ή των «αντιφάσεων») ούτε μια ωρίμανση καθαρά υποκειμενική (συσσώρευση αποτελεσματικής πείρας στους προλετάριους) αλλά τη συσσώρευση των αντικειμενικών συνθηκών για πρόσφορη συνείδηση».60
Ο Καστοριάδης θεωρεί ότι μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η ταξική πάλη των εργατών, σε σημαντικό βαθμό, αφομοιώθηκε από τον μερικώς γραφειοκρατικό καπιταλισμό, εφόσον οι άμεσοι στόχοι της: α) αύξηση του πραγματικού μισθού, β) περιορισμός της ανεργίας και γ) μείωση του χρόνου εργασίας αποτελούν πλέον προϋποθέσεις της εύρυθμης λειτουργίας και της επιβίωσής του. Ο Καστοριάδης συνδέει την αύξηση των μισθών και το επίπεδό τους με τους αγώνες των εργαζομένων απορρίπτοντας τον καθορισμό του βιοτικού επιπέδου από «αντικειμενικούς νόμους». Έτσι στην καστοριαδική ανάλυση η αύξηση των μισθών είναι εφικτή εάν δεν ξεπερνά την αύξηση της απόδοσης, δίχως αυτό βέβαια να σημαίνει ότι ο καπιταλισμός θα πετύχει την εξάλειψη της φτώχειας. Ερμηνεύεται κατ’ αυτό τον τρόπο το εμπειρικό γεγονός ότι ο πληθυσμός στη μεγάλη του πλειοψηφία, και αντίθετα με την πρόβλεψη του Μαρξ, μετατράπηκε σε μισθωτό πληθυσμό και όχι σε βιομηχανικούς εργάτες.
Ο Καστοριάδης πείθεται όλο και περισσότερο ότι η μαρξική διάκριση μεταξύ καπιταλιστών και προλετάριων δεν ευσταθεί πλέον και πρέπει ν’ αντικατασταθεί από τη διάκριση μεταξύ διευθυνόντων και εκτελεστών.61 Αυτή η καινούργια διάκριση οφείλεται στο ότι η πυραμιδοειδής δομή των επιχειρήσεων στις οποίες εντάχτηκε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ανάγει σε στοιχείο κυριαρχίας στον σύγχρονο καπιταλισμό την ιεραρχική γραφειοκρατία που διαχέεται σε όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες και όχι την ισχύ του κεφαλαίου. Όμως σε αυτές τις συνθήκες ακόμη και η θεωρία της διαίρεσης ανάμεσα σε διευθύνοντες και εκτελεστές που επιχειρεί ο Καστοριάδης εντέλει αδυνατεί να παράσχει ένα κριτήριο διάκρισης των τάξεων, εφόσον τα σύνορα μεταξύ των δυο στις γραφειοκρατικές δομές της κοινωνικής οργάνωσης καθίστανται δυσδιάκριτα. Έτσι, αναγνωρίζοντας ότι η ίδια η έννοια της τάξης, είτε με την καθαρά κοινωνιολογική σημασία είτε με τη μαρξιστική της σημασία, δεν είναι πλέον γόνιμη, ο Καστοριάδης αποφασίζει να την εγκαταλείψει.
Στην καστοριαδική προοπτική το βιομηχανικό προλεταριάτο χάνει την προνομιακή του θέση ως εκφραστή των διεκδικήσεων της πλειονότητας της κοινωνίας,62 δίχως αυτό βέβαια να σημαίνει ότι δεν θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε μια επαναστατική διαδικασία.63 Όμως ο Καστοριάδης θα προχωρήσει πολύ περισσότερο. Είδαμε ότι με βάση την εξέταση της καπιταλιστικής επιχείρησης ο εργάτης δεν θεωρείται αμέτοχο στοιχείο της καπιταλιστικής οικονομίας, εφόσον η ανταλλακτική αξία της εργασιακής δύναμης δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί από αντικειμενικούς παράγοντες, αλλά προσδιορίζεται από τους εργατικούς αγώνες. Στην καστοριαδική ανάλυση η αξία χρήσης της εργατικής δύναμης δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αντικειμενικά, ούτως ώστε να διακυβεύεται η παραγωγικότητα σ’ έναν ατέρμονο αγώνα μέσα στην ίδια την παραγωγή. Κατ’ αυτό τον τρόπο, όμως, ούτε το προλεταριάτο με τη σειρά του υφίσταται απλώς την ιστορία του μέχρι τη στιγμή της επανάστασης, αλλά με τους αγώνες του αλλοιώνει την καπιταλιστική κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα αυτομετασχηματίζεται.
Ανεπαρκής κρίνεται από τον Καστοριάδη και η αντίφαση που διαπιστώνει ο Μαρξ ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τις καπιταλιστικές μορφές ιδιοκτησίας και την κατανομή του κοινωνικού προϊόντος, αντίφαση που συνέπειά της θεωρήθηκε η αναπόδραστη έκρηξη της επανάστασης. Πρώτον, επειδή στις ανατολικές χώρες οι «αντικειμενικές» οικονομικές αντιφάσεις εξαφανίζονται με την πλήρη συγκέντρωση του κεφαλαίου, ενώ η εκμετάλλευση των εργατών συνεχίζεται και, δεύτερον, επειδή στις δυτικές χώρες ο βαθμός επέμβασης του κράτους είναι αρκετός ώστε να διορθώσει τις σποραδικές διακυμάνσεις της οικονομίας.
Στα πρόθυρα της επερχόμενης «πατροκτονίας», ο Καστοριάδης αναγνωρίζει ως κεντρικό στοιχείο της σκέψης του Μαρξ, συνέπεια του εγκλωβισμού του στις καπιταλιστικές σημασίες της απεριόριστης κυριαρχίας και της ορθολογικότητας, την ιδέα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που στο σοσιαλισμό θα μεγιστοποιηθεί. Σε αντίθεση με τον κυρίαρχο μαρξισμό της εποχής του, ο Καστοριάδης δεν διαπιστώνει καμία αδυναμία ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό, ούτε κάποια αντίφαση ανάμεσα στην ανάπτυξή τους και τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. «Δεν φανερώνει αντίφαση η διαπίστωση ότι κάτω από το σοσιαλιστικό καθεστώς οι παραγωγικές δυνάμεις θα μπορούσαν ν’ αναπτυχθούν απείρως γρηγορότερα. Αποτελεί δε σόφισμα το να λέει κανείς ότι υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στις καπιταλιστικές μορφές και την ανάπτυξη των ανθρώπινων υπάρξεων, γιατί το να μιλάει κανείς για ανάπτυξη των ανθρώπινων όντων δεν έχει νόημα παρά μόνο στο βαθμό ακριβώς που τη θεωρεί σαν κάτι διαφορετικό από τις “παραγωγικές δυνάμεις”».64 Η πυρηνική, για τον Καστοριάδη, αντίφαση του σύγχρονου καπιταλισμού βρίσκεται στην παραγωγή και την εργασία, έγκειται δε στην προσπάθεια να μετατραπεί ο εργάτης σε απλό εκτελεστικό όργανο και την επακόλουθη αδυναμία του συστήματος να λειτουργήσει.
Η ταυτόχρονη επιδίωξη της συμμετοχής και του αποκλεισμού των ανθρώπων από τις δραστηριότητές τους (τόσο στην εργασία όσο και στην πολιτική) είναι στο καστοριαδικό πλαίσιο η μόνη πραγματική αντίφαση της σύγχρονης κοινωνίας και η κυριότερη πηγή της κρίσης της. Έτσι, ενώ η ικανότητα αυτοοργάνωσης των ανθρώπων είναι ζωτική συνθήκη για την ύπαρξη του καπιταλισμού, οι καπιταλιστικοί θεσμοί αποβλέπουν στην περιστολή και την εξάλειψη της ανθρώπινης δημιουργικής ικανότητας. Ο καπιταλισμός επιβάλλει την οργάνωση της ζωής των ανθρώπων από τα έξω αντίθετα προς τις επιθυμίες και τα ενδιαφέροντά τους και με αυτό τον τρόπο προκαλεί αναπόφευκτα την αντίδρασή τους. Παρ’ όλ’ αυτά, η ενοποίηση των εργατών και το ζήτημα της επαναστατικής τους δράσης δεν είναι εγγυημένα από μια αυτόματη διαδικασία ενσωματωμένη στην τεχνική εξέλιξη, αλλά αποτελούν πολιτικά προβλήματα των οποίων η λύση εξαρτάται από τη θεώρηση του συνόλου των προβλημάτων της κοινωνίας από το σύνολο των ανθρώπων. Η συγκάλυψη αυτής της διάστασης αποτελεί, σύμφωνα με τον Καστοριάδη, μια ακόμα αδυναμία της μαρξιστκής σκέψης: «Για να πούμε την αλήθεια, δεν υπάρχει στον παραδοσιακό μαρξισμό μια συστηματική θεωρητική απάντηση στην ερώτηση: τι είναι αυτό που πρέπει να οδηγήσει το προλεταριατο σε μια πολιτική δραστηριότητα που θα έχει για σκοπό τη μεταμόρφωση της κοινωνίας;»65 Η καστοριαδική θεώρηση του καπιταλισμού ως αλλότριας δύναμης συνιστά μια σημαντική απομάκρυνση από τη μαρξική έννοια του τρόπου παραγωγής και της ταξικής πάλης ως κινητήριας δύναμης της ιστορίας.
Η διευρυμένη και μόνιμα εντεινόμενη γραφειοκρατικοποίηση που επέφερε μια μεταμόρφωση των αξιών και των εννοιών καθώς και νέα μοντέλα συμπεριφοράς (ιδιώτευση, απάθεια, κατανάλωση και χειραγώγηση των ανθρώπων), όπως επίσης η απελευθέρωση της σεξουαλικότητας, οι εναλλακτικοί τρόποι ζωής και η αμφισβήτηση όλων των παραδοσιακών θεσμών (οικογένεια, εκπαίδευση, πολιτική) από τα κινήματα των νέων, των γυναικών και των μειονοτήτων, για τα οποία «ένας μαρξιστής είναι υποχρεωμένος να δηλώνει πως όλα αυτά τα κινήματα είναι μικρής σημασίας και δευτερεύοντα ή πρέπει να πάψει να είναι μαρξιστής»66, σε συνδυασμό με την κρίση νοήματος στο προσωπικό αλλά και στο κοινωνικό επίπεδο οδηγούν τον Καστοριάδη στη διαπίστωση ότι το επαναστατικό πρόταγμα εφεξής αφορά σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας. Το επαναστατικό πρόταγμα οφείλει να εμφορεί ένα ολικό κίνημα που να συμπεριλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες των ανθρώπων στην καθημερινότητά τους.67
Το επαναστατικό κίνημα, θα υποστηρίξει ο Καστοριάδης, πρέπει ν’ ανοικοδομηθεί αφού έρθει σε ρήξη με την ιδεολογία και την πρακτική των παραδοσιακών πολιτικών οργανώσεων. Η ουσία του σοσιαλισμού, όπως έδειξαν οι αναλύσεις της περιόδου 1955-1958, βρίσκεται στον εξανθρωπισμό της εργασίας, αλλά και της κοινωνίας στο σύνολό της μέσω της αυτοδιεύθυνσής της. Ο καπιταλισμός, περισσότερο από κάθε άλλο σύστημα, έβαλε την εργασία στο κέντρο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων τείνοντας ταυτόχρονα να την καταστήσει μια δραστηριότητα χωρίς νόημα. Αυτό γίνεται φανερό στη φύση, το περιεχόμενο, τις μεθόδους, τα όργανα και τα αντικείμενα της καπιταλιστικής παραγωγής.
Όμως η κριτική στον καπιταλισμό οφείλει να μην επικεντρωθεί αποκλειστικά στον παράλογο χαρακτήρα της ιεραρχίας στην παραγωγή και στην κοινωνία, αλλά πρέπει επίσης να συμπεριλάβει την καταγγελία της μόλυνσης του περιβάλλοντος, την αποδιάρθρωση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, την καταπίεση των νέων και των γυναικών, το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και την απάνθρωπη ζωή στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Για τους λόγους αυτούς ο Καστοριάδης κρίνει πως είναι αναγκαίο να εγκαταλειφθεί η ιδέα ότι οι οικονομικές διεκδικήσεις αποτελούν το κεντρικό πρόβλημα για τους εργαζομένους: «Τελικά αν το θεμελιακό πρόβλημα που η καπιταλιστική κοινωνία βάζει στους ανθρώπους ήταν το πρόβλημα της οικονομικής αθλιότητας, δεν βλέπουμε γιατί και πώς οι εργαζόμενοι θα οδηγούνταν να αγωνιστούν, με όλα όσα περιλαμβάνει σαν αλλαγή τόσο στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων όσο και στον προσανατολισμό της κοινωνίας».68 Έτσι, με δεδομένη την ιδεατή τάση του γραφειοκρατικού καπιταλισμού ν’ αλλοτριώσει ολοκληρωτικά τους εργαζομένους μέσω της υπόσχεσης της «ανόδου του επιπέδου ζωής», αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του επαναστατικού κινήματος να συνεισφέρει στην οργάνωση της πάλης τους ενάντια στις συνθήκες εργασίας και ζωής κατ’ αρχήν μέσα στην καπιταλιστική επιχείρηση.
Το επαναστατικό πρόταγμα αφορά πάνω απ’ όλα την πραγματική καθημερινή ζωή των ανθρώπων, εφόσον η ίδια η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος διαχέεται σε όλους τους τομείς της ζωής. Η καταπολέμηση των καπιταλιστικών σχέσεων στην παραγωγή και την πολιτική είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με την καταπολέμησή τους στην οικογένεια, τη σεξουαλικότητα, την παιδεία και τον πολιτισμό.
Όμως ο Καστοριάδης επισημαίνει ότι η επαναστατική δραστηριότητα υπόκειται με τη σειρά της σε μια αναπόφευκτη αντίφαση, μετέχει η ίδια στην κοινωνία την οποία θέλει να καταλύσει. Τα επαναστατικά κόμματα, στην πλειονότητά τους, κατά τη συγκρότηση και λειτουργία τους έχουν αφομοιώσει το καπιταλιστικό μοντέλο οργάνωσης μιας επιχείρησης (διαίρεση διευθυνόντων-εκτελεστών, ιεραρχία, ειδίκευση). Παρά ταύτα, ο Καστοριάδης δεν προτείνει μια διέξοδο ή κάποια εγγύηση. Στο καστοριαδικό σχήμα μια θεωρητική λύση αυτής της αντίφασης δεν μπορεί να υπάρξει, όπως επίσης δεν μπορεί να υπάρξει καμία άλλη εγγύηση ενάντια στη γραφειοκρατικοποίηση εκτός από τη σκέψη και αυτενέργεια των μελών του επαναστατικού κινήματος. Εύλογο λοιπόν το αίτημα που θέτει ο Καστοριάδης, ότι στόχος και προϋπόθεση συνάμα της πάλης των εργατών θα πρέπει να είναι η αυτοδιεύθυνσή της. Το επαναστατικό κίνημα οφείλει να πάψει να είναι μια οργάνωση ειδικών και να γίνει ένας χώρος όπου οι άνθρωποι πραγματώνονται και αναπτύσσονται εργαζόμενοι για ένα κοινό σχέδιο μέσα στην αμοιβαία αναγνώριση. «Σε όλους τους αγώνες, ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται ένα αποτέλεσμα έχει μεγαλύτερη σημασία από την ίδια την επιτυχία».69
Το κύριο πρόβλημα, όμως, παραμένει και στο καστοριαδικό σχήμα η αρμονική επίλυση του ζητήματος του κεντρικού συντονισμού των δραστηριοτήτων. Αν μόνο από και μέσω ενός γνήσια δημοκρατικού επαναστατικού κινήματος μπορεί ν’ ανοικοδομηθεί μια σοσιαλιστική κοινωνία, τότε, σύμφωνα με τον Καστοριάδη: α) οι οργανώσεις βάσης πρέπει να διαθέτουν τη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία στον καθορισμό των δραστηριοτήτων τους. Αυτή η αυτονομία, όμως, θα πρέπει να εντάσσεται ομαλά στη γενική δράση του κινήματος. β) οι συλλογικές αποφάσεις πρέπει να επιδιώκεται να εφαρμόζονται παντού όπου είναι εφικτό, εφόσον η άμεση δημοκρατία είναι αρχή και ζητούμενο της εργατικής αυτοδιεύθυνσης. γ) οι κεντρικοί οργανισμοί οφείλουν να συγκροτούνται από αντιπροσώπους άμεσα εκλεγμένους από τις οργανώσεις της βάσης και να είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητοί.
Τα προηγούμενα, όμως, συνεπάγονται ότι η ίδια η αντίληψη της επαναστατικής θεωρίας πρέπει ν’ αλλάξει και συγκεκριμένα ως προς: α) την πηγή των ιδεών και των αρχών της, β) το αντικείμενο και τη λειτουργία της και, τέλος, γ) τον τρόπο επεξεργασίας της. Τι όμως σημαίνουν όλ’ αυτά για το μαρξισμό;
Ο ριζικός μετασχηματισμός του παραδοσιακού καπιταλισμού, που έλαβε χώρα μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στις δυτικές χώρες, η ανάδυση του γραφειοκρατικού καπιταλισμού στις ανατολικές, η εξαφάνιση του εργατικού κινήματος ως οργανωμένου ταξικού κινήματος που αμφισβητεί τα θεμέλια του καπιταλισμού και η κατάρρευση της αποικιακής κυριαρχίας δίχως να ξεσπάσει μια βαθιά κρίση στις οικονομίες των βιομηχανικών χωρών σηματοδοτούν για τον Καστοριάδη το τέλος του μαρξισμού: «Σχεδόν τίποτα απ’ αυτό που είχε γίνει ουσιώδες για μας δεν είχε σταθεί ουσιώδες για τον Μαρξ, σχεδόν τίποτε απ’ αυτό που ήταν ουσιώδες για τον Μαρξ δεν ήταν πια ουσιώδες για μας εκτός από τη λέξη επανάσταση, που σήμερα τη βρίσκεις σ’ όλες τις γωνιές των δρόμων – κι από την παθιασμένη αναζήτησή του της αλήθειας και, παρ’ όλα όσα έχει πει, του δικαίου που δεν άρχισε μ’ αυτόν και δεν θα τελειώσει με εμάς».70
Όπως εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς, οι θέσεις που ανέπτυξε ο Καστοριάδης προκάλεσαν έντονες κριτικές και είχαν σοβαρές συνέπειες στη λειτουργία του περιοδικού. Έτσι, μόλις τον Ιούλη του 1963 έληξε η έντονη διαμάχη που είχε ξεκινήσει από το 1959 ανάμεσα στα μέλη που υποστήριζαν τις θέσεις που ανέπτυξε ο Καστοριάδης και σ’ αυτούς που έμεναν πιστοί στον μαρξισμό.71 Η πρώτη τάση κράτησε το περιοδικό Socialisme ou Barbarie και το όνομα της ομάδας, ενώ η δεύτερη το μηνιαίο Pouvoir Ouvrier.72 Εν τω μεταξύ η απήχηση του περιοδικού είναι μεγαλύτερη παρά ποτέ. Πωλούνται γύρω στα χίλια αντίτυπα κάθε τεύχους και παρακολουθούν γύρω στα διακόσια άτομα τις δημόσιες συζητήσεις, ωστόσο οι αναγνώστες του περιοδικού παραμένουν, κατά τα λεγόμενα του Καστοριάδη, παθητικοί δέκτες με ελάχιστη συμμετοχή.73
Τον Ιούνη του 1965, με την έκδοση του τεσσαρακοστού τεύχους του S.ou B., ολοκληρώνεται η εκδοτική δραστηριότητα της ομάδας, που διαλύεται οριστικά τον Ιούνη του 1967. Στην εγκύκλιο επιστολή προς τους αναγνώστες με θέμα τη διακοπή της έκδοσης του περιοδικού ο Καστοριάδης θα γράψει: «Το περιοδικό Socialisme ou Barbarie δεν ήταν ποτέ ένα περιοδικό καθαρής θεωρητικής έρευνας [...] δεν είχε νόημα για μας καθαυτό, παρά μονάχα σαν στιγμή και όργανο ενός επαναστατικού πολιτικού προτάγματος [...] όμως η σύσταση μιας πολιτικής οργάνωσης στις συνθήκες που μας περιβάλλουν –και των οποίων αναμφίβολα αποτελούμε ένα τμήμα– υπήρξε και παραμένει αδύνατη [...]. Μια επαναστατική δραστηριότητα δεν θα ξαναγίνει δυνατή παρά μονάχα τη στιγμή που μια ριζική ιδεολογική ανοικοδόμηση θα συναντηθεί με ένα πραγματικό κοινωνικό κίνημα».74
Το «επάγγελμα» που φοβάται ο Κυριάκος!
Πριν από 4 ώρες
Ρε συ Χαράλαμπε μήπως ξέρεις εάν υπάρχει πουθενά τα απομνημονεύματα του Μπάρμπα Γιάννη του Γαλανόπουλου??????????
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζω οτι το χε βγάλει ο Καραμπελιάς αλλά δεν ξέρω άμα υπάρχει.....
Κώστας (όχι ο PYLOS)