Την ώρα που οι κυβερνήσεις καταβάλλουν περισσότερες προσπάθειες ώστε να βοηθήσουν την παγκόσμια οικονομία να εξέλθει της ύφεσης, ο κίνδυνος του προστατευτισμού γίνεται πιο αληθινός.
Και ανακύπτει με τρόπους που δεν είχαν προβλεφθεί από εκείνους που ίδρυσαν τους υπάρχοντες, διεθνείς θεσμούς. Δυστυχώς, η συζήτηση μεταξύ χωρών για εμπορικές συναλλαγές στις ημέρες μας μοιάζει πάρα πολύ με διάλογο κωφών, με τις χώρες να ανταλλάσσουν μεταξύ τους κοινοτοπίες, χωρίς να προβαίνουν σε αληθινές δεσμεύσεις.
Και εγείρεται επιτακτική ανάγκη για μεταρρύθμιση των διεθνών θεσμών -ανάγκη πολύ πιο επιτακτική απ' όσο έχουν, μέχρι στιγμής, αναλογισθεί οι ηγέτες του G20. Ο προστατευτισμός δεν περιορίζεται μόνο στην αύξηση των δασμών σε εισαγόμενα προϊόντα.
Πρόκειται για οποιαδήποτε κυβερνητικό μέτρο που διαταράσσει την παγκόσμια παραγωγή και διανομή αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίου, ευνοώντας εγχώριους παραγωγούς, και -κατά συνέπεια- μειώνοντας τη γενικότερη επάρκεια.
Οπότε, για παράδειγμα, οι κυβερνητικές πιέσεις στις πολυεθνικές τράπεζες να δανείζουν στην εγχώρια αγορά ή να αποσύρουν ρευστότητα από υποκαταστήματα σε ξένες αγορές αποτελεί ένα είδος προστατευτισμού, όπως και οι «ενέσεις» κεφαλαίων σε πολυεθνικές επιχειρήσεις, με τη βασική προϋπόθεση της διατήρησης εγχώριων θέσεων εργασίας.
Τέτοιου είδους ενέργειες είναι προβληματικές, όχι μόνο διότι προστατεύσουν ανεπαρκείς μορφές παραγωγής, αλλά διότι οι ξένες εταιρείες ανταποκρίνονται με το να υιοθετούν παρόμοια μέτρα προστασίας των εθνικών «πρωταθλητών».
Ο αριθμός των αναποτελεσματικών εργαζομένων που προστατεύονται από τέτοιου είδους μέτρα αντισταθμίζεται από τον αριθμό των αποτελεσματικών εργαζομένων που απολύονται από ξένες πολυεθνικές επιχειρήσεις, συνεπεία των πολιτικών πιέσεων στην πατρίδα.
Ισως όμως ο βασικότερος παράγοντας ανησυχίας είναι ότι ο λαός, ειδικά σε φτωχές χώρες που δεν είναι σε θέση να προβούν σε αντισταθμιστικά μέτρα, θα καταλήξει στο να υιοθετήσει δύσπιστη στάση απέναντι στην παγκόσμια ολοκλήρωση με τις πολυεθνικές να εκλαμβάνονται ως Δούρειοι Ιπποι.
Πέραν των σαφών μέτρων προστατευτισμού, οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν τώρα μέτρα που θα έχουν αντίκτυπο και σε άλλους ανά την υφήλιο. Για παράδειγμα, ο μεγάλος όγκος δημοσίου χρέους που πρόκειται να εκδώσουν οι ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες θα συμβάλει, δίχως αμφιβολία, στην αύξηση των επιτοκίων και θα έχει αντίκτυπο στο κόστος δανεισμού των αναπτυσσόμενων χωρών.
Δεν υπάρχουν πολλά επιχειρήματα για το πώς οι εκδόσεις χρέους των ανεπτυγμένων χωρών μπορούν να διευθετηθούν έτσι ώστε να περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό ο αντίκτυπος για τις διεθνείς αγορές και ποιες εναλλακτικές μπορούν να αναπτυχθούν για τις χώρες που έχουν αποκλειστεί.
Εάν οι αναπτυσσόμενες χώρες μείνουν χωρίς βοήθεια, τότε θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να προχωρήσουν σε αυτο-ασφάλιση, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τα συναλλαγματικά τους αποθέματα, μια στρατηγική που είναι σαφώς επιζήμια για την παγκόσμια ανάπτυξη.
Χρειαζόμαστε μια μετρίου μεγέθους, αντιπροσωπευτική ομάδα ηγετών από τις μεγαλύτερες χώρες του κόσμου, που θα συναντώνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα για να συζητούν τέτοιου είδους θέματα, λαμβάνοντας ενημέρωση από ένα αμερόληπτο επιτελείο που θα παρουσιάζει αναλύσεις στην ομάδα.
Αρχικά, η ομάδα ηγετών θα ασκεί πιέσεις στις χώρες-μέλη να συμβαδίζουν με τις διεθνείς ευθύνες. Αλλά, όσο θα βελτιώνεται η εμπιστοσύνη προς τη λήψη αποφάσεων της ομάδας, τα μέλη θα έχουν κάποια περιθώρια για πιο αυστηρή στάση, όπως τη δυνατότητα να επιβάλουν συλλογικές οικονομικές κυρώσεις στα απείθαρχα μέλη.
Τα Ηνωμένα Εθνη είναι πολύ μεγάλα για να εξυπηρετήσουν το συγκεκριμένο σκοπό και ο επικρατέστερος υποψήφιος γι' αυτή την ομάδα ηγετών, ο Ομιλος G20, δεν είναι αντιπροσωπευτικός.
Υπάρχει, παρ' όλα αυτά, μια εναλλακτική λύση -Η Διεθνής Νομισματική και Χρηματοοικονομική Επιτροπή (IMFC), μια ομάδα υπουργών Οικονομικών και διοικητών κεντρικών τραπεζών που συναντώνται δύο φορές το χρόνο και συμβουλεύουν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
Παρόλο που η IMFC θα μπορούσε να συρρικνωθεί (για παράδειγμα, στην περίπτωση που οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης συμφωνήσουν σε έναν εκπρόσωπο), η πραγματική πρόκληση είναι να αναδειχθεί ως δίαυλος επικοινωνίας και συζητήσεων μεταξύ χωρών.
Για την εκπλήρωση του συγκεκριμένου στόχου θα πρέπει να πραγματοποιηθούν κάποιες αλλαγές.
Πρώτον, θα πρέπει να αυξηθεί η συχνότητα των συναντήσεων, ειδικά σε περιόδους κρίσης, όπως και να ενισχυθεί το επίπεδο ορισμένων απ' αυτές τις συναντήσεις.
Για παράδειγμα, θα πρέπει να πραγματοποιούνται δύο φορές το χρόνο συναντήσεις σε επίπεδο αρχηγών κρατών και τρίμηνες συναντήσεις σε επίπεδο υπουργών Οικονομικών (με περισσότερες συναντήσεις σε επίπεδο υφυπουργών), προσφέροντας άπλετο χρόνο για διάλογο και εποικοδόμηση εμπιστοσύνης, επιτρέποντας τον έλεγχο του κατά πόσον εφαρμόζονται οι δεσμεύσεις των πρωθυπουργών.
Δεύτερον, το μόνιμο εκτελεστικό συμβούλιο του ΔΝΤ η σύσταση του οποίου έγινε σε μια εποχή που τα ταξίδια ήταν δαπανηρά και οι επικοινωνίες δύσκολες, θα πρέπει να καταργηθεί.
Οι σημαντικές αποφάσεις θα πρέπει να προωθούνται από την ΙMFC και άλλους που εκπροσωπούν τη διοίκηση του ΔΝΤ. Τα σύγχρονα μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου δεν έχουν συνήθως την εξουσία να προβούν σε δεσμεύσεις για λογαριασμό της χώρας τους, κατά συνέπεια συχνά οι προσπάθειές τους καταλήγουν σε ασήμαντες λεπτομέρειες.
Και, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει το κύρος του, το συμβούλιο προσπαθεί μονίμως να παραμερίσει την IMFC από το να συζητήσει οποιοδήποτε ουσιαστικό θέμα.
Τρίτον, ο επικρατέστερος υποψήφιος για το επιτελείο που θα παρουσιάζει τις αναλύσεις στην ομάδα είναι το ΔΝΤ. Δυστυχώς, το ΔΝΤ δεν θεωρείται αμερόληπτο, ειδικά από χώρες που έχουν «καεί» από την προηγούμενη, συνθηκολογική στάση των μελών του.
Παρ' όλα αυτά, το ΔΝΤ είναι πολύ πιο ουδέτερο απ' όσο θεωρούν κάποιοι -αν και θα μπορούσε να εφαρμόσει και άλλα μέτρα για να διαχωρίσει τη θέση του από τα λάθη του παρελθόντος.
Μεταξύ των μέτρων περιλαμβάνεται η κατάργηση του δικαιώματος κάθε περιοχής ή χώρας να διορίζει τα διοικητικά στελέχη του ΔΝΤ. Να επιτραπεί στο ΔΝΤ να δανεισθεί από τις αγορές, έτσι ώστε να μη χρειάζεται να ζητάει την άδεια των χωρών-μελών για επέκταση.
Να καταργηθεί το δικαίωμα άσκησης βέτο των χωρών σε μείζονος σημασίας αποφάσεις. Και η ατζέντα του ΔΝΤ να καθορίζεται από την IMFC παρά από άλλους φορείς.
Οι βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες θα πρέπει να είναι ικανοποιημένες που οι αναπτυσσόμενες χώρες θα αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για τις παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις αντί να παραπονούνται απλώς ότι δεν εισακούγονται και δεν εκπροσωπούνται επαρκώς.
Σε αντάλλαγμα, οι αναπτυσσόμενες χώρες θα αποκτήσουν δυνατότερη φωνή, αλλά παράλληλα θα αναγκαστούν να συνεισφέρουν σε ιδέες (και πόρους) για αντιμετώπιση των προβλημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Και ίσως να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη προς την παγκοσμιοποίηση.
RAGHURAM RAJAN, καθηγητής στη Σχολή Επιχειρηματικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Σικάγου και πρώην οικονομολόγος του ΔΝΤ.
NAFTEMPORIKI.GR
Το ΥΠΕΞ και τα «σύνορα της καρδιάς του Ερντογάν»
Πριν από 4 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου