Σύμφωνα με αμερικανικό σαρκασμό της τελευταίας εικοσαετίας, οι εκλογές ορίζονται ως διαδικασία μεταφοράς τεράστιας αγοραστικής δύναμης από δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους προς επιχειρήσεις ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης.
Δηλητηριώδες ασφαλώς, το απόφθεγμα αποδίδει ωστόσο θεμελιώδη ζητήματα της σύγχρονης πολιτικής δραστηριότητας. Πρώτον, ότι η αυξημένη έμφαση στην «επικοινωνία» μετατοπίζει το επίκεντρο του πολιτικού λόγου προς τον εντυπωσιασμό εις βάρος της ουσίας. Δεύτερον, ότι, καθώς οι ψήφοι αντιμετωπίζονται ως «πωλήσεις» επιτεύξιμες μέσω της διαφήμισης (όπως στα κοινά προϊόντα), αναπτύσσεται εύλογη τάση να μεγιστοποιείται η διαφήμιση, πράγμα που εκτινάσσει το κόστος τόσο για τις παρατάξεις όσο και για τους επί μέρους υποψηφίους. Τρίτον, ότι αυτή η έκρηξη της δαπάνης δυσχεραίνει ιδιαίτερα την είσοδο νέων κομμάτων στην πολιτική σκηνή, ενώ σε επίπεδο προσώπων αποκλείει πλήθος ατόμων που δεν έχουν περίσσεια χρήματος ή άνωθεν ευλογία.
Στην Ελλάδα, παρ΄ ότι τα προβλήματα αυτά καταγράφονται από χρόνια, σπανίως τα εξετάζουμε όποτε συζητούμε για το πολιτικό χρήμα. Από νομοθετική άποψη, θεσπίστηκαν περιορισμοί στις προεκλογικές δαπάνες χωρίς ιδιαίτερη συζήτηση για το αν τα σχετικά όρια ήταν ρεαλιστικά- ή μάλλον, για να μη μασάμε τα λόγια μας, με προεξοφλημένη την παραδοχή ότι τα όρια θα παραβιάζονταν και θα έμεναν γράμμα κενό. Από άποψη τρέχοντος σχολιασμού, πάλι, αρκούμαστε να αποδώσουμε κάθε σκοτεινή ροή χρήματος σε προσωπική απληστία των πολιτικών, όπως καλή ώρα κάνουμε με την υπόθεση της Siemens.
Oχι ότι δεν συμβαίνει. Και άπληστους πολιτικούς έχουμε και φραγκοφονιάδες και επιφανείς οικογένειες των οποίων ο πλούτος θα ήταν ανεξήγητος αν είχαν περιορισθεί σε νόμιμες πηγές πορισμού του. Οι ενδείξεις όμως προδίδουν ότι δεν είναι αυτή η αποκλειστική (πιθανότατα ούτε η βασική) αιτία για την οποία τα κόμματα ενισχύονται από επιχειρήσεις. Η ανάγκη μεγάλων χρηματικών ποσών πρέπει μάλλον να αποδοθεί στην αναλόγως μεγάλη δαπάνη της πολιτικής «επικοινωνίας» και στο γεγονός ότι η νίκη διέρχεται από τη μεγιστοποίηση της διαφήμισης και της προβολής. Ο οικειοθελής περιορισμός της σχετικής «επένδυσης» θα ισοδυναμούσε με αυτοακρωτηριασμό, με εκούσια αποδοχή μειωμένων πιθανοτήτων έναντι του αντιπάλου. Ποιος θα έσπευδε να υιοθετήσει περιορισμούς ήττας μόνο και μόνο για να δρέψει τοάκρως αμφίβολο- φωτοστέφανο της εντιμότητας;
Με αφορμή τα κονδύλια της Siemens θα ήταν καλό, πέραν της «πικάντικης» διάστασης του ποιος πήρε τα περισσότερα σε μετρητά ή σε εξοπλισμό γραφείου και λεμονοστύφτες, να ασχοληθούμε με αυτή τη δομική πτυχή του προβλήματος. Οχι μόνο επειδή εξωθεί εκ των πραγμάτων τα κόμματα σε έναν σκοτεινό αγώνα άδηλων χρηματοδοτήσεων (και, start spreading the news, ουδείς τα χρηματοδοτεί άνευ ανταλλάγματος), αλλά και επειδή απλώνει ένα αντιδημοκρατικό δίχτυ αποκλεισμού όσων - παρατάξεων και προσώπων- δεν έχουν πόρους, ευνουχίζοντας το πολιτικό σύστημα από την προοπτική να γεννήσει κάτι αληθινά νέο...
ΤΟ ΒΗΜΑ
Το 2030, κυρ-Στέφανε, θα το γλεντήσουμε…
Πριν από 11 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου