"Μαύρη Δευτέρα, τρομερή Τρίτη, απαίσια Τετάρτη". Έτσι περιέγραψε μία μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα τα γεγονότα της τρίτης βδομάδας του Σεπτέμβρη. Οι άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη κοιτούσαν σαστισμένοι και τρομαγμένοι καθώς οι μεγάλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, των οποίων τα κολοσσιαία κέρδη και τα τεράστια μπόνους σημάδεψαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, βυθίζονταν μέσα σε ένα βάλτο από χρέη.
Πολλοί από όσους παρατηρούσαν τα γεγονότα δεν μπόρεσαν να κρύψουν ένα μικρό γελάκι βλέποντας τους γιάπηδες με τα πανάκριβα κοστούμια να λένε αντίο στους τεράστιους μισθούς τους, καθώς έβγαιναν από τους ουρανοξύστες των εταιρειών τους κρατώντας στα χέρια χαρτόκουτα με τα προσωπικά τους αντικείμενα.
Όμως μαζί με το γέλιο υπήρχε και μια έντονη ανησυχία. Το σύστημα στο οποίο ζούμε και εργαζόμαστε βρέθηκε σε βαθιά κρίση και δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι που δουλεύουν σε βαρετές δουλειές με ταπεινούς όρους διαβίωσης αγωνιούν μήπως φορτωθούν αυτοί το κόστος. Αυτός ο φόβος έγινε εντονότερος την επόμενη βδομάδα, όταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους των ΗΠΑ προειδοποίησε ότι θα ακολουθήσει ένα "οικονομικό Περλ Χάρμπορ" και ο Τζορτζ Μπους έκανε έκτακτο τηλεοπτικό διάγγελμα προειδοποιώντας ότι "ολόκληρη η οικονομία μας κινδυνεύει".
Κάποιοι έχουν ήδη πληρώσει το τίμημα. Στη Βρετανία, χίλιοι άνθρωποι κάθε μέρα προστίθονταν στις ουρές των ανέργων τον Αύγουστο. Περίπου 85 χιλιάδες άνθρωποι που πήγαιναν διακοπές έφτασαν στο αεροδρόμιο για να ανακαλύψουν ότι οι πτήσεις για τις οποίες είχαν ήδη πληρώσει δεν υπήρχαν πια, ενώ η αστυνομία ήταν έτοιμη να τους απωθήσει αν προσπαθούσαν να διεκδικήσουν τις θέσεις τους.
Δύο εκατομμύρια Αμερικανοί έχασαν τα σπίτια τους τον τελευταίο χρόνο. Κανείς δεν ξέρει τι θα ακολουθήσει και λιγότερο από όλους ξέρουν οι πολιτικοί, οι τραπεζίτες και οι βιομήχανοι που μας διαβεβαιώνουν πως είναι οι καλύτεροι για να διοικούν την κοινωνία για το συμφέρον μας.
Η απαγορευμένη λέξη
Πίσω από την κρίση βρίσκεται μία λέξη που είχαν σχεδόν καταφέρει να την απαγορεύσουν από το κοινωνικά αποδεκτό λεξιλόγιο εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες - αυτή η λέξη είναι ο "καπιταλισμός". Αντί να μιλούν για τον καπιταλισμό, μας χόρτασαν με κουβέντες για την "επιχειρηματικότητα" και τους "δημιουργούς του πλούτου" μπροστά στους οποίους θα έπρεπε να στεκόμαστε με δέος, να τους αφήνουμε να διοικούν τις Κεντρικές Τράπεζες ανεξάρτητα από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις, να τους παραδώσουμε τα δημόσια σχολεία, να αναδιαρθρώνουν το ΕΣΥ και τα νοσηλευτικά ιδρύματα, να τους παρακαλάμε να γίνονται σπόνσορες σε αθλητικούς συλλόγους και συμφωνικές ορχήστρες, να χρηματοδοτούν πολιτικά κόμματα τα οποία κάποτε υποτίθεται ότι θα αμφισβητούσαν τη δύναμή τους.
Τώρα, η σκληρή αλήθεια πίσω από τους ευφημισμούς, ξαφνικά αποκαλύφθηκε. Είναι η πραγματικότητα ενός συστήματος που βασίζεται στον ανταγωνισμό όπου κερδίζει ο πιο άπληστος, ενός συστήματος με πρωταγωνιστές αυτούς που καταφέρνουν καλύτερα να βγάζουν λεφτά σε βάρος όλων των άλλων, αν και γνωρίζουν πως αν τα πράγματα πάνε στραβά για τους ίδιους, θα μπορούν να στηριχθούν σε πολιτικούς που ενώ λένε πως υπερασπίζονται την ελεύθερη αγορά, θα τους προσφέρουν γιγάντιες κρατικές επιδοτήσεις την ίδια ώρα που θα περικόπτουν τις συντάξεις και τα επιδόματα ανεργίας για όλους μας.
Αυτό ακριβώς έκανε το αμερικανικό κράτος στις 7 Σεπτέμβρη, όταν εξαγόρασε τους δύο γίγαντες των στεγαστικών δανείων, τη Fannie Mae και την Freddie Mac, ξοδεύοντας εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε μια κίνηση που, σύμφωνα με τον Νούριελ Ρουμπίνι, οικονομολόγο με έδρα τη Νέα Υόρκη και πρώην σύμβουλο της κυβέρνησης, ήταν "η μεγαλύτερη εθνικοποίηση που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα". Το ίδιο έγινε ξανά, εννέα μέρες αργότερα, όταν η αμερικάνικη κυβέρνηση εξαγόρασε την AIG, την μέχρι πρόσφατα μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία του κόσμου. Και το ίδιο είχε γίνει εννέα μήνες πριν, όταν η βρετανική κυβέρνηση τελικά εξαγόρασε την Northern Rock και το ξαναέκανε τον Σεπτέμβρη, όταν εθνικοποίησε την πρώην στεγαστική τράπεζα Bradford and Bingley.
Δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μεγαλύτερη ανατροπή της ?νεοφιλελεύθερης? φιλολογίας περί ελεύθερης αγοράς που μας είχαν επιβάλει οι διάφοροι πολιτικοί και σχολιαστές των ΜΜΕ, από τις αυτές εξαγορές. Τα ίδια τα γεγονότα τούς ανάγκασαν να απαρνηθούν όλα όσα έλεγαν επί δεκαετίες, να πετάξουν στα σκουπίδια, σχεδόν εν μία νυκτί, την ιδεολογία που κήρυσσαν στους εργάτες και τις φτωχότερες χώρες.
Γιατί; Όχι για να προστατεύσουν αυτούς που χάνουν τις δουλειές τους, τα σπίτια τους ή που είδαν τις διακοπές τους να καταστρέφονται και τις συντάξεις τους να κινδυνεύουν. Η Northern Rock, από τότε που την εξαγόρασε το κράτος, βρίσκεται επικεφαλής της ομάδας των στεγαστικών τραπεζών που κάνουν κατασχέσεις στα σπίτια και πετάνε τον κόσμο έξω. Στη διάρκεια του Αυγούστου, έκανε κάθε μέρα κατασχέσεις στα σπίτια δέκα οικογενειών.
Όλη αυτή η προστασία του κράτους έγινε για να σώσει το οικονομικό σύστημα που δημιούργησε την κρίση, ένα σύστημα που βασίζεται σε hedge funds, τραπεζικά και επενδυτικά χαρτοφυλάκια δισεκατομμυρίων και υποθέτει πως κανείς ποτέ δεν θα τολμήσει να αμφισβητήσει την ασταμάτητη απληστία τους. Η αμερικάνικη κυβέρνηση άφησε τελικά μία από τις πιο σοβαρές επενδυτικές της τράπεζες, την Lehman Brothers να χρεοκοπήσει στις 14 Σεπτέμβρη.
Στροφή 180 μοιρών
Όμως η παρανοϊκή συμπεριφορά που προκάλεσε αυτό το γεγονός στα hedge funds, τις τράπεζες και τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια, ανάγκασε την κυβέρνηση να κάνει στροφή 180 μοιρών και να μοιράσει πολλά περισσότερα δισεκατομμύρια, στις 15, 16 και 17 Σεπτέμβρη. Η πιο δεξιά κυβέρνηση των ΗΠΑ εδώ και τρία τέταρτα του αιώνα, στράφηκε σε χωρίς προηγούμενο εθνικοποιήσεις για να προστατεύσει τους πλούσιους και να κοινωνικοποιήσει τις ζημιές μετά από 30 χρόνια ιδιωτικοποίησης των κερδών. Δεν είναι παράξενο λοιπόν ότι ο αστός οικονομολόγος Γουίλεμ Μπιούτερ περιγράφει αυτό που συνέβη ως "το τέλος του αμερικάνικου καπιταλισμού όπως τον γνωρίσαμε".
Το βασικό ερώτημα είναι τι πρόκειται να τον αντικαταστήσει. "Να στέκεστε στα δικά σας πόδια", ήταν πάντα η συμβουλή των υπερασπιστών του καπιταλισμού προς όσους υπέφεραν μετά από απολύσεις σε επιχειρήσεις που προχωρούν σε «μειώσεις προσωπικού».
Αυτή είναι η δικαιολογία όταν αναγκάζουν τους ανθρώπους να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να βρουν δουλειά, τους ανέργους να εξευτελίζονται στις ουρές των γραφείων εύρεσης εργασίας, τις ανύπαντρες μητέρες και τους ανάπηρους να περνάνε τεστ απασχολησιμότητας πριν πάρουν επίδομα, όταν λένε σε αυτούς που ποτέ στη ζωή τους δεν πήραν αξιοπρεπείς μισθούς να κάνουν αποταμίευση για να πάρουν σύνταξη, στους φοιτητές να δουλέψουν για να τα βγάλουν πέρα όσο σπουδάζουν και να πληρώσουν δίδακτρα. "Δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση" ήταν το σύνθημα της Μάργκαρετ Θάτσερ, το οποίο υιοθέτησαν ο Τόνι Μπλερ και ο Γκόρντον Μπράουν στη Βρετανία, καθώς την καλούσαν στην πρωθυπουργική κατοικία. Όταν κατέρρεαν οι εταιρείες ηλεκτρονικών ειδών στη Σκοτία ή η αυτοκινητοβιομηχανία στο Ντάγκενχαμ του Λονδίνου και στο Λόνγκμπριτζ του Λίβερπουλ, έλεγαν στον κόσμο που έχανε τη δουλειά του πως το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί είναι να περάσουν οι εταιρείες στο κράτος. Έτσι θα καταστρεφόταν ο "ανταγωνισμός", θα "πνιγόταν η εφευρετικότητα" και θα "ανατρέπονταν οι προσδοκίες".
Σήμερα, υμνολογούν το κράτος που παρενέβη και έκανε εξαγορές, μόνο όμως στο βαθμό που αυτό γίνεται για να προστατευθούν αυτοί που τζογάρισαν στις χρηματαγορές και ζούσαν σε διαστημικά επίπεδα πολυτελούς διαβίωσης, χρησιμοποιώντας τον πλούτο που έχουν παράγει άλλοι, ενώ αυτοί δεν έχουν παράγει ποτέ τίποτα εκτός από τεράστια χρέη.
ΤΙ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ;
Υπάρχει μία απλή ερμηνεία για την αιτία της κρίσης: είναι η απληστία αυτών που έχουν χρήματα να αποκτήσουν ακόμη περισσότερα. Αυτή η ερμηνεία δεν προέρχεται μόνο από εκείνους που ήταν πάντα αντίθετοι στον καπιταλισμό. Είναι η εξήγηση που δίνουν ορισμένοι από τους ένθερμους υποστηρικτές του συστήματος.
Ο Τζον ΜακΚέιν κατηγορεί τους «κερδοσκόπους και τα hedge funds» που «μετέτρεψαν την αγορά μας σε καζίνο». Η εφημερίδα Daily Express, ιδιοκτησίας ενός εκατομμυριούχου πορνογράφου, αποκηρύσσει «τις υπερβολές στο Σίτυ του Λονδίνου» και «τους αεριτζήδες» που «καταστρέφουν τη Βρετανία». Ο πρώην αρχιοικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ραγκουράμ Ρατζάν, ρίχνει το φταίξιμο στα υπέρογκα μπόνους που παίρνουν οι τραπεζίτες.
Ο Μάρτιν Γουλφ, βασικός αρθρογράφος των Financial Times, της εφημερίδας δηλαδή που εκφράζει το ίδιο το Σίτυ του Λονδίνου, ο οποίος μόλις πριν από τρία χρόνια έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο "Γιατί δουλεύει η παγκοσμιοποίηση;", τώρα κατηγορεί την «ανευθυνότητα» των τραπεζιτών.
Ο καταστροφικός ρόλος του χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων είναι ιδιαίτερα απλός. Κυνηγώντας το κέρδος, όργωσαν όλη τη γη ψάχνοντας για ευκαιρίες να δανείσουν χρήματα και έτσι να αποκομίσουν τεράστια ποσά από τους τόκους, κερδοσκόπησαν και εισέπραξαν προμήθειες επιβλέποντας εξαγορές και ιδιωτικοποιήσεις.
Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, το επίκεντρό τους ήταν οι φτωχότερες χώρες του πλανήτη στις οποίες δάνειζαν τόσο πολύ και με τόσο υψηλά επιτόκια ώστε αυτές για να μπορέσουν να αποπληρώσουν αναγκάζονταν να δανειστούν ακόμη περισσότερα με ακόμη υψηλότερα επιτόκια.
Μπελάδες
Όταν αυτές οι χώρες έμπαιναν σε μπελάδες, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έστελναν το ΔΝΤ να τις γονατίσει και να τις αναγκάσει να ανοίξουν τις αγορές τους στις γιγάντιες εταιρείες της Δύσης, να ξεπουλήσουν τις βιομηχανίες τους, να ιδιωτικοποιήσουν τη δημόσια υγεία και να βάλουν τους φτωχότερους γονείς να πληρώσουν για τη μόρφωση των παιδιών τους.
Όμως, υπήρχαν όρια στο πόσο μπορούσαν να ξεζουμίσουν αυτές τις χώρες, ακριβώς επειδή ήταν τόσο φτωχές. Όλο και περισσότερο, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έστρεφαν την προσοχή τους στις πλουσιότερες χώρες και ιδιαίτερα στα κέρδη που μπορούσαν να βγουν από την κερδοσκοπία σε χρηματιστήρια, σε ακίνητα, σε εμπορεύματα όπως το πετρέλαιο, σε ασφαλιστικά ταμεία και πάνω από όλα στην κατοικία.
Τα ποσά που συσσωρεύονται από τέτοιου είδους δανεισμό μπορούν να είναι αστρονομικά, τόσο αστρονομικά ώστε τα χαρτιά που περιέχουν τις οφειλές των ανθρώπων μπορούν να αποκτήσουν μεγάλη αξία. Οι στεγαστικές εταιρείες πουλούσαν αυτά τα χαρτιά στις τράπεζες, οι οποίες με τη σειρά τους πακετάριζαν αυτά τα χαρτιά μαζί με άλλα δημιουργώντας αυτά που αποκαλούν "χρηματοπιστωτικά παράγωγα" και τα πουλούσαν σε άλλες τράπεζες βγάζοντας κέρδος.
Ομάδες ιδιαίτερα πλούσιων ανθρώπων έβαζαν μερικά εκατομμύρια ο καθένας για να στήσουν hedge funds και να μπουν στο παιγνίδι. Ένας ολόκληρος κλάδος με εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο δημιουργήθηκε γύρω από τέτοιες συμφωνίες.
Αυτοί που βρίσκονταν στο κέντρο όλης αυτής της δραστηριότητας και αποκόμιζαν τα μεγαλύτερα οφέλη, δοξάζονταν ως "φιλόδοξοι", "καινοτόμοι" και "επιχειρηματικές ιδιοφυΐες". Ανάμεσα σε αυτές τις ιδιοφυΐες ήταν και αυτοί που διοικούσαν την βρετανική τράπεζα Northern Rock. Οι Financial Times είχαν γράψει ένα ολόκληρο αφιέρωμα για «την πρόποση που έγινε για την Northern Rock σε ένα πολυτελές δείπνο στο Σίτι, με ατελείωτους ύμνους υπέρ των ικανοτήτων της στην χρηματοπιστωτική καινοτομία».
ΒΓΑΖΟΝΤΑΣ ΚΕΡΔΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ
Τα κέρδη που έβγαιναν από το δανεισμό, το πακετάρισμα των δανείων και την επαναπώλησή τους προκάλεσε μια έκρηξη της αναζήτησης για ακόμη πιο νέα πεδία δανεισμού και νέες πηγές κέρδους. Η αγορά για την υλοποίηση αυτών των ενεργειών με τους συνηθισμένους τρόπους είχε αρχίσει να παρουσιάζει κορεσμό. Μ' αυτόν τον τρόπο οι ιδιοφυΐες έφτασαν στην αγορά των λεγόμενων subprime, των δανείων υψηλού ρίσκου. Αυτά τα δάνεια απευθύνονταν σε ανθρώπους που είχαν χαμηλά ή ανασφαλή εισοδήματα και παλαιότερα κανείς δεν τους πρόσφερε δάνεια.
Όμως, πλέον, για να βγουν περισσότερα κέρδη υπήρχε ο μεγάλος πειρασμός να τους δανείσουν χρήματα ώστε να αγοράσουν αυτοί οι άνθρωποι τα πράγματα που χρειάζονταν απεγνωσμένα, κυρίως σπίτια. Προσφέροντας στεγαστικά δάνεια, αρχικά με χαμηλά επιτόκια, θα έβαζαν αυτόν τον κόσμο στον κύκλο της δανειοδότησης και μετά από δύο ή τρία χρόνια θα επέβαλαν αναγκαστική αύξηση των επιτοκίων που έτσι θα γίνονταν κερδοφόρα. Οι στεγαστικές τράπεζες όπως η Northern Rock είδαν αυτά τα δάνεια ως τρόπο να βγάλουν κέρδη χωρίς να μπορούν να χάσουν. Αν αυτοί που έπαιρναν δάνεια subprime μπορούσαν να τα αποπληρώσουν, θα έβγαιναν μεγάλα κέρδη.
Το κύκλωμα της Γουόλ Στριτ
Αλλά ακόμη και αν δεν μπορούσαν να τα αποπληρώσουν, πάλι θα έβγαιναν μεγάλα κέρδη, διότι θα γινόταν κατάσχεση στο σπίτι τους το οποίο θα ξαναπουλιόταν, ενώ οι τιμές των ακινήτων όλο και αυξάνονταν. Αυτά τα κέρδη σαγήνευσαν όσους τα είδαν σαν ευκαιρίες. Οι πάντες μέσα στα κυκλώματα της Γουόλ Στριτ και στο Σίτι του Λονδίνου ήθελαν να πάρουν μέρος. Δανείζονταν υπέρογκα ποσά ώστε να αγοράσουν πακέτα χρεών, ενώ διαβεβαίωναν τις τράπεζες και τα hedge funds που τους δάνειζαν χρήματα ότι θα μπορέσουν να τους τα επιστρέψουν διότι και στους ίδιους χρωστούσαν πολλά χρήματα.
Όποιος είχε λίγη λογική θα έπρεπε να έχει προβλέψει ότι αυτό το παιχνίδι θα έφτανε κάποτε σίγουρα σε απότομο τέλος. Εκείνο που οδηγούσε τις τιμές των ακινήτων προς τα πάνω ήταν ακριβώς ο τρελός ανταγωνισμός μεταξύ των στεγαστικών τραπεζών να δανείσουν τους φτωχότερους ανθρώπους. Η παραμικρή αύξηση στη δυσκολία των ανθρώπων να είναι εντάξει με τις οφειλές των στεγαστικών δανείων τους θα πολλαπλασίαζε τον αριθμό των κατασχεμένων σπιτιών προς πώληση. Τότε οι τιμές των σπιτιών θα άρχιζαν να πέφτουν και όλοι αυτοί που εμπλέκονταν στην αγορά των στεγαστικών θα άρχιζαν να χάνουν.
Αυτό ξεκίνησε να συμβαίνει το 2006, με μία μικρή αύξηση στην ανεργία στις ΗΠΑ και μια μεγάλη αύξηση στα αμερικανικά επιτόκια. Όμως όσοι συμμετείχαν στην αλυσίδα της δανειοδότησης αγνόησαν τα προειδοποιητικά σήματα. Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι την δεύτερη βδομάδα του Αυγούστου του 2007, όταν ξαφνικά έγινε ολοφάνερο πως τα hedge funds που βρίσκονταν στην ιδιοκτησία των τραπεζών δεν μπορούσαν να συλλέξουν όσα τους χρωστούσαν ώστε να αποπληρώσουν τα ποσά που οι ίδιες χρωστούσαν.
Κάθε τράπεζα φοβόταν πλέον πως δεν θα μπορούσε να πάρει τα χρήματα που της χρωστούσαν άλλες τράπεζες.
Το τρελό παιχνίδι "δανείζομαι για να δανείσω" τερματίστηκε απότομα.
Δεν ήταν δυνατό ούτε για τους "άρχοντες του σύμπαντος" των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να συνεχίσουν επ' άπειρον να δανείζουν χρήματα που δεν είχαν σε ανθρώπους που δεν μπορούσαν να τα επιστρέψουν.
Δεν χτυπήθηκαν μόνο τα subprime δάνεια υψηλού ρίσκου. Το ίδιο έπαθαν και τα συνηθισμένα στεγαστικά. Ο όγκος τους μειώθηκε σημαντικά -κατά 50% στη Βρετανία- ενώ όση δανειοδότηση συνεχίστηκε, γινόταν με υψηλότερα επιτόκια.
Αυτό όμως σήμαινε πως όλων των ειδών τα σπίτια δεν μπορούσαν να πουληθούν, οι τιμές των σπιτιών άρχισαν να πέφτουν ακόμη ταχύτερα, οι κατασχέσεις αυξήθηκαν καθώς ο κόσμος δεν μπορούσε να πληρώσει τα αυξημένα επιτόκια και έτσι έγινε ακόμη πιο δύσκολο για τις τράπεζες και τα hedge funds να συλλέξουν τα τεράστια ποσά που είχαν δανείσει.
Παρασκευή 8 Μαΐου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου