Στην εποχή μας, εποχή βαθύτατης κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, όπου το μισό προλεταριάτο του πλανήτη μαστίζεται από την ανεργία, τη μερική ή προσωρινή απασχόληση, το κεντρικό πρόβλημα της εργατικής τάξης είναι η ανεργία και ένα από τα βασικά αιτήματα η υπεράσπιση της απασχόλησης. Επιπλέον, όλες οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις μας βομβαρδίζουν καθημερινά με την εργασία: από τη δεύτερη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1985 που, για να δικαιολογήσει το πρώτο σταθεροποιητικό πρόγραμμα, λανσάρισε το σύνθημα «καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε», μέχρι τη σημερινή κυβέρνηση, που προσπαθεί να μας πείσει ότι πρέπει να γίνουμε πιο παραγωγικοί, ότι τεμπελιάζουμε με πολλές αργίες, με 8ωρο - 5νθήμερο, με πολλές κατακτήσεις, ότι πρέπει να δουλεύουμε περισσότερο και καλύτερα, με όποιους όρους θέλει ο εργοδότης και να πληρωνόμαστε λιγότερο αν θέλουμε να επιβιώσουμε στο σκληρό ανταγωνισμό της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Όλα φαίνεται να περιστρέφονται γύρω από την εργασία.
Σε μια τέτοια συγκυρία, η επανέκδοση της μπροσούρας του Λαφάργκ «Το δικαίωμα στην τεμπελιά» φαντάζει παράταιρη, ένα κακόγουστο αστείο, μια πρόκληση. Μια τέτοια μπροσούρα έχει θέση μόνο σε εποχές που η απασχόληση είναι εξασφαλισμένη για τη συντριπτική πλειοψηφία του προλεταριάτου και όπου, φυσιολογικά, η προσοχή μπορεί να στραφεί στη μείωση των ωρών αλλά και της έντασης της εργασίας, στην αύξηση του ελεύθερου χρόνου. Αυτή η πεποίθηση ενισχύεται και από το γεγονός ότι αυτή η μπροσούρα του Λαφάργκ ξαναανακαλύφθηκε και γνώρισε τεράστια επιτυχία στη διάρκεια της ανόδου του εργατικού κινήματος στις διάφορες ιμπεριαλιστικές χώρες, που συνοπτικά ονομάζουμε «Μάης του ’68».
Κι όμως, δεν υπάρχει τίποτε πιο απατηλό από αυτό. Η μπροσούρα του Λαφάργκ δεν είναι μόνο για εποχές ευημερίας, αλλά προσφέρεται κυρίως για εποχές οικονομικής κρίσης. Το «Δικαίωμα στην τεμπελιά» δεν είναι απλώς μια καταγγελία της εργασίας και μια εξύμνηση της τεμπελιάς. Είναι μια εύθυμη, διασκεδαστική και συγχρόνως ουσιαστική κριτική της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος, των αντιφάσεών του και μια ανάδειξη της ανάγκης αντικατάστασής του από ένα άλλο κοινωνικό σύστημα, το σοσιαλισμό. Να διευκρινίσουμε εδώ ότι για το Λαφάργκ «τεμπελιά» δεν είναι η σωματική, ψυχική και πνευματική απραξία, που είναι καταδίκη για τον άνθρωπο, αλλά «ελεύθερος χρόνος» με την έννοια του δημιουργικού χρόνου, στον οποίο αναπτύσσεται απρόσκοπτα η ανθρώπινη προσωπικότητα.
Βέβαια, ο Λαφάργκ δεν ακολουθεί την κλασική μέθοδο, δηλαδή δεν παρουσιάζει την επιστημονική έρευνα της λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, καθώς και τα αποτελέσματα της έρευνας, δεν προχωρά από τα φαινόμενα στην ουσία για να εκθέσει την αλήθεια. Εξάλλου είναι κάτι που δεν χρειάζεται, μια που έχει προηγηθεί το «Κεφάλαιο» του Μαρξ, στον πρώτο τόμο του οποίου στηρίζεται ο Λαφάργκ. Ο Λαφάργκ προτιμά να εκθέσει με ένα είδος παραμυθιού την αλήθεια, μη διστάζοντας να εισάγει και κάποιες «αυθαιρεσίες» προκειμένου να αποκαλύψει τα αδιέξοδα της λειτουργίας του καπιταλισμού.
Με αυτήν την έννοια, η μπροσούρα του δίκαια κατέχει μια θέση στη σπουδαία γαλλική λογοτεχνία και δεν είναι και λίγες οι φορές που χαρακτηρίστηκε ως λογοτεχνικό αριστούργημα. Αλλά είναι ένα λογοτεχνικό αριστούργημα που θεμελιώνεται γερά στην πιο αυστηρή επιστημονική ανάλυση.
Με αυτήν την τακτική, ο Λαφάργκ κερδίζει την αμεροληψία. Κανείς δεν πρόκειται να τον χαρακτηρίσει σαν «προκατειλημμένο» ή σαν «μαρξιστή». Ευθύς εξαρχής μεταμφιέζεται σε έναν ουδέτερο παρατηρητή, σε έναν αλαζόνα διανοούμενο που νομίζει ότι η κοινή λογική είναι το απαύγασμα της ανθρώπινης σκέψης και που η θέση του ανάμεσα και πάνω από τις τάξεις τον προφυλάσσει από τον υποκειμενισμό.
Και τι παρατηρεί έκπληκτος αυτός ο διανοούμενός μας; «Μια παράξενη τρέλα διακατέχει την εργατική τάξη των εθνών όπου βασιλεύει ο καπιταλιστικός πολιτισμός... Αυτή η τρέλα είναι η αγάπη για τη δουλειά...». Και παρακάτω: «... της διπλής τρέλας των εργαζομένων να σκοτώνονται στη δουλειά και να φυτοζωούν βυθισμένοι στην εγκράτεια...». Και σ’ αυτήν την τρέλα οφείλονται «οι δυστυχίες, ατομικές και κοινωνικές, που δυο αιώνες τώρα βασανίζουν την άμοιρη την ανθρωπότητα...».
Και πώς το προλεταριάτο παρασύρθηκε από αυτήν την τρέλα, παρά την περιφρόνηση που επιδείκνυαν για την εργασία οι αρχαίοι Έλληνες και οι Λατίνοι συγγραφείς, παρά τη ζωντανή απόδειξη που προσφέρουν οι ιθαγενείς ή οι κάτοικοι των χωρών στις οποίες η μόλυνση απ’ αυτήν την τρέλα δεν προχώρησε πολύ, παρά τις καταστροφικές συνέπειες στη σωματική, ψυχική και πνευματική υγεία που επιφέρει η εργασία; Παρασύρθηκε από τους παπάδες και τους κάθε λογής ψευτοδιανοούμενους. Από εδώ ξεκινούν όλες οι καταστροφές. Γιατί το προλεταριάτο άρρωστο, εξαρτημένο από το ναρκωτικό της εργασίας και της εγκράτειας, παράγει ολοένα και περισσότερα εμπορεύματα. Αλλά, αφού δεν τα καταναλώνει το ίδιο, αναγκάζεται να τα καταναλώνει η αστική τάξη, που εγκαταλείπει την εγκράτεια που τη χαρακτήριζε και αφήνεται στο πάθος της κατανάλωσης. Γι’ αυτό και δημιουργείται μια ολόκληρη στρατιά από υπηρέτριες και εργάτες που παράγουν για την κατανάλωσή της.
Μα και έτσι ακόμα, δεν λύνεται τίποτα. Γιατί ακόμη πιο φρενιασμένο το προλεταριάτο, αρχίζει να ανταγωνίζεται και τις μηχανές. Εκεί που ένας λογικός άνθρωπος θα μείωνε την εργασία του, αφού η μηχανή του δίνει αυτήν τη δυνατότητα, το προλεταριάτο, ακόμη πιο ξετρελαμένο, απαιτεί περισσότερη εργασία. Και σχηματίζονται βουνά από αδιάθετα εμπορεύματα. Και η αστική τάξη αναγκάζεται να ψάχνει για νέες αγορές για να πουλήσει τα εμπορεύματά της και να «εκπολιτίσει» τους άγριους. Ταυτόχρονα, αυξάνουν και τα κέρδη και τα πλεονάζοντα κεφάλαια που κάπου πρέπει να διατεθούν. Πού αλλού; Στις αποικίες, στην ανακάλυψη νέων χωρών, νέων καταναλωτών. Μα έτσι ακολουθούν και οι πόλεμοι για το ποια αστική τάξη θα πουλήσει περισσότερα, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει την ακόρεστη δίψα του προλεταριάτου της για εργασία.
Είναι δε, τέτοια η μανία των εργατών για εργασία, που δεν διστάζουν και μάλιστα αποπειρώνται να επιβάλουν και στην αστική τάξη να δουλέψει. Μα η αστική τάξη αρνείται, και σωστά. Δεν είναι τρελή, δεν είναι ναρκομανής με την εργασία. Γι’ αυτό και περιστοιχίζεται από πραιτοριανούς, αστυνομικούς, δικαστές, δεσμοφύλακες, γι’ αυτό και στέλνει το στρατό να καταπνίξει κάθε τέτοια παράλογη απαίτηση των εργατών.
Έτσι όμως, η καπιταλιστική οικονομία πέφτει σ’ έναν φαύλο κύκλο. Οι εργάτες, παράγοντας όσο το δυνατόν περισσότερα, χωρίς να καταναλώνουν όλα όσα τους ανήκουν, δημιουργούν μια υπερπαραγωγή εμπορευμάτων. Και αυτή η υπερπαραγωγή οδηγεί στην κρίση. Οι αστοί αναγκάζονται να ξεπουλήσουν όσο-όσο και με ζημία τα εμπορεύματά τους. Και έτσι, χάνουν. Απ’ την άλλη, οι εργαζόμενοι, κάτω από το βάρος της ανεργίας, αναγκάζονται να προσφέρουν την εργατική τους δύναμη ολοένα και πιο φτηνά και χωρίς πάντα να το καταφέρνουν. Έτσι, η πείνα, η φτώχια και η εξαθλίωση γενικεύονται.
Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το σχεδιάγραμμα της μπροσούρας του Λαφάργκ. Βέβαια, η πραγματική ιστορία της γένεσης, της ανάπτυξης, μέχρι και της κυριαρχίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι λιγάκι διαφορετική, όπως εξάλλου γνώριζε άριστα και ο ίδιος ο Λαφάργκ. Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι το προϊόν τριών βασικών οικονομικών και κοινωνικών μεταβολών:
α) Του αποχωρισμού των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής καθώς και τα αναγκαία μέσα για τη συντήρησή τους. Αυτός ο αποχωρισμός πραγματοποιήθηκε στη γεωργία με την έξωση των μικρών χωρικών από τα χωράφια των αρχόντων, που μεταβλήθηκαν σε λιβάδια και στη χειροτεχνία με το πέταγμα των τεχνιτών από την παραγωγή, λόγω της καταστροφής των μεσαιωνικών συντεχνιών.
β) Του σχηματισμού μιας κοινωνικής τάξης που μονοπωλεί αυτά τα μέσα παραγωγής, δηλαδή της αστικής τάξης. Η εμφάνισή της προϋποθέτει, πριν απ’ όλα, μια συσσώρευση κεφαλαίων στη χρηματική τους μορφή και, στη συνέχεια, μια αύξηση της τιμής των μέσων παραγωγής που τα κάνει τόσο ακριβά, ώστε μόνο μεγάλοι κεφαλαιούχοι μπορούν να τα αποκτήσουν (η εκμηχάνιση, με τη βιομηχανική επανάσταση του 18ου αιώνα, παγιοποίησε αυτή τη μεταβολή με οριστικό τρόπο).
γ) Της μετατροπής της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα. Η εργατική τάξη δεν κατέχει τίποτε άλλο (ούτε μέσα παραγωγής, ούτε μέσα συντήρησης) πέρα από την εργατική της δύναμη και, για να μπορέσει να επιζήσει, είναι υποχρεωμένη να πουλά αυτήν την εργατική δύναμη (τις σωματικές, πνευματικές και ψυχικές ικανότητές της για εργασία) στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Έτσι, ο εργάτης πληρώνεται μόνο το μισθό του (τα αναγκαία για να επιβιώσει αυτός και η οικογένειά του) και όχι τη συνολική ημερήσια εργασία του και, συνεπώς, είναι αναγκασμένος να προσφέρει υπερεργασία, απλήρωτη εργασία, υπεραξία στον καπιταλιστή σαν «ανταμοιβή» για την «καλοσύνη» που επιδεικνύει προσλαμβάνοντάς τον στη δουλειά.
Αυτοί είναι οι πραγματικοί ιστορικοί λόγοι για την επικράτηση του καπιταλισμού και όχι βέβαια η παραπλάνηση των εργατών από τους διανοούμενους και τους ιερείς
Ποια είναι όμως τα βασικά χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής παραγωγής; Η καπιταλιστική παραγωγή είναι μια γενικευμένη παραγωγή εμπορευμάτων, δηλαδή μια παραγωγή που προορίζεται για πώληση στην αγορά. Τα εμπορεύματα, όχι μόνο πρέπει να πουληθούν, αλλά πρέπει να πουληθούν πάνω από μια ορισμένη τιμή, ώστε ο καπιταλιστής να μπορεί να πραγματοποιήσει την υπεραξία που παρήγαγαν οι εργαζόμενοί του και που εμπεριέχεται στην αξία των εμπορευμάτων. Η καπιταλιστική παραγωγή πραγματοποιείται μέσα σε συνθήκες ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Δηλαδή, η συνολική κοινωνική παραγωγή κατακερματίζεται σε αυτόνομες παραγωγικές μονάδες (επιχειρήσεις - κεφάλαια), οι οποίες αποφασίζουν από μόνες τους και ξεχωριστά η μία από την άλλη, με βάση τα ιδιωτικά τους συμφέροντα, πόσο και τι θα παράγουν, πού και πότε θα πραγματοποιήσουν επενδύσεις και πόσες θα είναι αυτές. Έτσι, η καπιταλιστική παραγωγή πραγματοποιείται για μια ανώνυμη αγορά, δηλαδή ο κάθε καπιταλιστής προσπαθεί να επιτύχει τον υψηλότερο τζίρο, να ιδιοποιηθεί εις βάρος των άλλων το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς χωρίς να ενδιαφέρεται για τις αποφάσεις των άλλων επιχειρήσεων του ίδιου κλάδου ή άλλων. Το μερίδιό του στην αγορά δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένο. Αυτή είναι και η βάση του ανταγωνισμού που διέπει την καπιταλιστική παραγωγή.
Για να μπορέσει όμως ο κάθε ένας μεμονωμένος καπιταλιστής να κρατά το μερίδιό του στην αγορά, για να μπορεί δηλαδή να πραγματοποιεί την υπεραξία που αποσπά από τους εργαζόμενούς του, πρέπει να πουλά όσο το δυνατόν περισσότερα εμπορεύματα σε μια τιμή χαμηλότερη απ’ αυτήν των ανταγωνιστών του. Για να το πετύχει αυτό πρέπει να χρησιμοποιεί όσο το δυνατόν πιο τελειοποιημένες μηχανές. Έτσι, ο καπιταλιστής, κάτω από το μαστίγιο του ανταγωνισμού, είναι υποχρεωμένος να αναπτύσσει στο μάξιμουμ τις παραγωγικές επενδύσεις. Δηλαδή να συσσωρεύει κεφάλαιο, να επανεπενδύει ένα μεγάλο μέρος της υπεραξίας και των κερδών του και πάλι στην παραγωγή.
Συνεπώς, η καπιταλιστική παραγωγή καταλήγει σ’ ένα αντιφατικό αποτέλεσμα. Από τη μία, η αδιάκοπη ανάπτυξη της εκμηχάνισης συνεπάγεται μια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και μια άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, που μακροπρόθεσμα δημιουργεί τις υλικές βάσεις για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από κάθε καταναγκασμό «να δουλεύει με τον ιδρώτα του προσώπου της». Απ’ την άλλη όμως, η ανάπτυξη της εκμηχάνισης, κάτω από την επιταγή της επιδίωξης του μέγιστου κέρδους και της αδιάκοπης συσσώρευσης του κεφαλαίου, συνεπάγεται μια ολοένα και πιο κτηνώδη καθυπόταξη του εργάτη στη μηχανή και των εργαζόμενων μαζών στους νόμους της αγοράς. Επομένως, η καπιταλιστική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων συνεπάγεται μια αυξανόμενη αλλοτρίωση των εργαζόμενων (και, έμμεσα, όλων των πολιτών της αστικής κοινωνίας) από τα εργαλεία της δουλειάς τους, τα προϊόντα της εργασίας τους, τις συνθήκες της ζωής τους (συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών χρησιμοποίησης του «ελεύθερου χρόνου» τους) και τις πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις με τους συμπολίτες τους.
Εδώ βρίσκεται η αντίφαση ανάμεσα στην τάση της καπιταλιστικής παραγωγής προς την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, από τη μία και των στενών ορίων που πρέπει υποχρεωτικά να επιβάλει στην ατομική και κοινωνική κατανάλωση της μάζας των εργαζομένων από την άλλη, μια που ο στόχος της καπιταλιστικής παραγωγής παραμένει το μάξιμουμ της υπεραξίας, που συνεπάγεται αναγκαστικά μείωση των μισθών. Με μια άλλη έννοια, εδώ καταρρίπτεται και η αφελής αντίληψη του Διαφωτισμού, αλλά αργότερα και πολλών σοσιαλδημοκρατών και σταλινικών, ότι υπάρχει μια συνεχής πρόοδος της κοινωνίας που, παρά τα διάφορα εμπόδια και τις προσωρινές οπισθοχωρήσεις, προχωρά αυτόματα και μηχανικά προς το φωτεινό μέλλον και τον επίγειο παράδεισο. Στην πραγματικότητα, η διαδοχή των διαφόρων συστημάτων ταξικών κοινωνιών μπορεί να ειδωθεί μόνο σαν μια αυτο-ανάπτυξη της αντίφασης μεταξύ προόδου και καθυστέρησης. Στο καπιταλιστικό σύστημα η αντίφαση αυτή ωριμάζει και μπορεί να επιλυθεί οριστικά. Η πρωτοφανής «πρόοδος» και ο «πολιτισμός» που φέρνει ο καπιταλισμός είναι ο ένας πόλος, ενώ ο άλλος είναι η πρωτοφανής βαρβαρότητα. Το δίλημμα της εποχής μας είναι «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Και αυτή τη μαρξιστική αντίληψη την αναδεικνύει ο Λαφάργκ στη μπροσούρα του.
Η αντίφαση ανάμεσα στην τάση απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των στενών ορίων που επιβάλει σ’ αυτήν η κοινωνική κατανάλωση δίνει έναν περιοδικό χαρακτήρα στην κίνηση της καπιταλιστικής παραγωγής. Η ιστορία της καπιταλιστικής παραγωγής είναι μια συνεχής διαδοχή βιομηχανικών κύκλων, δηλαδή η παραγωγή περνά διαδοχικά από φάσεις οικονομικής ανάκαμψης, υψηλής ανάπτυξης, υπερθέρμανσης, κρίσης και ύφεσης. Το μέγεθος αυτών των διακυμάνσεων (δηλαδή του κάθε βιομηχανικού κύκλου) μπορεί να αλλάζει από εποχή σε εποχή, αλλά η ύπαρξή τους είναι αναπόφευκτη στο καπιταλιστικό σύστημα.
Λόγω της κρίσης που έχει προηγηθεί, πολλά εργοστάσια έχουν κλείσει, η παραγωγή έχει μειωθεί σε πολλούς κλάδους κάτω από τη ζήτηση, οι μισθοί έχουν μειωθεί λόγω της ανεργίας που δημιουργεί η κρίση, το ποσοστό εκμετάλλευσης (υπεραξίας) ανεβαίνει απότομα. Έτσι, οι καπιταλιστές, έχοντας εξασφαλίσει ένα υψηλό ποσοστό κέρδους, αρχίζουν να επενδύουν και πολύ γρήγορα μπαίνουμε σε μια φάση επιταχυνόμενης ανάπτυξης, όπου οι μισθοί αρχίζουν να ανεβαίνουν, αλλά αυτή η ανάπτυξη πολύ γρήγορα οδηγείται σε μια υπερθέρμανση, δηλαδή φτάνουμε στο σημείο καμπής του βιομηχανικού κύκλου. Φτάνουμε στο σημείο όπου έχουν επενδυθεί πάρα πολλά κεφάλαια, παράγονται πάρα πολλά εμπορεύματα και η υπεραξία δεν αρκεί για να εξασφαλίζει σ’ αυτά τα κεφάλαια ένα ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους, ενώ τα εμπορεύματα δεν μπορούν να καταναλωθούν στο σύνολό τους. Η καπιταλιστική οικονομία μπαίνει απότομα στην κρίση. Τα εμπορεύματα σαπίζουν στις αποθήκες, εκποιούνται ή καταστρέφονται, πολλές επιχειρήσεις εμφανίζουν αρχικά ζημιές και μετά κλείνουν, η ανεργία αυξάνει ολοένα και περισσότερο, οι μισθοί αρχίζουν να μειώνονται και η φτώχια και η εξαθλίωση αρχίζουν να γενικεύονται. Όσο και αν οι πιστώσεις, οι αγορές του εξωτερικού ή, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πληθωρισμός μπορούν να αναβάλουν την εκδήλωση της κρίσης, δεν μπορούν ωστόσο να την αποτρέψουν.
Αυτόν το βιομηχανικό κύκλο περιγράφει ο Λαφάργκ, με έναν καταπληκτικό και παραστατικό τρόπο. Και, ακριβώς στο ξέσπασμα της κρίσης, μας καλεί να δώσουμε μια άλλη λύση, ώστε να αποφύγουμε τη δυστυχία αλλά και να σπάσουμε το φαύλο κύκλο της καπιταλιστικής παραγωγής. Πράγματι, αν σκεφτούμε λίγο περισσότερο, θα διαπιστώσουμε ότι η οικονομική κρίση στον καπιταλισμό εμφανίζει μια ιστορική πρωτοτυπία: Ενώ στους προκαπιταλιστικούς ή μετακαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής η οικονομική κρίση εμφανίζεται όταν υπάρχει υποπαραγωγή προϊόντων (λόγω διαφόρων αιτιών, π.χ. λοιμός, πόλεμος κ.α.), στον καπιταλισμό, αντίθετα, η οικονομική κρίση με τις τραγικές της συνέπειες εμφανίζεται όταν υπάρχει υπερπαραγωγή εμπορευμάτων. Ακριβώς τη στιγμή που δημιουργείται τεράστιος πλούτος εμφανίζεται, στο άλλο άκρο, η απόλυτη εξαθλίωση. Για να αποτραπεί λοιπόν η οικονομική κρίση δεν χρειάζεται περισσότερη εργασία -μάλλον χρειάζεται λιγότερη- και σίγουρα χρειάζεται μεγαλύτερη κατανάλωση από τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας. Αντί λοιπόν οι εργάτες να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον, αντί το ένα «εθνικό» προλεταριάτο να ανταγωνίζεται το προλεταριάτο του άλλου έθνους, είναι καλύτερο, προτιμότερο και ορθότερο να εφαρμόσουμε τη λύση που προτείνει ο Λαφάργκ. Να περάσουμε πάνω από το χρήμα, να τσακίσουμε την ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων, να τα ξαναμετατρέψουμε δηλαδή σε προϊόντα, σε αξίες χρήσης που η μόνη χρησιμότητά τους είναι να ικανοποιούν τις ανθρώπινες ανάγκες. Ο πεινασμένος να παίρνει τα τρόφιμα για να χορταίνει την πείνα του, αυτός που κρυώνει να παίρνει τα ρούχα -που ο ίδιος δημιούργησε- και να ντύνεται... Και, στο τέλος-τέλος, όπως με δεικτική ειρωνεία εξηγεί και ο Λαφάργκ, αυτό είναι και προς όφελος των αστών, μια που, αντί τα εμπορεύματά τους να σαπίζουν στις αποθήκες ή να ξεπουλιούνται όσο-όσο, είναι καλύτερο να τα δώσουν στους εργάτες και έτσι οι αστοί, με «τις προσευχές των εργατών που θα τους ευγνωμονούν», να πιάσουν σίγουρα «μια θέση στον παράδεισο».
Για να σταματήσει λοιπόν κανείς την οικονομική κρίση, για να αποφύγει τη δυστυχία, πρέπει να ανατρέψει τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Μόνο έτσι η ανθρωπότητα θα απαλλαγεί από τη μάστιγα της ανεργίας, της πείνας, της φτώχιας και του πολέμου. Ξεκινώντας λοιπόν από την αντίσταση στις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις, θα πρέπει να φτάσουμε μέχρι και την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν υπάρχει άλλη λύση, δεν μπορούμε να ανταγωνιζόμαστε ο ένας τον άλλο για να βρούμε εργασία, δεν πρέπει να ψάχνουμε για δεύτερη και τρίτη δουλειά, να σφίγγουμε ολοένα και περισσότερο το ζωνάρι, να υπομένουμε ολοένα και περισσότερες ταπεινώσεις.
Τέλος, είναι η ανθρωπότητα αιωνίως καταδικασμένη να κερδίζει το ψωμί της «με τον ιδρώτα του προσώπου της»; Είναι καταδικασμένη αιωνίως να εργάζεται; Στο ερώτημα αυτό ο Λαφάργκ δεν απαντά σ’ αυτήν την μπροσούρα αλλά η απάντηση βρίσκεται σε άλλα βιβλία του. Πρώτα-πρώτα, χρειάζεται να ξεπεράσουμε ένα διαδεδομένο μύθο, που, στηριζόμενος στον άνθρωπο που δημιουργεί ο καπιταλισμός, θεωρεί ότι η άριστη κατανάλωση σημαίνει απεριόριστη κατανάλωση και απεριόριστη οικονομική ανάπτυξη. Σημαίνει δηλαδή κατανάλωση πολλών προϊόντων, πολλών τηλεοράσεων, πολλών αυτοκινήτων, πολλών ρούχων, τροφίμων κλπ. Αυτή η αντίληψη είναι λάθος. Οι υλικές ανάγκες του ανθρώπου έχουν όρια. Μόλις καλυφθούν ή στο βαθμό που θα καλύπτονται με έναν ολοκληρωμένο τρόπο, το ενδιαφέρον της ανθρωπότητας θα στρέφεται στην ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων, στη δημιουργία ολοκληρωμένων και αρμονικών προσωπικοτήτων. Δεύτερον, η ανατροπή του καπιταλισμού θα απελευθερώσει τις παραγωγικές δυνάμεις και θα δώσει τη δυνατότητα για τη γενικευμένη εφαρμογή του αυτοματισμού, της ρομποτικής κ.α. μέσα στην παραγωγή, ώστε η ανθρώπινη εργασία, ο ανθρώπινος χρόνος που θα αφιερώνεται στην παραγωγή θα τείνει να εκμηδενιστεί. Αυτό, βέβαια, δεν μπορεί να γίνει μόνο σε μία χώρα αλλά στο σύνολο του πλανήτη. Τρίτον, την επαύριον της σοσιαλιστικής επανάστασης θα ξεκινήσει η διαδικασία της κατάργησης της αλλοτρίωσης της εργασίας, με την έννοια της απώλειας του ελέγχου του παραγωγού πάνω στο προϊόν της εργασίας του και στους όρους της εργασίας του, αλλά και κάτω από τον έλεγχο ή τη διεύθυνση του άλλου. Βέβαια, αυτή η αλλοτρίωση δεν πρόκειται να εξαφανιστεί απότομα, τουλάχιστον όχι προτού οι άνθρωποι αισθανθούν συνειδητά και αυθόρμητα τον εαυτό τους σαν ιδιοκτήτη των προϊόντων της εργασίας και κυρίαρχο πάνω στους όρους της εργασίας. Απαιτείται λοιπόν μια πραγματική αυτοδιαχείριση των παραγωγών και μια πραγματική αφθονία προϊόντων και υπηρεσιών, που να καλύπτει όλες τις ανάγκες και ό,τι είναι ουσιαστικό σε όλες τις ανάγκες. Απαιτείται, δηλαδή, η εξαφάνιση της μισθωτής εργασίας, όχι μόνο με την έννοια της εξαφάνισης του προλεταριάτου που εργάζεται για λογαριασμό άλλου, αλλά και της εξαφάνισης του προλεταριάτου που εργάζεται μ’ ένα ημερομίσθιο μετρημένο τσιγκούνικα και με ακρίβεια. Τέταρτον, θα αρχίσει να εξαφανίζεται και μια παλιότερη αλλοτρίωση της εργασίας, δηλαδή η υποδούλωση του ανθρώπου στην τυραννία του καταμερισμού της εργασίας, η αλλοτρίωση του ανθρώπου από τις διάφορες δυνατότητες που μισοκοιμούνται μέσα του και που δεν μπορούν να ανθίσουν, όσο καιρό έχει το «επάγγελμά» του, όσον καιρό ασκεί την «ειδικότητά» του. Θα αρχίσει, δηλαδή, σταδιακά να καταργείται και ο διαχωρισμός πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας. Έτσι, σταδιακά, όχι μόνο θα μειώνεται η σημασία και ο χρόνος της εργασίας, αλλά θα εξαφανίζεται και η αλλοτρίωση της εργασίας. Τότε η εργασία θα πάψει να υπάρχει με την έννοια που τη γνώρισαν οι πρωτόγονες αλλά και οι ταξικές κοινωνίες και θα αντικατασταθεί από την ανθρώπινη Πράξη ή την ανθρώπινη αυτοδραστηριότητα. Ο νέος άνθρωπος, καλλιτέχνης, διανοούμενος, επιστήμονας, με πολυσχιδείς δραστηριότητες και με μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, θα είναι πλέον πραγματικότητα.
Ηρακλής Χριστοφορίδης
Δεν μπορούμε να την ξεχάσουμε!
Πριν από 2 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου