Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Η κρίση των τροφίμων πλήττει τους φτωχούς

Τι ακριβώς κρύβεται πίσω από την παγκόσμια επισιτιστική κρίση; Αυτές τις ημέρες ακούμε πολλά σχετικά με την παγκόσμια οικονομική κρίση. Υφέρπει ωστόσο και μια άλλη παγκόσμια κρίση, η οποία πλήττει πολύ περισσότερους ανθρώπους.

Τα τελευταία χρόνια, οι τιμές του σίτου, του καλαμποκιού, του ρυζιού και άλλων βασικών ειδών διατροφής διπλασιάστηκαν ή ακόμα και τριπλασιάστηκαν, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε τους τελευταίους μόλις μήνες.

Οι υψηλές τιμές των τροφίμων ανησύχησαν ακόμα και τους σχετικά εύπορους Αμερικανούς, ωστόσο είναι πραγματικά καταστροφικές για τις φτωχές χώρες. Εχουν ήδη πραγματοποιηθεί διαμαρτυρίες σε όλο τον κόσμο. Οι χώρες που προμηθεύουν τρόφιμα, από την Ουκρανία ως την Αργεντινή, μείωσαν τις εξαγωγές τους σε μια προσπάθεια να προστατεύσουν την εσωτερική αγορά τους, προκαλώντας οργισμένες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας από τους αγρότες και δυσχεραίνοντας την κατάσταση σε χώρες που εξαρτώνται υπερβολικά από τις εισαγωγές τροφίμων.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Η απάντηση βρίσκεται στις μακροπρόθεσμες τάσεις, στην κακή τύχη και στον κακό χειρισμό της κατάστασης.

Ας ξεκινήσουμε από αυτά που δεν αποτελούν ευθύνη κανενός. Πρώτον, είναι η Κίνα, η οποία είναι τόσο πλούσια που μπορεί για πρώτη φορά να τρέφεται όπως οι δυτικοί και αρχίζει να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες κρέατος. Από τη στιγμή που χρειάζεται ζωική τροφή περίπου 700 θερμίδων για να παραχθεί ένα κομμάτι βοδινού κρέατος 100 θερμίδων, αυξάνεται και η συνολική ζήτηση σιτηρών. Δεύτερον, είναι η τιμή του πετρελαίου. Τα σύγχρονα αγροτικά προγράμματα είναι υπερβολικά ενεργοβόρα. Πολλές βρετανικές θερμικές μονάδες (ΒΤU) χρησιμοποιούνται για την παραγωγή λιπασμάτων, για τη λειτουργία των τρακτέρ και για τη μεταφορά αγροτικών προϊόντων στους καταναλωτές. Με την τιμή του πετρελαίου να έχει σκαρφαλώσει στα 100 δολάρια ανά βαρέλι, το ενεργειακό κόστος είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που οδηγούν στην αύξηση του αγροτικού κόστους.

Οι υψηλές τιμές του πετρελαίου επίσης συνδέονται με την ανάπτυξη της Κίνας και άλλων αναπτυσσόμενων οικονομιών. Αμεσα και έμμεσα, αυτές οι αναπτυσσόμενες οικονομικές δυνάμεις ανταγωνίζονται με τον υπόλοιπο κόσμο για τις «σπάνιες» πηγές, όπως το πετρέλαιο και η αγροτική γη, αυξάνοντας τις τιμές όλων των πρώτων υλών.

Τρίτον, εκδηλώθηκε ένα κύμα ακραίων καιρικών συνθηκών σε πολλές περιοχές-κλειδιά. Ιδιαίτερα η Αυστραλία- η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα παγκοσμίως σε εξαγωγές σίτουεπλήγη από έντονη ανομβρία.

Εντάξει, θα έλεγα ότι οι παραπάνω παράγοντες οι οποίοι οδηγούν στην επισιτιστική κρίση δεν αποτελούν ευθύνη κανενός. Αυτό όμως δεν είναι απολύτως αληθές.

Η ανάπτυξη της Κίνας και άλλων αναπτυσσόμενων οικονομιών είναι η κύρια αιτία για την αύξηση των τιμών του πετρελαίου, ωστόσο η εισβολή στο Ιράκ- η οποία θα οδηγούσε σε μείωσή τους, όπως είχαν υποσχεθεί οι υποστηρικτές της- μείωσε τελικά τα αποθέματα πετρελαίου.

Από την άλλη πλευρά, τα ακραία καιρικά φαινόμενα που εκδηλώνονται- ειδικά η ανομβρία στην Αυστραλία- συνδέονται ενδεχομένως με την κλιματική αλλαγή. Οι πολιτικοί και οι κυβερνήσεις λοιπόν που αντιτάχθηκαν στην ανάληψη δράσης για την αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου φέρουν ένα μερίδιο ευθύνης για την έλλειψη τροφίμων.

Εκεί ωστόσο όπου οι συνέπειες της κακής διαχείρισης της κατάστασης είναι εμφανείς είναι η αυξανόμενη ζήτηση για αιθανόλη και για άλλα βιοκαύσιμα. Η μετατροπή της σοδειάς σε καύσιμα- η οποία μάλιστα επιδοτείται- υποτίθεται ότι θα συνέβαλε στην ενεργειακή ανεξαρτησία και θα βοηθούσε στον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Η υπόσχεση αυτή ωστόσο, όπως γράφει το περιοδικό «Τime», είναι μια «απάτη». Αυτό είναι αληθές κυρίως στην περίπτωση της αιθανόλης από καλαμπόκι: σύμφωνα με τις πλέον αισιόδοξες εκτιμήσεις, για την παραγωγή ενός γαλονιού (4,5 λίτρων) αιθανόλης από καλαμπόκι χρησιμοποιείται περισσότερη ενέργεια από όση περιέχει το γαλόνι. Αυτό συνεπάγεται ότι ακόμα και η φαινομενικά «καλή» πολιτική για τα βιοκαύσιμα, όπως η παραγωγή αιθανόλης από ζαχαροκάλαμο στη Βραζιλία, επιταχύνει την κλιματική αλλαγή, με την αποψίλωση των δασών.

Εν τω μεταξύ, η γη που χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια των πρώτων υλών για βιοκαύσιμα δεν είναι διαθέσιμη για την καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων που προορίζονται για ανθρώπινη τροφή, με αποτέλεσμα η επιχορήγηση των βιοκαυσίμων να είναι ένας βασικός παράγοντας στην επισιτιστική κρίση. Μπορούμε να το θέσουμε ως εξής: οι άνθρωποι λιμοκτονούν στην Αφρική προκειμένου οι αμερικανοί πολιτικοί να φλερτάρουν με τους ψηφοφόρους στα κράτη που η οικονομία τους στηρίζεται στη γεωργία.

Α, και σε περίπτωση που αναρωτιέστε, όλοι οι υποψήφιοι για το προεδρικό χρίσμα στις αμερικανικές εκλογές είναι απαράδεκτοι όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα. Και κάτι ακόμα: ένας λόγος που η επισιτιστική κρίση έγινε τόσο σοβαρή τόσο γρήγορα είναι ότι οι βασικοί παίκτες στον τομέα των σιτηρών νιώθουν εφησυχασμένοι.

Οι κυβερνήσεις και οι ιδιώτες έμποροι σιτηρών συνήθιζαν να καταρτίζουν έναν λεπτομερή κατάλογο των απαιτούμενων εργασιών ώστε να είναι προετοιμασμένοι σε περίπτωση που μια κακή σοδειά προκαλούσε ξαφνική έλλειψη τροφίμων. Με το πέρασμα των χρόνων ωστόσο αυτή η προληπτική απογραφή εγκαταλείφθηκε, κυρίως διότι όλοι πίστευαν πλέον ότι οι χώρες οι οποίες πλήττονταν από κακή σοδειά είχαν τη δυνατότητα να εισαγάγουν τα τρόφιμα που χρειάζονταν. Αυτό όμως δημιουργεί μια τροφική ισορροπία ευάλωτη σε μια κρίση που θα πλήξει ταυτόχρονα πολλές χώρες.

Τι πρέπει να γίνει; Προτεραιότητα είναι να δοθεί μεγαλύτερη βοήθεια στους ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση εξαθλίωσης: ήδη, το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Επισιτισμού του ΟΗΕ (WFΡ) απηύθυνε έκκληση για περισσότερη οικονομική βοήθεια.

Δεν μπορούμε ωστόσο να πούμε με σιγουριά τι μπορεί να γίνει. Το φθηνό φαγητό, όπως και το φθηνό πετρέλαιο, ίσως και να ανήκουν πλέον στο παρελθόν.

Ο κ. Πολ Κρούγκμαν είναι καθηγητής Οικονομικών και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου