Κυριακή 3 Μαΐου 2009

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΤΕΜΠΕΛΙΑ, Λαφάργκ

Στην ε­πο­χή μας, ε­πο­χή βα­θύ­τα­της κρί­σης του πα­γκό­σμιου κα­πι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος, ό­που το μι­σό προ­λε­τα­ριά­το του πλα­νή­τη μα­στί­ζε­ται α­πό την α­νερ­γί­α, τη με­ρι­κή ή προ­σω­ρι­νή α­πα­σχό­λη­ση, το κε­ντρι­κό πρό­βλη­μα της ερ­γα­τι­κής τά­ξης εί­ναι η α­νερ­γί­α και έ­να α­πό τα βα­σι­κά αι­τή­μα­τα η υ­πε­ρά­σπι­ση της α­πασχό­λη­σης. Ε­πι­πλέ­ον, ό­λες οι νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες κυ­βερ­νή­σεις μας βομ­βαρ­δί­ζουν κα­θη­με­ρι­νά με την ερ­γα­σί­α: α­πό τη δεύ­τε­ρη κυ­βέρ­νη­ση του Αν­δρέ­α Πα­παν­δρέ­ου το 1985 που, για να δι­καιο­λο­γή­σει το πρώ­το στα­θε­ρο­ποι­η­τι­κό πρό­γραμ­μα, λαν­σά­ρι­σε το σύν­θη­μα «κα­τα­να­λώ­νου­με πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό ό­σα πα­ρά­γου­με», μέχρι τη ση­με­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση, που προ­σπα­θεί να μας πεί­σει ό­τι πρέ­πει να γί­νουμε πιο πα­ρα­γω­γι­κοί, ό­τι τε­μπε­λιά­ζου­με με πολ­λές αρ­γί­ες, με 8ω­ρο - 5νθή­με­ρο, με πολ­λές κα­τα­κτή­σεις, ό­τι πρέ­πει να δου­λεύ­ου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο και κα­λύ­τε­ρα, με ό­ποιους ό­ρους θέ­λει ο ερ­γο­δό­της και να πλη­ρω­νό­μα­στε λι­γό­τε­ρο αν θέ­λου­με να ε­πι­βιώ­σου­με στο σκλη­ρό α­ντα­γω­νι­σμό της πα­γκο­σμιο­ποι­η­μέ­νης οι­κονο­μί­ας. Ό­λα φαί­νε­ται να πε­ρι­στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό την ερ­γα­σί­α.

Σε μια τέ­τοια συ­γκυ­ρί­α, η ε­πα­νέκ­δο­ση της μπρο­σού­ρας του Λα­φάρ­γκ «Το δι­καί­ω­μα στην τε­μπε­λιά» φα­ντά­ζει πα­ρά­ται­ρη, έ­να κα­κό­γου­στο α­στεί­ο, μια πρό­κλη­ση. Μια τέ­τοια μπρο­σού­ρα έ­χει θέ­ση μό­νο σε ε­πο­χές που η α­πα­σχό­λη­ση εί­ναι ε­ξα­σφα­λι­σμέ­νη για τη συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φί­α του προ­λε­τα­ριά­του και ό­που, φυ­σιο­λο­γι­κά, η προ­σο­χή μπο­ρεί να στρα­φεί στη μεί­ω­ση των ω­ρών αλ­λά και της έ­ντα­σης της ερ­γα­σί­ας, στην αύ­ξη­ση του ε­λεύ­θε­ρου χρό­νου. Αυ­τή η πε­ποί­θηση ε­νι­σχύ­ε­ται και α­πό το γε­γο­νός ό­τι αυ­τή η μπρο­σού­ρα του Λα­φάρ­γκ ξα­να­α­νακα­λύ­φθη­κε και γνώ­ρι­σε τε­ρά­στια ε­πι­τυ­χί­α στη διάρ­κεια της α­νό­δου του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος στις διά­φο­ρες ι­μπε­ρια­λι­στι­κές χώ­ρες, που συ­νο­πτι­κά ονο­μά­ζου­με «Μά­ης του ’68».


Κι ό­μως, δεν υ­πάρ­χει τί­πο­τε πιο α­πα­τη­λό α­πό αυ­τό. Η μπρο­σού­ρα του Λα­φάρ­γκ δεν εί­ναι μό­νο για ε­πο­χές ευ­η­με­ρί­ας, αλ­λά προ­σφέ­ρε­ται κυ­ρί­ως για ε­πο­χές οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης. Το «Δι­καί­ω­μα στην τε­μπε­λιά» δεν εί­ναι α­πλώς μια κα­ταγγε­λί­α της ερ­γα­σί­ας και μια ε­ξύ­μνη­ση της τε­μπε­λιάς. Εί­ναι μια εύ­θυ­μη, διασκε­δα­στι­κή και συγ­χρό­νως ου­σια­στι­κή κρι­τι­κή της λει­τουρ­γί­ας του κα­πι­ταλι­στι­κού συ­στή­μα­τος, των α­ντι­φά­σε­ών του και μια α­νά­δει­ξη της α­νά­γκης α­ντι­κα­τά­στα­σής του α­πό έ­να άλ­λο κοι­νω­νι­κό σύ­στη­μα, το σο­σια­λι­σμό. Να διευ­κρι­νί­σου­με ε­δώ ό­τι για το Λα­φάρ­γκ «τε­μπε­λιά» δεν εί­ναι η σω­μα­τι­κή, ψυ­χι­κή και πνευ­μα­τι­κή α­πρα­ξί­α, που εί­ναι κα­τα­δί­κη για τον άν­θρω­πο, αλ­λά «ε­λεύ­θερος χρό­νος» με την έν­νοια του δη­μιουρ­γι­κού χρό­νου, στον ο­ποί­ο α­να­πτύσ­σε­ται α­πρό­σκο­πτα η αν­θρώ­πι­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα.

Βέ­βαια, ο Λα­φάρ­γκ δεν α­κο­λου­θεί την κλα­σι­κή μέ­θο­δο, δη­λα­δή δεν πα­ρου­σιάζει την ε­πι­στη­μο­νι­κή έ­ρευ­να της λει­τουρ­γί­ας του κα­πι­τα­λι­στι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής, κα­θώς και τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα της έ­ρευ­νας, δεν προ­χω­ρά α­πό τα φαι­νόμε­να στην ου­σί­α για να εκ­θέ­σει την α­λή­θεια. Ε­ξάλ­λου εί­ναι κά­τι που δεν χρειά­ζε­ται, μια που έ­χει προ­η­γη­θεί το «Κε­φά­λαιο» του Μαρ­ξ, στον πρώ­το τό­μο του ο­ποί­ου στη­ρί­ζε­ται ο Λα­φάρ­γκ. Ο Λα­φάρ­γκ προ­τι­μά να εκ­θέ­σει με έ­να εί­δος πα­ρα­μυ­θιού την α­λή­θεια, μη δι­στά­ζο­ντας να ει­σά­γει και κά­ποιες «αυ­θαι­ρε­σίες» προ­κει­μέ­νου να α­πο­κα­λύ­ψει τα α­διέ­ξο­δα της λει­τουρ­γί­ας του κα­πι­τα­λισμού.

Με αυ­τήν την έν­νοια, η μπρο­σού­ρα του δί­καια κα­τέ­χει μια θέ­ση στη σπου­δαί­α γαλ­λι­κή λο­γο­τε­χνί­α και δεν εί­ναι και λί­γες οι φο­ρές που χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ως λο­γο­τε­χνι­κό α­ρι­στούρ­γη­μα. Αλ­λά εί­ναι έ­να λο­γο­τε­χνι­κό α­ρι­στούρ­γη­μα που θε­με­λιώ­νε­ται γε­ρά στην πιο αυ­στη­ρή ε­πι­στη­μο­νι­κή α­νά­λυ­ση.

Με αυ­τήν την τα­κτι­κή, ο Λα­φάρ­γκ κερ­δί­ζει την α­με­ρο­λη­ψί­α. Κα­νείς δεν πρό­κει­ται να τον χα­ρα­κτη­ρί­σει σαν «προ­κα­τει­λημ­μέ­νο» ή σαν «μαρ­ξι­στή». Ευ­θύς εξαρ­χής με­ταμ­φιέ­ζε­ται σε έ­ναν ου­δέ­τε­ρο πα­ρα­τη­ρη­τή, σε έ­ναν α­λα­ζό­να δια­νοού­με­νο που νο­μί­ζει ό­τι η κοι­νή λο­γι­κή εί­ναι το α­παύ­γα­σμα της αν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης και που η θέ­ση του α­νά­με­σα και πά­νω α­πό τις τά­ξεις τον προ­φυ­λάσ­σει α­πό τον υ­πο­κει­με­νι­σμό.

Και τι πα­ρα­τη­ρεί έκ­πλη­κτος αυ­τός ο δια­νο­ού­με­νός μας; «Μια πα­ρά­ξε­νη τρέ­λα δια­κα­τέ­χει την ερ­γα­τι­κή τά­ξη των ε­θνών ό­που βα­σι­λεύ­ει ο κα­πι­τα­λι­στι­κός πο­λι­τι­σμός... Αυ­τή η τρέ­λα εί­ναι η α­γά­πη για τη δου­λειά...». Και πα­ρα­κά­τω: «... της δι­πλής τρέ­λας των ερ­γα­ζο­μέ­νων να σκο­τώ­νο­νται στη δου­λειά και να φυ­τοζω­ούν βυ­θι­σμέ­νοι στην ε­γκρά­τεια...». Και σ’ αυ­τήν την τρέ­λα ο­φεί­λο­νται «οι δυ­στυ­χί­ες, α­το­μι­κές και κοι­νω­νι­κές, που δυο αιώ­νες τώ­ρα βα­σα­νί­ζουν την άμοι­ρη την αν­θρω­πό­τη­τα...».

Και πώς το προ­λε­τα­ριά­το πα­ρα­σύρ­θη­κε α­πό αυ­τήν την τρέ­λα, πα­ρά την πε­ρι­φρό­νη­ση που ε­πι­δεί­κνυαν για την ερ­γα­σί­α οι αρ­χαί­οι Έλ­λη­νες και οι Λα­τί­νοι συγ­γρα­φείς, πα­ρά τη ζω­ντα­νή α­πό­δει­ξη που προ­σφέ­ρουν οι ι­θα­γε­νείς ή οι κάτοι­κοι των χω­ρών στις ο­ποί­ες η μό­λυν­ση απ’ αυ­τήν την τρέ­λα δεν προ­χώ­ρησε πο­λύ, πα­ρά τις κα­τα­στρο­φι­κές συ­νέ­πειες στη σω­μα­τι­κή, ψυ­χι­κή και πνευ­ματι­κή υ­γεί­α που ε­πι­φέ­ρει η ερ­γα­σί­α; Πα­ρα­σύρ­θη­κε α­πό τους πα­πά­δες και τους κά­θε λο­γής ψευ­το­δια­νο­ού­με­νους. Α­πό ε­δώ ξε­κι­νούν ό­λες οι κα­τα­στρο­φές. Γιατί το προ­λε­τα­ριά­το άρ­ρω­στο, ε­ξαρ­τη­μέ­νο α­πό το ναρ­κω­τι­κό της ερ­γα­σί­ας και της ε­γκρά­τειας, πα­ρά­γει ο­λο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρα ε­μπο­ρεύ­μα­τα. Αλ­λά, α­φού δεν τα κα­τα­να­λώ­νει το ί­διο, α­να­γκά­ζε­ται να τα κα­τα­να­λώ­νει η α­στι­κή τά­ξη, που ε­γκα­τα­λεί­πει την ε­γκρά­τεια που τη χα­ρα­κτή­ρι­ζε και α­φή­νε­ται στο πά­θος της κα­τα­νά­λω­σης. Γι’ αυ­τό και δη­μιουρ­γεί­ται μια ο­λό­κλη­ρη στρα­τιά α­πό υ­πηρέ­τριες και ερ­γά­τες που πα­ρά­γουν για την κα­τα­νά­λω­σή της.

Μα και έ­τσι α­κό­μα, δεν λύ­νε­ται τί­πο­τα. Για­τί α­κό­μη πιο φρε­νια­σμέ­νο το προλε­τα­ριά­το, αρ­χί­ζει να α­ντα­γω­νί­ζε­ται και τις μη­χα­νές. Ε­κεί που έ­νας λο­γι­κός άν­θρω­πος θα μεί­ω­νε την ερ­γα­σί­α του, α­φού η μη­χα­νή του δί­νει αυ­τήν τη δυ­νατό­τη­τα, το προ­λε­τα­ριά­το, α­κό­μη πιο ξε­τρε­λα­μέ­νο, α­παι­τεί πε­ρισ­σό­τε­ρη ερ­γασί­α. Και σχη­μα­τί­ζο­νται βου­νά α­πό α­διά­θε­τα ε­μπο­ρεύ­μα­τα. Και η α­στι­κή τά­ξη α­να­γκά­ζε­ται να ψά­χνει για νέ­ες α­γο­ρές για να που­λή­σει τα ε­μπο­ρεύ­μα­τά της και να «εκ­πο­λι­τί­σει» τους ά­γριους. Ταυ­τό­χρο­να, αυ­ξά­νουν και τα κέρ­δη και τα πλε­ο­νά­ζο­ντα κε­φά­λαια που κά­που πρέ­πει να δια­τε­θούν. Πού αλ­λού; Στις αποι­κί­ες, στην α­να­κά­λυ­ψη νέ­ων χω­ρών, νέ­ων κα­τα­να­λω­τών. Μα έ­τσι α­κο­λου­θούν και οι πό­λε­μοι για το ποια α­στι­κή τά­ξη θα που­λή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα, μό­νο και μόνο για να ι­κα­νο­ποι­ή­σει την α­κό­ρε­στη δί­ψα του προ­λε­τα­ριά­του της για ερ­γασί­α.

Εί­ναι δε, τέ­τοια η μα­νί­α των ερ­γα­τών για ερ­γα­σί­α, που δεν δι­στά­ζουν και μάλι­στα α­πο­πει­ρώ­νται να ε­πι­βά­λουν και στην α­στι­κή τά­ξη να δου­λέ­ψει. Μα η α­στι­κή τά­ξη αρ­νεί­ται, και σω­στά. Δεν εί­ναι τρε­λή, δεν εί­ναι ναρ­κο­μα­νής με την ερ­γα­σί­α. Γι’ αυ­τό και πε­ρι­στοι­χί­ζε­ται α­πό πραι­το­ρια­νούς, α­στυ­νο­μι­κούς, δι­κα­στές, δε­σμο­φύ­λα­κες, γι’ αυ­τό και στέλ­νει το στρα­τό να κα­τα­πνί­ξει κάθε τέ­τοια πα­ρά­λο­γη α­παί­τη­ση των ερ­γα­τών.

Έ­τσι ό­μως, η κα­πι­τα­λι­στι­κή οι­κο­νο­μί­α πέ­φτει σ’ έ­ναν φαύ­λο κύ­κλο. Οι ερ­γάτες, πα­ρά­γο­ντας ό­σο το δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρα, χω­ρίς να κα­τα­να­λώ­νουν ό­λα όσα τους α­νή­κουν, δη­μιουρ­γούν μια υ­περ­πα­ρα­γω­γή ε­μπο­ρευ­μά­των. Και αυ­τή η υπερ­πα­ρα­γω­γή ο­δη­γεί στην κρί­ση. Οι α­στοί α­να­γκά­ζο­νται να ξε­που­λή­σουν ό­σο-όσο και με ζη­μί­α τα ε­μπο­ρεύ­μα­τά τους. Και έ­τσι, χά­νουν. Απ’ την άλ­λη, οι ερ­γα­ζό­με­νοι, κά­τω α­πό το βά­ρος της α­νερ­γί­ας, α­να­γκά­ζο­νται να προσφέ­ρουν την ερ­γα­τι­κή τους δύ­να­μη ο­λο­έ­να και πιο φτη­νά και χω­ρίς πά­ντα να το κα­τα­φέρ­νουν. Έ­τσι, η πεί­να, η φτώ­χια και η ε­ξα­θλί­ω­ση γε­νι­κεύ­ο­νται.

Αυ­τό εί­ναι σε γε­νι­κές γραμ­μές το σχε­διά­γραμ­μα της μπρο­σού­ρας του Λα­φάρ­γκ. Βέ­βαια, η πραγ­μα­τι­κή ι­στο­ρί­α της γέ­νε­σης, της α­νά­πτυ­ξης, μέ­χρι και της κυ­ριαρ­χί­ας του κα­πι­τα­λι­στι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής εί­ναι λι­γά­κι δια­φο­ρε­τική, ό­πως ε­ξάλ­λου γνώ­ρι­ζε ά­ρι­στα και ο ί­διος ο Λα­φάρ­γκ. Ο σύγ­χρο­νος κα­πι­τα­λισμός εί­ναι το προ­ϊ­όν τριών βα­σι­κών οι­κο­νο­μι­κών και κοι­νω­νι­κών με­τα­βο­λών:

α) Του α­πο­χω­ρι­σμού των πα­ρα­γω­γών α­πό τα μέ­σα πα­ρα­γω­γής κα­θώς και τα α­να­γκαί­α μέ­σα για τη συ­ντή­ρη­σή τους. Αυ­τός ο α­πο­χω­ρι­σμός πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στη γε­ωρ­γί­α με την έ­ξω­ση των μι­κρών χω­ρι­κών α­πό τα χω­ρά­φια των αρ­χό­ντων, που με­τα­βλή­θη­καν σε λι­βά­δια και στη χει­ρο­τε­χνί­α με το πέ­ταγ­μα των τε­χνι­τών από την πα­ρα­γω­γή, λό­γω της κα­τα­στρο­φής των με­σαιω­νι­κών συ­ντε­χνιών.

β) Του σχη­μα­τι­σμού μιας κοι­νω­νι­κής τά­ξης που μο­νο­πω­λεί αυ­τά τα μέ­σα πα­ραγω­γής, δη­λα­δή της α­στι­κής τά­ξης. Η εμ­φά­νι­σή της προ­ϋ­πο­θέ­τει, πριν απ’ ό­λα, μια συσ­σώ­ρευ­ση κε­φα­λαί­ων στη χρη­μα­τι­κή τους μορ­φή και, στη συ­νέ­χεια, μια αύ­ξη­ση της τι­μής των μέ­σων πα­ρα­γω­γής που τα κά­νει τό­σο α­κρι­βά, ώ­στε μό­νο με­γά­λοι κε­φα­λαιού­χοι μπο­ρούν να τα α­πο­κτή­σουν (η εκ­μη­χά­νι­ση, με τη βιο­μηχα­νι­κή ε­πα­νά­στα­ση του 18ου αιώ­να, πα­γιο­ποί­η­σε αυ­τή τη με­τα­βο­λή με ο­ρι­στι­κό τρό­πο).

γ) Της με­τα­τρο­πής της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης σε ε­μπό­ρευ­μα. Η ερ­γα­τι­κή τά­ξη δεν κα­τέ­χει τί­πο­τε άλ­λο (ού­τε μέ­σα πα­ρα­γω­γής, ού­τε μέ­σα συ­ντή­ρη­σης) πέ­ρα α­πό την ερ­γα­τι­κή της δύ­να­μη και, για να μπο­ρέ­σει να ε­πι­ζή­σει, εί­ναι υ­πο­χρε­ω­μένη να που­λά αυ­τήν την ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη (τις σω­μα­τι­κές, πνευ­μα­τι­κές και ψυ­χικές ι­κα­νό­τη­τές της για ερ­γα­σί­α) στους ι­διο­κτή­τες των μέ­σων πα­ρα­γω­γής. Έτσι, ο ερ­γά­της πλη­ρώ­νε­ται μό­νο το μι­σθό του (τα α­να­γκαί­α για να ε­πι­βιώ­σει αυτός και η οι­κο­γέ­νειά του) και ό­χι τη συ­νο­λι­κή η­με­ρή­σια ερ­γα­σί­α του και, συνε­πώς, εί­ναι α­να­γκα­σμέ­νος να προ­σφέ­ρει υ­πε­ρερ­γα­σί­α, α­πλή­ρω­τη ερ­γα­σί­α, υ­περα­ξί­α στον κα­πι­τα­λι­στή σαν «α­ντα­μοι­βή» για την «κα­λο­σύ­νη» που ε­πι­δει­κνύ­ει προ­σλαμ­βά­νο­ντάς τον στη δου­λειά.

Αυ­τοί εί­ναι οι πραγ­μα­τι­κοί ι­στο­ρι­κοί λό­γοι για την ε­πι­κρά­τη­ση του κα­πιτα­λι­σμού και ό­χι βέ­βαια η πα­ρα­πλά­νη­ση των ερ­γα­τών α­πό τους δια­νο­ού­με­νους και τους ιε­ρείς

Ποια εί­ναι ό­μως τα βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής; Η κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή εί­ναι μια γε­νι­κευ­μέ­νη πα­ρα­γω­γή ε­μπο­ρευ­μά­των, δη­λα­δή μια πα­ρα­γω­γή που προ­ο­ρί­ζε­ται για πώ­λη­ση στην α­γο­ρά. Τα ε­μπο­ρεύ­ματα, ό­χι μό­νο πρέ­πει να που­λη­θούν, αλ­λά πρέ­πει να που­λη­θούν πά­νω α­πό μια ο­ρισμέ­νη τι­μή, ώ­στε ο κα­πι­τα­λι­στής να μπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει την υ­πε­ρα­ξί­α που πα­ρή­γα­γαν οι ερ­γα­ζό­με­νοί του και που ε­μπε­ριέ­χε­ται στην α­ξί­α των ε­μπο­ρευ­μά­των. Η κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή πραγ­μα­το­ποιεί­ται μέ­σα σε συν­θή­κες α­το­μι­κής ι­διο­κτη­σί­ας των μέ­σων πα­ρα­γω­γής. Δη­λα­δή, η συ­νο­λι­κή κοι­νω­νι­κή πα­ρα­γω­γή κα­τα­κερ­μα­τί­ζε­ται σε αυ­τό­νο­μες πα­ρα­γω­γι­κές μο­νά­δες (ε­πι­χει­ρή­σεις - κε­φά­λαια), οι ο­ποί­ες α­πο­φα­σί­ζουν α­πό μό­νες τους και ξε­χω­ρι­στά η μί­α από την άλ­λη, με βά­ση τα ι­διω­τι­κά τους συμ­φέ­ρο­ντα, πό­σο και τι θα πα­ρά­γουν, πού και πό­τε θα πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν ε­πεν­δύ­σεις και πό­σες θα εί­ναι αυ­τές. Έ­τσι, η κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή πραγ­μα­το­ποιεί­ται για μια α­νώ­νυ­μη α­γο­ρά, δη­λαδή ο κά­θε κα­πι­τα­λι­στής προ­σπα­θεί να ε­πι­τύ­χει τον υ­ψη­λό­τε­ρο τζί­ρο, να ι­διοποι­η­θεί εις βά­ρος των άλ­λων το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της α­γο­ράς χω­ρίς να εν­δια­φέ­ρε­ται για τις α­πο­φά­σεις των άλ­λων ε­πι­χει­ρή­σε­ων του ί­διου κλά­δου ή άλ­λων. Το με­ρί­διό του στην α­γο­ρά δεν εί­ναι κα­θό­λου ε­ξα­σφα­λι­σμέ­νο. Αυ­τή εί­ναι και η βά­ση του α­ντα­γω­νι­σμού που διέ­πει την κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή.

Για να μπο­ρέ­σει ό­μως ο κά­θε έ­νας με­μο­νω­μέ­νος κα­πι­τα­λι­στής να κρα­τά το μερί­διό του στην α­γο­ρά, για να μπο­ρεί δη­λα­δή να πραγ­μα­το­ποιεί την υ­πε­ρα­ξί­α που α­πο­σπά α­πό τους ερ­γα­ζό­με­νούς του, πρέ­πει να που­λά ό­σο το δυ­να­τόν πε­ρισσό­τε­ρα ε­μπο­ρεύ­μα­τα σε μια τι­μή χα­μη­λό­τε­ρη απ’ αυ­τήν των α­ντα­γω­νι­στών του. Για να το πε­τύ­χει αυ­τό πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποιεί ό­σο το δυ­να­τόν πιο τε­λειο­ποι­η­μέ­νες μη­χα­νές. Έ­τσι, ο κα­πι­τα­λι­στής, κά­τω α­πό το μα­στί­γιο του α­νταγω­νι­σμού, εί­ναι υ­πο­χρε­ω­μέ­νος να α­να­πτύσ­σει στο μά­ξι­μουμ τις πα­ρα­γω­γι­κές ε­πεν­δύ­σεις. Δη­λα­δή να συσ­σω­ρεύ­ει κε­φά­λαιο, να ε­πα­νε­πεν­δύ­ει έ­να με­γά­λο μέρος της υ­πε­ρα­ξί­ας και των κερ­δών του και πά­λι στην πα­ρα­γω­γή.

Συ­νε­πώς, η κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή κα­τα­λή­γει σ’ έ­να α­ντι­φα­τι­κό α­πο­τέ­λεσμα. Α­πό τη μί­α, η α­διά­κο­πη α­νά­πτυ­ξη της εκ­μη­χά­νι­σης συ­νε­πά­γε­ται μια α­νάπτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων και μια ά­νο­δο της πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας της ερ­γα­σί­ας, που μα­κρο­πρό­θε­σμα δη­μιουρ­γεί τις υ­λι­κές βά­σεις για την α­πε­λευ­θέρω­ση της αν­θρω­πό­τη­τας α­πό κά­θε κα­τα­να­γκα­σμό «να δου­λεύ­ει με τον ι­δρώ­τα του προ­σώ­που της». Απ’ την άλ­λη ό­μως, η α­νά­πτυ­ξη της εκ­μη­χά­νι­σης, κά­τω α­πό την ε­πι­τα­γή της ε­πι­δί­ω­ξης του μέ­γι­στου κέρ­δους και της α­διά­κο­πης συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου, συ­νε­πά­γε­ται μια ο­λο­έ­να και πιο κτη­νώ­δη κα­θυ­πό­τα­ξη του ερ­γά­τη στη μη­χα­νή και των ερ­γα­ζό­με­νων μα­ζών στους νό­μους της α­γο­ράς. Επο­μέ­νως, η κα­πι­τα­λι­στι­κή α­νά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων συ­νε­πά­γε­ται μια αυ­ξα­νό­με­νη αλ­λο­τρί­ω­ση των ερ­γα­ζό­με­νων (και, έμ­με­σα, ό­λων των πο­λι­τών της α­στι­κής κοι­νω­νί­ας) α­πό τα ερ­γα­λεί­α της δου­λειάς τους, τα προ­ϊ­ό­ντα της ερ­γα­σί­ας τους, τις συν­θή­κες της ζω­ής τους (συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των συν­θηκών χρη­σι­μο­ποί­η­σης του «ε­λεύ­θε­ρου χρό­νου» τους) και τις πραγ­μα­τι­κές αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις με τους συ­μπο­λί­τες τους.

Ε­δώ βρί­σκε­ται η α­ντί­φα­ση α­νά­με­σα στην τά­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής προς την α­πε­ριό­ρι­στη α­νά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων, α­πό τη μί­α και των στε­νών ο­ρί­ων που πρέ­πει υ­πο­χρε­ω­τι­κά να ε­πι­βά­λει στην α­το­μι­κή και κοινω­νι­κή κα­τα­νά­λω­ση της μά­ζας των ερ­γα­ζο­μέ­νων α­πό την άλ­λη, μια που ο στό­χος της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής πα­ρα­μέ­νει το μά­ξι­μουμ της υ­πε­ρα­ξί­ας, που συ­νε­πά­γε­ται α­να­γκα­στι­κά μεί­ω­ση των μι­σθών. Με μια άλ­λη έν­νοια, ε­δώ κα­ταρρί­πτε­ται και η α­φε­λής α­ντί­λη­ψη του Δια­φω­τι­σμού, αλ­λά αρ­γό­τε­ρα και πολ­λών σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τών και στα­λι­νι­κών, ό­τι υ­πάρ­χει μια συ­νε­χής πρό­ο­δος της κοι­νω­νί­ας που, πα­ρά τα διά­φο­ρα ε­μπό­δια και τις προ­σω­ρι­νές ο­πι­σθο­χω­ρή­σεις, προ­χω­ρά αυ­τό­μα­τα και μη­χα­νι­κά προς το φω­τει­νό μέλ­λον και τον ε­πί­γειο παρά­δει­σο. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η δια­δο­χή των δια­φό­ρων συ­στη­μά­των τα­ξι­κών κοι­νω­νιών μπο­ρεί να ει­δω­θεί μό­νο σαν μια αυ­το-α­νά­πτυ­ξη της α­ντί­φα­σης με­ταξύ προ­ό­δου και κα­θυ­στέ­ρη­σης. Στο κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα η α­ντί­φα­ση αυ­τή ωρι­μά­ζει και μπο­ρεί να ε­πι­λυ­θεί ο­ρι­στι­κά. Η πρω­το­φα­νής «πρό­ο­δος» και ο «πο­λι­τι­σμός» που φέρ­νει ο κα­πι­τα­λι­σμός εί­ναι ο έ­νας πό­λος, ε­νώ ο άλ­λος εί­ναι η πρω­το­φα­νής βαρ­βα­ρό­τη­τα. Το δί­λημ­μα της ε­πο­χής μας εί­ναι «σο­σια­λι­σμός ή βαρ­βα­ρό­τη­τα». Και αυ­τή τη μαρ­ξι­στι­κή α­ντί­λη­ψη την α­να­δει­κνύ­ει ο Λα­φάργκ στη μπρο­σού­ρα του.

Η α­ντί­φα­ση α­νά­με­σα στην τά­ση α­πε­ριό­ρι­στης α­νά­πτυ­ξης των πα­ρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων και των στε­νών ο­ρί­ων που ε­πι­βά­λει σ’ αυ­τήν η κοι­νω­νι­κή κα­τα­νά­λωση δί­νει έ­ναν πε­ριο­δι­κό χα­ρα­κτή­ρα στην κί­νη­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γωγής. Η ι­στο­ρί­α της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής εί­ναι μια συ­νε­χής δια­δο­χή βιο­μη­χα­νι­κών κύ­κλων, δη­λα­δή η πα­ρα­γω­γή περ­νά δια­δο­χι­κά α­πό φά­σεις οι­κο­νομι­κής α­νά­καμ­ψης, υ­ψη­λής α­νά­πτυ­ξης, υ­περ­θέρ­μαν­σης, κρί­σης και ύ­φε­σης. Το μέγε­θος αυ­τών των δια­κυ­μάν­σε­ων (δη­λα­δή του κά­θε βιο­μη­χα­νι­κού κύ­κλου) μπο­ρεί να αλ­λά­ζει α­πό ε­πο­χή σε ε­πο­χή, αλ­λά η ύ­παρ­ξή τους εί­ναι α­να­πό­φευ­κτη στο κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα.

Λό­γω της κρί­σης που έ­χει προ­η­γη­θεί, πολ­λά ερ­γο­στά­σια έ­χουν κλεί­σει, η παρα­γω­γή έ­χει μειω­θεί σε πολ­λούς κλά­δους κά­τω α­πό τη ζή­τη­ση, οι μι­σθοί έ­χουν μειω­θεί λό­γω της α­νερ­γί­ας που δη­μιουρ­γεί η κρί­ση, το πο­σο­στό εκ­με­τάλ­λευσης (υ­πε­ρα­ξί­ας) α­νε­βαί­νει α­πό­το­μα. Έ­τσι, οι κα­πι­τα­λι­στές, έ­χο­ντας ε­ξα­σφα­λίσει έ­να υ­ψη­λό πο­σο­στό κέρ­δους, αρ­χί­ζουν να ε­πεν­δύ­ουν και πο­λύ γρή­γο­ρα μπαί­νου­με σε μια φά­ση ε­πι­τα­χυ­νόμε­νης α­νά­πτυ­ξης, ό­που οι μι­σθοί αρ­χί­ζουν να ανε­βαί­νουν, αλ­λά αυ­τή η α­νά­πτυ­ξη πο­λύ γρή­γο­ρα ο­δη­γεί­ται σε μια υ­περ­θέρ­μανση, δη­λα­δή φτά­νου­με στο ση­μεί­ο κα­μπής του βιο­μη­χα­νι­κού κύ­κλου. Φτά­νου­με στο ση­μεί­ο ό­που έ­χουν ε­πεν­δυ­θεί πά­ρα πολ­λά κε­φά­λαια, πα­ρά­γο­νται πά­ρα πολλά ε­μπο­ρεύ­μα­τα και η υ­πε­ρα­ξί­α δεν αρ­κεί για να ε­ξα­σφα­λί­ζει σ’ αυ­τά τα κεφά­λαια έ­να ι­κα­νο­ποι­η­τι­κό πο­σο­στό κέρ­δους, ε­νώ τα ε­μπο­ρεύ­μα­τα δεν μπο­ρούν να κα­τα­να­λω­θούν στο σύ­νο­λό τους. Η κα­πι­τα­λι­στι­κή οι­κο­νο­μί­α μπαί­νει α­πότο­μα στην κρί­ση. Τα ε­μπο­ρεύ­μα­τα σα­πί­ζουν στις α­πο­θή­κες, εκ­ποιού­νται ή κατα­στρέ­φο­νται, πολ­λές ε­πι­χει­ρή­σεις εμ­φα­νί­ζουν αρ­χι­κά ζη­μιές και με­τά κλεί­νουν, η α­νερ­γί­α αυ­ξά­νει ο­λο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο, οι μι­σθοί αρ­χί­ζουν να μειώ­νο­νται και η φτώ­χια και η ε­ξα­θλί­ω­ση αρ­χί­ζουν να γε­νι­κεύ­ο­νται. Ό­σο και αν οι πι­στώ­σεις, οι α­γο­ρές του ε­ξω­τε­ρι­κού ή, με­τά το Β΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, ο πλη­θω­ρι­σμός μπο­ρούν να α­να­βά­λουν την εκ­δή­λω­ση της κρί­σης, δεν μπο­ρούν ωστό­σο να την α­πο­τρέ­ψουν.

Αυ­τόν το βιο­μη­χα­νι­κό κύ­κλο πε­ρι­γρά­φει ο Λα­φάρ­γκ, με έ­ναν κα­τα­πλη­κτι­κό και πα­ρα­στα­τι­κό τρό­πο. Και, α­κρι­βώς στο ξέ­σπα­σμα της κρί­σης, μας κα­λεί να δώσου­με μια άλ­λη λύ­ση, ώ­στε να α­πο­φύ­γου­με τη δυ­στυ­χί­α αλ­λά και να σπά­σου­με το φαύ­λο κύ­κλο της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής. Πράγ­μα­τι, αν σκε­φτού­με λί­γο περισ­σό­τε­ρο, θα δια­πι­στώ­σου­με ό­τι η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση στον κα­πι­τα­λι­σμό εμ­φα­νί­ζει μια ι­στο­ρι­κή πρω­το­τυ­πί­α: Ε­νώ στους προ­κα­πι­τα­λι­στι­κούς ή με­τα­καπι­τα­λι­στι­κούς τρό­πους πα­ρα­γω­γής η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση εμ­φα­νί­ζε­ται ό­ταν υπάρ­χει υ­πο­πα­ρα­γω­γή προ­ϊ­ό­ντων (λό­γω δια­φό­ρων αι­τιών, π.χ. λοι­μός, πό­λε­μος κ.α.), στον κα­πι­τα­λι­σμό, α­ντί­θε­τα, η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση με τις τρα­γι­κές της συ­νέπειες εμ­φα­νί­ζε­ται ό­ταν υ­πάρ­χει υ­περ­πα­ρα­γω­γή ε­μπο­ρευ­μά­των. Α­κρι­βώς τη στιγ­μή που δη­μιουρ­γεί­ται τε­ρά­στιος πλού­τος εμ­φα­νί­ζε­ται, στο άλ­λο ά­κρο, η α­πό­λυ­τη ε­ξα­θλί­ω­ση. Για να α­πο­τρα­πεί λοι­πόν η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση δεν χρειάζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρη ερ­γα­σί­α -μάλ­λον χρειά­ζε­ται λι­γό­τε­ρη- και σί­γου­ρα χρειάζε­ται με­γα­λύ­τε­ρη κα­τα­νά­λω­ση α­πό τη συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φί­α της κοι­νω­νίας. Α­ντί λοι­πόν οι ερ­γά­τες να α­ντα­γω­νί­ζο­νται ο έ­νας τον άλ­λον, α­ντί το έ­να «ε­θνι­κό» προ­λε­τα­ριά­το να α­ντα­γω­νί­ζε­ται το προ­λε­τα­ριά­το του άλ­λου έ­θνους, εί­ναι κα­λύ­τε­ρο, προ­τι­μό­τε­ρο και ορ­θό­τε­ρο να ε­φαρ­μό­σου­με τη λύ­ση που προ­τεί­νει ο Λα­φάρ­γκ. Να πε­ρά­σου­με πά­νω α­πό το χρή­μα, να τσα­κί­σου­με την α­νταλλα­κτι­κή α­ξί­α των ε­μπο­ρευ­μά­των, να τα ξα­να­με­τα­τρέ­ψου­με δη­λα­δή σε προ­ϊ­όντα, σε α­ξί­ες χρή­σης που η μό­νη χρη­σι­μό­τη­τά τους εί­ναι να ι­κα­νο­ποιούν τις ανθρώ­πι­νες α­νά­γκες. Ο πει­να­σμέ­νος να παίρ­νει τα τρό­φι­μα για να χορ­ταί­νει την πεί­να του, αυ­τός που κρυώ­νει να παίρ­νει τα ρού­χα -που ο ί­διος δη­μιούρ­γησε- και να ντύ­νε­ται... Και, στο τέ­λος-τέ­λος, ό­πως με δει­κτι­κή ει­ρω­νεί­α ε­ξη­γεί και ο Λα­φάρ­γκ, αυ­τό εί­ναι και προς ό­φε­λος των α­στών, μια που, α­ντί τα ε­μπο­ρεύ­μα­τά τους να σα­πί­ζουν στις α­πο­θή­κες ή να ξε­που­λιού­νται ό­σο-ό­σο, εί­ναι καλύ­τε­ρο να τα δώ­σουν στους ερ­γά­τες και έ­τσι οι α­στοί, με «τις προ­σευ­χές των ερ­γα­τών που θα τους ευ­γνω­μο­νούν», να πιά­σουν σί­γου­ρα «μια θέ­ση στον πα­ράδει­σο».

Για να στα­μα­τή­σει λοι­πόν κα­νείς την οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, για να α­πο­φύ­γει τη δυ­στυ­χί­α, πρέ­πει να α­να­τρέ­ψει τις κα­πι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής. Μόνο έ­τσι η αν­θρω­πό­τη­τα θα α­παλ­λα­γεί α­πό τη μά­στι­γα της α­νερ­γί­ας, της πεί­νας, της φτώ­χιας και του πο­λέ­μου. Ξε­κι­νώ­ντας λοι­πόν α­πό την α­ντί­στα­ση στις νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρες ε­πι­θέ­σεις, θα πρέ­πει να φτά­σου­με μέ­χρι και την α­να­τρο­πή του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος. Δεν υ­πάρ­χει άλ­λη λύ­ση, δεν μπο­ρού­με να α­νταγω­νι­ζό­μα­στε ο έ­νας τον άλ­λο για να βρού­με ερ­γα­σί­α, δεν πρέ­πει να ψά­χνου­με για δεύ­τε­ρη και τρί­τη δου­λειά, να σφίγ­γου­με ο­λο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο το ζωνά­ρι, να υ­πο­μέ­νου­με ο­λο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρες τα­πει­νώ­σεις.

Τέ­λος, εί­ναι η αν­θρω­πό­τη­τα αιω­νί­ως κα­τα­δι­κα­σμέ­νη να κερ­δί­ζει το ψω­μί της «με τον ι­δρώ­τα του προ­σώ­που της»; Εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νη αιω­νί­ως να ερ­γά­ζεται; Στο ε­ρώ­τη­μα αυ­τό ο Λα­φάρ­γκ δεν α­πα­ντά σ’ αυ­τήν την μπρο­σού­ρα αλ­λά η απά­ντη­ση βρί­σκε­ται σε άλ­λα βι­βλί­α του. Πρώ­τα-πρώ­τα, χρειά­ζε­ται να ξε­πε­ράσου­με έ­να δια­δε­δο­μέ­νο μύ­θο, που, στη­ρι­ζό­με­νος στον άν­θρω­πο που δη­μιουρ­γεί ο κα­πι­τα­λι­σμός, θε­ω­ρεί ό­τι η ά­ρι­στη κα­τα­νά­λω­ση ση­μαί­νει α­πε­ριό­ρι­στη κατα­νά­λω­ση και α­πε­ριό­ρι­στη οι­κο­νο­μι­κή α­νά­πτυ­ξη. Ση­μαί­νει δη­λα­δή κα­τα­νά­λωση πολ­λών προ­ϊ­ό­ντων, πολ­λών τη­λε­ο­ρά­σε­ων, πολ­λών αυ­το­κι­νή­των, πολ­λών ρούχων, τρο­φί­μων κλπ. Αυ­τή η α­ντί­λη­ψη εί­ναι λά­θος. Οι υ­λι­κές α­νά­γκες του αν­θρώπου έ­χουν ό­ρια. Μό­λις κα­λυ­φθούν ή στο βαθ­μό που θα κα­λύ­πτο­νται με έ­ναν ο­λοκλη­ρω­μέ­νο τρό­πο, το εν­δια­φέ­ρον της αν­θρω­πό­τη­τας θα στρέ­φε­ται στην α­νά­πτυξη των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων, στη δη­μιουρ­γί­α ο­λο­κλη­ρω­μέ­νων και αρ­μο­νι­κών προ­σω­πι­κο­τή­των. Δεύ­τε­ρον, η α­να­τρο­πή του κα­πι­τα­λι­σμού θα α­πε­λευ­θε­ρώ­σει τις πα­ρα­γω­γι­κές δυ­νά­μεις και θα δώ­σει τη δυ­να­τό­τη­τα για τη γε­νι­κευ­μέ­νη εφαρ­μο­γή του αυ­το­μα­τι­σμού, της ρο­μπο­τι­κής κ.α. μέ­σα στην πα­ρα­γω­γή, ώ­στε η αν­θρώ­πι­νη ερ­γα­σί­α, ο αν­θρώ­πι­νος χρό­νος που θα α­φιε­ρώ­νε­ται στην πα­ρα­γω­γή θα τεί­νει να εκ­μη­δε­νι­στεί. Αυ­τό, βέ­βαια, δεν μπο­ρεί να γί­νει μό­νο σε μί­α χώ­ρα αλ­λά στο σύ­νο­λο του πλα­νή­τη. Τρί­τον, την ε­παύ­ριον της σο­σια­λι­στι­κής ε­πανά­στα­σης θα ξε­κι­νή­σει η δια­δι­κα­σί­α της κα­τάρ­γη­σης της αλ­λο­τρί­ω­σης της εργα­σί­ας, με την έν­νοια της α­πώ­λειας του ε­λέγ­χου του πα­ρα­γω­γού πά­νω στο προϊ­όν της ερ­γα­σί­ας του και στους ό­ρους της ερ­γα­σί­ας του, αλ­λά και κά­τω α­πό τον έ­λεγ­χο ή τη διεύ­θυν­ση του άλ­λου. Βέ­βαια, αυ­τή η αλ­λο­τρί­ω­ση δεν πρό­κει­ται να ε­ξα­φα­νι­στεί α­πό­το­μα, του­λά­χι­στον ό­χι προ­τού οι άν­θρω­ποι αι­σθαν­θούν συ­νει­δη­τά και αυ­θόρ­μη­τα τον ε­αυ­τό τους σαν ι­διο­κτή­τη των προ­ϊ­ό­ντων της εργα­σί­ας και κυ­ρί­αρ­χο πά­νω στους ό­ρους της ερ­γα­σί­ας. Α­παι­τεί­ται λοι­πόν μια πραγ­μα­τι­κή αυ­το­δια­χεί­ρι­ση των πα­ρα­γω­γών και μια πραγ­μα­τι­κή α­φθο­νί­α προ­ϊ­ό­ντων και υ­πη­ρε­σιών, που να κα­λύ­πτει ό­λες τις α­νά­γκες και ό,τι εί­ναι ουσια­στι­κό σε ό­λες τις α­νά­γκες. Α­παι­τεί­ται, δη­λα­δή, η ε­ξα­φά­νι­ση της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, ό­χι μό­νο με την έν­νοια της ε­ξα­φά­νι­σης του προ­λε­τα­ριά­του που εργά­ζε­ται για λο­γα­ρια­σμό άλ­λου, αλ­λά και της ε­ξα­φά­νι­σης του προ­λε­τα­ριά­του που ερ­γά­ζε­ται μ’ έ­να η­με­ρο­μί­σθιο με­τρη­μέ­νο τσι­γκού­νι­κα και με α­κρί­βεια. Τέ­ταρ­τον, θα αρ­χί­σει να ε­ξα­φα­νί­ζε­ται και μια πα­λιό­τε­ρη αλ­λο­τρί­ω­ση της ερ­γα­σί­ας, δη­λα­δή η υ­πο­δού­λω­ση του αν­θρώ­που στην τυ­ραν­νί­α του κα­τα­με­ρι­σμού της ερ­γα­σί­ας, η αλ­λο­τρί­ω­ση του αν­θρώ­που α­πό τις διά­φο­ρες δυ­να­τό­τη­τες που μι­σο­κοι­μού­νται μέ­σα του και που δεν μπο­ρούν να αν­θί­σουν, ό­σο και­ρό έχει το «ε­πάγ­γελ­μά» του, ό­σον και­ρό α­σκεί την «ει­δι­κό­τη­τά» του. Θα αρ­χί­σει, δη­λα­δή, στα­δια­κά να κα­ταρ­γεί­ται και ο δια­χω­ρι­σμός πνευ­μα­τι­κής και χει­ρωνα­κτι­κής ερ­γα­σί­ας. Έ­τσι, στα­δια­κά, ό­χι μό­νο θα μειώ­νε­ται η ση­μα­σί­α και ο χρόνος της ερ­γα­σί­ας, αλ­λά θα ε­ξα­φα­νί­ζε­ται και η αλ­λο­τρί­ω­ση της ερ­γα­σί­ας. Τότε η ερ­γα­σί­α θα πά­ψει να υ­πάρ­χει με την έν­νοια που τη γνώ­ρι­σαν οι πρω­τό­γο­νες αλ­λά και οι τα­ξι­κές κοι­νω­νί­ες και θα α­ντι­κα­τα­στα­θεί α­πό την αν­θρώ­πι­νη Πρά­ξη ή την αν­θρώ­πι­νη αυ­το­δρα­στη­ριό­τη­τα. Ο νέ­ος άν­θρω­πος, καλ­λι­τέ­χνης, δια­νο­ού­με­νος, ε­πι­στή­μο­νας, με πο­λυ­σχι­δείς δρα­στη­ριό­τη­τες και με μια ο­λοκλη­ρω­μέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα, θα εί­ναι πλέ­ον πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Ηρακλής Χριστοφορίδης




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου