Μέσα σε κλίμα μαζικής αδιαφορίας των λαών της Ευρώπης για τις ευρωεκλογές, επαναλαμβάνεται την επομένη εβδομάδα η ίδια κωμωδία: οι λαοί ψηφίζουν τους «αντιπροσώπους» τους σε ένα σώμα που όχι μόνο ουσιαστικά δεν ελέγχουν, όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε αντιπροσωπευτικό σώμα, αλλά ούτε μπορεί να προσποιηθεί ότι παίρνει σημαντικές αποφάσεις για την τύχη τους. Είναι γνωστό ότι το 80% της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας καθορίζεται όχι από τις πολιτικές ελίτ στα εθνικά κοινοβούλια, ούτε βέβαια από την ελίτ στο ευρωκοινοβούλιο, αλλά από μια «σουπερ-ελίτ» επαγγελματιών πολιτικών στις συνδιασκέψεις κορυφής και την Κομισιόν, η οποία συνίσταται από τους εκπροσώπους των περισσότερο αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών που μετέχουν στην Ε.Ε. και στην «Ομάδα των 7», η οποία αποτελεί το πολιτικό τμήμα της υπερεθνικής ελίτ. Το γεγονός αυτό έχει γίνει, αργά αλλά σταθερά, κοινή συνείδηση στους Ευρωπαίους πολίτες, όπως φαίνεται από τη συνεχή πτώση του ποσοστού συμμετοχής που από 63% στις πρώτες «άμεσες» εκλογές στο ευρωκοινοβούλιο, το 1979, έπεσε στο 45% το 2004, ενώ ακόμη και το Ευρωβαρόμετρο τώρα προβλέπει ποσοστό κάτω από το 40%!
Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό, μολονότι επίσης διαχρονικά μειούμενο, είναι ψηλότερο διότι η ψήφος είναι υποχρεωτική όχι μόνο νομικά, αλλά, κυρίως, πρακτικά εφόσον τα κόμματα εξουσίας έχουν πολύ ισχυρότερες πελατειακές σχέσεις από τα αντίστοιχα κόμματα σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, μάλιστα, τα μόνα κόμματα που αναμένονται να αυξήσουν σημαντικά τη δύναμη τους είναι αυτά που, άμεσα η έμμεσα, θέτουν θέμα εξόδου της χώρας τους από την Ε.Ε, και αποκαλούνται «εξτρεμιστικά» από τα ΜΜΕ. Τα κόμματα αυτά δεν ανήκουν στην αντισυστημική Αριστερά (που δεν μετέχει συνήθως σε παρόμοια εκλογικά πανηγύρια) αλλά είναι, κυρίως, λαϊκιστικά κόμματα που καταφέρονται (δίκαια) κατά της νεοφιλελεύθερης/σοσιαλφιλελεύθερης Ε.Ε. και της παγκόσμιας κρίσης και μαζικής ανεργίας, και (άδικα) κατά των μεταναστών, απευθυνόμενα στα λαϊκά στρώματα χαμηλής συνειδητοποίησης, που δεν αντιλαμβάνονται ότι οι μετανάστες αποτελούν σύμπτωμα και όχι αιτία της κρίσης.[1] Αντίθετα, στην Ελλάδα, εάν βγουν σωστές οι δημοσκοπήσεις, το μόνο μικρό κόμμα που θα βγει σημαντικά ενισχυμένο είναι οι Οικολόγοι-Πράσινοι που στηρίζουν πλήρως την Ε.Ε., σαν παρακλάδι των πάλαι ποτέ ριζοσπαστών Ευρωπαίων Πράσινων, οι οποίοι έδειξαν παντοιοτρόπως την «ριζοσπαστικότητα» τους μόλις έγιναν κόμμα εξουσίας. Έτσι, όχι μόνο στήριξαν, άμεσα ή έμμεσα, κυβερνήσεις που μας έφεραν σήμερα στο χείλος της οικολογικής καταστροφής, αλλά και υιοθέτησαν πλήρως την ιδεολογία της Νέας Τάξης για την δήθεν προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, καταλήγοντας να στηρίζουν την ΝΑΤΟική επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας, τον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας», τη τήρηση ίσων αποστάσεων στο Παλαιστινιακό κ.λπ.
Το γεγονός, άλλωστε, ότι οι Ευρωεκλογές δεν αφορούν βασικά τους λαούς αλλά μόνο τις ελίτ των επαγγελματιών πολιτικών φάνηκε ξεκάθαρο με την σημερινή παγκόσμια κρίση, όπου έγινε φανερό ότι η μόνη «κοινή Ευρωπαϊκή πολιτική» είναι αυτή που υποστηρίζει η υπερεθνική ελίτ και θεμελιώνεται στις καταστατικές συνθήκες της Ε.Ε (Μάαστριχτ, Λισσαβόνας κ.λπ.), οι οποίες θεσμοποιούν την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στον Ευρωπαϊκό χώρο. Δηλαδή, τις ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων και τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, που είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την παραπέρα ανάπτυξη των πολυεθνικών. Ο Ελληνικός λαός, που αρχικά είχε στη πλειοψηφία του πεισθεί για τον Ευρωπαϊκό παράδεισο, μεταστρέφεται σήμερα μαζικά και, όπως δείχνει πρόσφατη έρευνα, «για πρώτη φορά τώρα το κέντρο βάρους αρχίζει να στρέφεται εναντίον της Ε.Ε., με το 57,7% της κοινής γνώμης να έχει και συνεκτικά αρνητική γνώμη».[2] Μολονότι η πλειοψηφία ακόμη δεν στρέφεται εναντίον της ίδιας της Ε.Ε. και φαίνεται απλώς να καταδικάζει τις πολιτικές της, είναι προφανές πού οδηγεί η δυναμική αυτή μακροπρόθεσμα, όσο συνειδητοποιείται ότι οι πολιτικές αυτές δεν εξαρτώνται από το ποιό κόμμα είναι στην εξουσία, αλλά επιβάλλονται από το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Γεγονός που συγκαλυπτόταν όλα αυτά τα χρόνια από τις επιδοτήσεις, οι οποίες δημιουργούσαν μια τεχνητή καταναλωτική ευμάρεια που δεν αντιστοιχούσε στις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, (όπως φανερώνει ο σχεδόν τριπλασιασμός του ελλείμματος στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών σε σχέση με το Α.Ε.Π. μετά την ένταξη).[3]
Παρ’ όλα αυτά, η Ε.Ε. δεν αμφισβητείται όχι μόνο από τα κόμματα εξουσίας ―με προεξάρχον το ΠΑΣΟΚ που, (ως αντιπολίτευση), ανακάλυψε πάλι τον «σοσιαλισμό», τη στιγμή που (ως κυβέρνηση) εφάρμοσε πιστά τις σοσιαλφιλελεύθερες πολιτικές της Ε.Ε― αλλά και από την ρεφορμιστική Αριστερά, σε αντίθεση με το ΚΚΕ που μολονότι δεν βάζει ρητά αίτημα «έξω από την Ε.Ε.», σαφώς θέτει θέμα συμμετοχής μας σε αυτήν.[4] Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει την Ε.Ε. (έστω και αν κάποιες συνιστώσες του δηλώνουν αντι-Ε.Ε., αλλά παραμένουν σε αυτόν!), στοχεύοντας σε μια Ε.Ε. «α-λα-καρτ» και απορρίπτοντας κάποιες πολιτικές της, αλλά όχι την ίδια την Ε.Ε. Και αυτό, ενώ γνωρίζουν καλά ότι παρόμοια προοπτική ανατροπής «από μέσα» θεμελιακών πολιτικών είναι αδύνατη, όχι μόνο λόγω του συσχετισμού δυνάμεων στην Ευρώπη των 27, αλλά και διότι δεν θα την έκαναν ποτέ δεκτή οι οικονομικές ελίτ (κυρίως οι Ευρωπαϊκές πολυεθνικές) που στηρίζουν την ανάπτυξη τους στο διεθνές εμπόριο και την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίου, καθώς και οι πολιτικές ελίτ ―τους πολυδάπανους εκλογικούς αγώνες των οποίων (και όχι μόνο!) χρηματοδοτούν.
Αντίστοιχα ισχύουν και για τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αλλά ακόμη και για κάποιους στον «αντιεξουσιαστικό» χώρο που υιοθετούν «αναρχικούς» όπως οι Τσόμσκι, Ζινν, Αλμπερτ κ.α., οι οποίοι υποστηρίζουν τον δήθεν «προοδευτικό» ρόλο της Ε.Ε σε σχέση με τις ΗΠΑ, τον «προοδευτικό» Ομπάμα έναντι του ΜακΚεην κλπ! Έτσι, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν θέτει αίτημα εξόδου από την Ε.Ε, αλλά δηλώνει ότι μετέχει στις ευρωεκλογές για «να συμβάλει στον αγώνα κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την αντικαπιταλιστική διεθνιστική ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον καπιταλισμό και τις κυβερνήσεις που διαχειρίζονται αυτή την πολιτική». Δηλαδή, μέχρι να γίνει (σε τρία τέρμινα) η διεθνικιστική ρήξη με την Ε.Ε., η έξοδος από αυτήν παραπέμπεται στις Ελληνικές καλένδες! Και φυσικά η αντισυστημική δικαιολόγηση του αιτήματος για έξοδο από την ΕΕ δεν έχει σχέση με «εθνικές περιχαρακώσεις», όπως κάποιοι στην «αριστερά» την διαστρεβλώνουν. Ένας πραγματικός διεθνισμός σήμερα μπορεί να ξεκινά μόνο από τις τοπικές κοινότητες και περιφέρειες που συνομοσπονδιοποιούνται πανεθνικά και, αργότερα πανευρωπαϊκά και παγκόσμια, ανάλογα με τον βαθμό συνειδητοποίησης του κάθε λαού, ο οποίος συναρτάται με τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες της κάθε χώρας. Και οι συνθήκες αυτές είναι σήμερα περισσότερο ανομοιογενείς από ποτέ, παρά την διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς (ή, ορθότερα, εξαιτίας της), που ενέτεινε περισσότερο την ανισόμερη ανάπτυξη.
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Βασιλιάς Δαγρές
Πριν από 4 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου