Για να μπορεί να λειτουργεί ομαλά μια καπιταλιστική κοινωνία όλα τα προϊόντα που παράγονται μέσα στο σύστημα πρέπει να αγοράζονται. Όπως είδαμε πριν, οι εργάτες δεν μπορούν να αγοράσουν παρά μόνο ένα τμήμα της παραγωγής για δική τους κατανάλωση, γιατί το επίπεδο ζωής τους συμπιέζεται έτσι ώστε να μπορούν να δημιουργούνται κέρδη.
Αυτό, συνήθως, σημαίνει ότι το υπόλοιπο μέρος της παραγωγής πρέπει να το αγοράσουν οι ίδιοι οι καπιταλιστές. Ένα εξωφρενικά μεγάλο κομμάτι πηγαίνει για την δική τους παραφουσκωμένη κατανάλωση. Το πιο σημαντικό κομμάτι, όμως, πηγαίνει στις επενδύσεις τους σε καινούργια εργοστάσια και μηχανήματα με την ελπίδα ότι θα αποδώσει νέα κέρδη.
Αν τα ποσοστά κέρδους δεν είναι ικανοποιητικά, αυτές οι επενδύσεις δεν θα πραγματοποιηθούν σε αυτά τα υψηλά επίπεδα που είναι απαραίτητα για να πουληθούν όλα όσα έχουν παραχθεί.
Όπως είδαμε αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια κρίση υπερπαραγωγής, το άνοιγμα ενός χάσματος ανάμεσα σε αυτά παράγονται και αυτά που αγοράζονται. Αν δεν γεφυρωθεί αυτό το χάσμα, το αποτέλεσμα θα είναι η ύφεση.
Κενό
Όμως, υπάρχουν και άλλα πράγματα που μπορούν να γεφυρώσουν το κενό ανάμεσα σε αυτά που παράγονται και αυτά που μπορούν να αγοραστούν με τα εισοδήματα των εργατών και των καπιταλιστών.
Ένα παράδειγμα είναι η ώθηση να αυξηθούν δραματικά οι εξαγωγές. Ένα άλλο είναι οι εξοπλισμοί. Ένα τρίτο είναι η αύξηση του χρέους που επιτρέπει στον κόσμο να αγοράζει προϊόντα πέρα από ό,τι του επιτρέπουν τα εισοδήματά του.
Αυτό ακριβώς έγινε μαζικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Βρετανία και μερικές ακόμα χώρες ανάμεσα στο 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Στις ΗΠΑ το συνολικό χρέος αυξήθηκε από μιάμιση φορά το εθνικό εισόδημα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε σχεδόν τρισήμιση φορές το 2007.
Ένα κομμάτι αυτής της αύξησης οφείλεται στα κρατικά χρέη που τινάχτηκαν στα ύψη από την χρηματοδότηση των εξοπλιστικών δαπανών του Ρήγκαν τη δεκαετία του 1980 και του Μπους στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ένα άλλο κομμάτι είναι χρέος των επιχειρήσεων που αυξήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και ξανά στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Και ένα μεγάλο τμήμα είναι προσωπικά χρέη, που εικοσαπλασιάστηκαν στο διάστημα 1980-2006. Το 2006 το χρέος των νοικοκυριών στις ΗΠΑ αντιστοιχούσε στο 127% του συνόλου των προσωπικών εισοδημάτων -έναντι μόλις 36% το 1952 και 60% στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Κάποια από αυτά τα χρέη ανήκουν σε πλούσιους, αλλά ένα μεγάλο κομμάτι ανήκει στους εργάτες, που τα εισοδήματά τους είτε έχουν μείνει στάσιμα, είτε έχουν πέσει. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 οι καταναλωτές στις ΗΠΑ δαπανούσαν κατά μέσο όρο 2% με 4% περισσότερα από τα εισοδήματά τους.
Το χρέος εξυπηρετούσε δυο λειτουργίες για τον καπιταλισμό. Από τη μια προσέφερε μια ροή πληρωμών από τόκους που μεγάλωναν τα κέρδη των καπιταλιστών.
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΣ
Η αναλογία των κερδών του χρηματοπιστωτικού τομέα, ως προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, αυξήθηκε πάνω από έξι φορές από το 1982 ως τις αρχές του 2007 στις ΗΠΑ και το μερίδιό τους στα συνολικά κέρδη αυξήθηκε από το 15% που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στο 50%, σχεδόν, το 2001.
Τη δεκαετία του 1990 η General Motors και η Ford στράφηκαν στα χρηματοπιστωτικά παιχνίδια για να αυξήσουν τα χαμηλά κέρδη που έβγαζαν παράγοντας πραγματικά αντικείμενα.
Από το 1992 μέχρι το 1999 οι "οικονομικές υπηρεσίες" συνεισέφεραν πάνω από το 50% των κερδών της General Motors.
Η άλλη λειτουργία, όμως, του χρέους ?δηλαδή, η εξασφάλιση μιας αγοράς για πράγματα που ο κόσμος, οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις δεν θα μπορούσαν να προμηθευτούν μόνο με τα εισοδήματά τους- έγινε ακόμα πιο σημαντική.
Για να το πούμε απλοϊκά, χωρίς την αύξηση του χρέους πολλά από τα προϊόντα που παράγει ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσαν να πουληθούν και θα είχαμε μια σχεδόν μόνιμη ύφεση.
Ήταν σαν η διαρκής οικονομία των όπλων που επικρατούσε τα μεταπολεμικά χρόνια να είχε δώσει τη θέση της στη διαρκή οικονομία του χρέους.
Η οικονομία του χρέους ήταν αφάνταστα σπάταλη. Ένα τεράστιο κομμάτι του πλούτου δεσμεύτηκε για να χτιστούν ογκώδη κτίρια γραφείων για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Το ένα τέταρτο των συνολικών επενδύσεων σε ακίνητα στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και σε όλη τη δεκαετία του 1990 ανήκε στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η σπατάλη ήταν ακόμα μεγαλύτερη στη Βρετανία κάτω από τις κυβερνήσεις του Νέου Εργατικού Κόμματος.
Ο χρηματοπιστωτικός τομές και ο τομέας παροχής υπηρεσιών προς τις επιχειρήσεις διογκώθηκαν τόσο ώστε οι επενδύσεις τους να είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερες από ό,τι της βιομηχανίας και να αντιστοιχούν στο ένα τρίτο σχεδόν της οικονομίας το 2004 με μια προστιθέμενη αξία 344,5 δισεκατομμυρίων λιρών. Όμως ούτε οι καπιταλιστές, ούτε οι κυβερνήσεις ανησυχούσαν για αυτή τη σπατάλη όσο τα πράγματα πήγαιναν καλά. Ίσα-ίσα κόμπαζαν ότι δημιουργούσε ευημερία.
Στην πραγματικότητα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000 χάθηκαν στη Βρετανία 1,5 εκατομμύριο δουλειές στη βιομηχανία, ενώ δημιουργήθηκαν περίπου 1,5 εκατομμύρια δουλειές στον "πιστωτικό τομέα και τις επιχειρηματικές υπηρεσίες".
ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν δημιουργεί τίποτα. Ασχολείται με την μετακίνηση χρημάτων και τίτλων ιδιοκτησίας των περιουσιών. Κάποιες από αυτές τις μετακινήσεις μπορούν να θεωρηθούν απαραίτητες -όταν αφορά στα ζητήματα πληρωμής για μισθούς και αγαθά. Αλλά ο μεγάλος όγκος αφορά μόνο στη διανομή των κερδών ανάμεσα στα διαφορετικά τμήματα της αστικής τάξης, όπως γίνεται με το παιχνίδι της ανταλλαγής των πακέτων χρηματοδότησης των στεγαστικών δανείων ή του τζόγου με τις μετοχές στα χρηματιστήρια.
Αυτή ήταν η μεγάλη αντίφαση της οικονομίας του χρέους. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας πλήρωνε κέρδη στους κατόχους του, μπόνους στους κερδοσκόπους του, μισθούς στους εργαζόμενούς του και δάνεια στους δανειολήπτες του. Αλλά ο ίδιος δεν παρήγαγε ούτε προσέφερε κανένα από τα αγαθά τα οποία επρόκειτο να αγοραστούν με αυτά τα εισοδήματα.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι μπορούσε να συγκαλύπτει τα υποβόσκοντα προβλήματα που επιβράδυναν το σύστημα στο σύνολό του αλλά δεν μπορούσε να τα ξεπεράσει. Οι «φούσκες» -οι τεχνητές οικονομικές ανθήσεις με λεφτά από τον χρηματοπιστωτικό τομέα- κατάφεραν να βγάλουν την οικονομία από την ύφεση των μέσων της δεκαετίας του 1980, του 1990 και του 2000.
Τα προϊόντα είχαν τη δυνατότητα να πουληθούν και αυτό ενθάρρυνε την επέκταση της παραγωγής -και μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις, όπως στις ΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του 1990 σε αρκετά σημαντικό βαθμό.
Αλλά στο τέλος έφτανε πάντα ένα σημείο όπου η ζήτηση που δημιουργούσε αυτή η χρηματοπιστωτική φούσκα για το σύστημα συνολικά, δεν μπορούσε πια να καλυφθεί με τρόπο κερδοφόρο.
Έτσι ξέσπασαν κρίσεις το 1990 και ξανά το 2001-2. Στη Βρετανία, η πρώτη κρίση είχε καταστροφικά αποτελέσματα, οι τιμές των ακινήτων έπεσαν δραματικά, οι κατασχέσεις κατοικιών έσπασαν όλα τα ρεκόρ και ένας μεγάλος αριθμός από σημαντικές επιχειρήσεις χρεοκόπησαν. Η δεύτερη κρίση ήταν λιγότερο εμφανής στο σύνολο της οικονομίας, η οποία συνέχισε να εξαπλώνεται, αλλά κατέστρεψε σημαντικούς τομείς της βιομηχανίας - όπως με την κατάρρευση δυο από τις πιο διάσημες επιχειρήσεις του βρετανικού καπιταλισμού, την GEC-Ferranti και την ICI.
Ανάμεσα σε αυτές της δυο κρίσεις που χτύπησαν τις χώρες της Δύσης υπήρχε και μια άλλη κρίση που χτύπησε το 40% του πλανήτη. Ξεκίνησε από την Ασία το 1997 (από χώρες σαν την Ταϊλάνδη και τη Νότια Κορέα που θεωρούντο παραδείγματα για το πόσο θαυμαστός μπορούσε να είναι ο καπιταλισμός) και απλώθηκε μέσα στον επόμενο χρόνο μέχρι τη Ρωσία (που υποτίθεται ότι θα ήταν σε πλεονεκτική θέση μετά την κατάρρευση του δικού της κρατικού καπιταλισμού το 1991) και το μεγαλύτερο τμήμα της Λατινικής Αμερικής. Ύστερα, τον Σεπτέμβρη του 1998 απείλησε, στο παρά πέντε, να χτυπήσει την οικονομία των ΗΠΑ όταν το Long Terminal Capital Management (LCTM), ένα αντασφαλιστικό κερδοσκοπικό αμοιβαίο κεφάλαιο (ένα hedge fund που είχε, ανάμεσα στους διευθυντές του, και δυο νομπελίστες οικονομολόγους) άρχισε να καταρρέει.
ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΚΕΪΝΣΙΑΝΙΣΜΟΣ
Το αμερικάνικο κράτος, με τη μορφή του Άλαν Γκρίνσπαν, αγνόησε όλα τα επίσημα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα της ελεύθερης αγοράς για «τους ανθρώπους που θα πρέπει να στηρίζονται στα δικά τους πόδια» και κάλεσε τους τραπεζίτες σε μια έκτακτη μεταμεσονύκτια σύσκεψη με στόχο να σταματήσει την κατάρρευση. Και ύστερα κατέβασε τα επιτόκια για να εμποδίσει την συρρίκνωση της υπόλοιπης οικονομίας. Ανάμεσα στις επιχειρήσεις που μπήκαν τότε μπροστά για να αγοράσουν μετοχές της LCTM έναντι 100 εκατομμυρίων δολαρίων ήταν και η Lehman Brothers.
Η επιχείρηση ξελασπώματος του Γκρίνσπαν προφύλαξε την οικονομία των ΗΠΑ από την κρίση -αλλά μόνο για δυο χρόνια ακόμα.
Το 1999 και στις αρχές του 2000 οι τιμές των μετοχών συνέχισαν να ανεβαίνουν και να ανεβαίνουν. Εταιρίες του διαδίκτυου (οι διαβόητες dot com) που δεν είχαν τίποτα ούτε παρήγαγαν τίποτα έφτασαν να θεωρούνται ότι άξιζαν δισεκατομμύρια καθώς επενδυτικά κεφάλαια και πλούσιοι ιδιώτες διαγωνίζονταν αναμεταξύ τους για ένα μερίδιο σε αυτή την κοσμογονία.
Οι επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών δανείστηκαν τεράστια ποσά για να επενδύσουν σε νέα δίκτυα οπτικών ινών.
Οι περισσότεροι επίσημοι οικονομολόγοι εκτιμούσαν ότι ο καπιταλισμός είχε βρει ένα "νέο παράδειγμα", πράγμα που σήμαινε ότι δεν θα υπήρχαν ποτέ ξανά οικονομικές κρίσεις. Η λογιστική εταιρεία Waterhouse Coopers προέβλεπε το 1999: "Οι χρονιές 2000-2002 θα αντιπροσωπεύουν την μια και μοναδική πιο βαθιά εδραιωμένη περίοδο οικονομικής και επιχειρηματικής αλλαγής που έχει δει ο κόσμος ποτέ, μια περίοδο καθόλου διαφορετική από τη βιομηχανική επανάσταση, αλλά πολύ πιο ραγδαία -με ταχύτητα διαδικτύου".
Ο Γκόρντον Μπράουν υιοθέτησε ένα σλόγκαν το οποίο επρόκειτο να επαναλαμβάνει σαν ρεφρέν με την κανονικότητα ενός ρολογιού για τα επόμενα δέκα χρόνια -δεν επρόκειτο να υπάρξει "επιστροφή στην εποχή του κύκλου της άνθησης και της ύφεσης". Το επίσημο μήνυμα προς τους ανθρώπους που ανησυχούσαν για το αν θα έπαιρναν κάποτε μια αξιοπρεπή σύνταξη στα γεράματά τους ήταν να αποταμιεύουν μέσω των αμοιβαίων κεφάλαιων και των ταμείων που τζογάριζαν τα λεφτά τους στο χρηματιστήριο.
Η διαφορετικότητα είναι η αδυναμία μας
Πριν από 45 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου