H βιώσιμη μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη θα πραγματοποιηθεί όταν το φυσικό περιβάλλον - ένα δάσος, μια λίμνη με ψάρια, ένας κοραλλιογενής ύφαλος - λάβει θέση στη συνείδηση των οικονομικών υπολογισμών ισάξια με αυτές των κτιριακών εγκαταστάσεων, των μηχανολογικών εξοπλισμών, των οδικών δικτύων και του λογισμικού.
Ο καθηγητής Dasgupta στην ομιλία του στις 25/5/2006 στο πλαίσιο του συνεδρίου φιλοσοφίας που οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο της Κρήτης αναφέρθηκε σε πρόσφατη εργασία του που εχει χρησιμοποιήσει μια γενικώς ωφελιμιστική θεωρία της ευημερίας μεταξύ των γενεών για να καθορίσει την έννοια της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης.
Στη βάση της συγκεκριμένης θεωρίας χρησιμοποίησε δεδομένα από πλούσιες και φτωχές χώρες για να εξετάσει κατά πόσο η οικονομική ανάπτυξη υπήρξε βιώσιμη κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ήταν ανησυχητικό. Η οικονομική ανάπτυξη στις πλούσιες χώρες υπήρξε βιώσιμη, ενώ η ανάπτυξη στις χώρες που σήμερα είναι φτωχές ήταν μη βιώσιμη.
H εναλλακτική οικονομική ανάπτυξη σύμφωνα με τον καθηγητή Dasgupta
Η ανάπτυξη αναλύεται παραδοσιακά μέσα από δύο δείκτες. Το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (Gross Domestic Product per Capita - GDP) και το Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης (United Nation's Human Development Index - HDI) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. O δεύτερος είναι ευρύτερος καθώς εμπεριέχει τον πρώτο συν το προσδόκιμο ζωής και την μόρφωση.
Οι παραπάνω δύο δείκτες αμφισβητούνται διότι δεν εμπεριέχουν τον παράγοντα του μέλλοντος. Δηλαδή, δεν καταγράφεται η δυνητικότητα της βάσης παραγωγής που η τωρινή γενιά θα μεταλαμπαδεύσει στην επόμενη.
Ως βάση παραγωγής ορίζεται παραδοσιακά η αξία των ενεργητικών κεφαλαίου. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών χρησιμοποιείται η έννοια του πλούτου παραγωγής που είναι ευρύτερος καθώς εμπεριέχει το ενεργητικό κεφαλαίου συν το ανθρώπινο κεφάλαιο, το φυσικό - περιβαλλοντικό κεφάλαιο και τους θεσμούς.
Η εκμετάλλευση - αφαίμαξη ενός φυσικού πόρου οδηγεί σε βελτίωση των δεικτών GDP και HDI δίχως να εμπεριέχεται η υποτίμηση - μείωση του συνόλου των φυσικών πόρων. Αντίθετα, ο δείκτης του κατά κεφαλήν πλούτου συμπεριλαμβάνει την υποτίμηση.
Συνεπώς, ο δείκτης του κατά κεφαλήν πλούτου εμπεριέχει τον παράγοντα του μέλλοντος - τη δυνητικότητα του πλούτου της παραγωγής που προορίζεται για την επόμενη γενιά - ενώ οι δείκτες GDP και HDI περιέχουν μόνο την τωρινή παραγωγή.
Ο καθηγητής Dasgupta αναδεικνύει ότι υπάρχουν αρκετά παραδείγματα που προβάλουν την αντίθετη τάση μεταξύ των δεικτών. Οι δείκτες GDP και HDI αυξάνουν, ενώ ο δείκτης του κατά κεφαλήν πλούτου φθίνει.
Tο ΑΕΠ, ως δείκτης της οικονομικής παραγωγής, δεν είναι ο καλύτερος δυνατός δείκτης ευημερίας επειδή:
Αφορά την παραγωγή, ενώ η ευημερία εξαρτάται από το εισόδημα και την κατανάλωση.
Είναι μια «ακαθάριστη» έννοια: δεν περιλαμβάνει τη διαχρονική απαξίωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού (η οποία, ειδικά στην εποχή της τηλεπληροφορικής, είναι ταχύτατη), ενώ αγνοεί την ανάγκη για επανεπένδυση μέρους της παραγωγής, ώστε να διατηρηθεί σταθερή η παραγωγή, και με τον τρόπο αυτό υπερ-εκτιμά την αξία της παραγωγής που συνεισφέρει στην υλική ευημερία.
Αδιαφορεί για την εξάντληση του φυσικού κεφαλαίου (μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως το πετρέλαιο), που έχει αρνητική επίπτωση στην ευημερία.
Αποκλείει την αναψυχή-ελεύθερο χρόνο που σαφέστατα έχει αξία για το άτομο και αυξάνει την ευημερία του, αλλά επειδή δεν πουλιέται σε κάποια αγορά, δεν υπάρχει στατιστικά.
Είναι «τυφλό» απέναντι στην κατανομή του εισοδήματος, λες και δεν έχει σημασία για την ευημερία της αν μια χώρα είναι πλούσια αλλά ο πλούτος της ανήκει μόνο σε λίγα χέρια. Ο ΟΟΣΑ δεν αποκλείει ότι -θεωρητικά τουλάχιστον- η γενική ευημερία μεγιστοποιείται όταν όλα τα εισοδήματα εξισώνονται, άρα οποιαδήποτε αύξηση στην ανισότητα, μειώνει τη γενική ευημερία.
Δεν κοστολογεί αρνητικές επιπτώσεις της παραγωγής όπως η μόλυνση του περιβάλλοντος.
Η βασική αιτία εστιάζεται στην εκμετάλλευση - κατασπατάληση των φυσικών πόρων που οδηγεί στην μείωση των παραγωγικών δυνατοτήτων που τίθενται στη διάθεση των μελλοντικών γενεών.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας οι δείκτες GDP και HDI παρουσίαζαν αύξηση την περίοδο 1970 - 2000 στην Ινδία, στο Μπανγκλαντές, στο Νεπάλ στο Πακιστάν και στις χώρες της υπο-σαχάριας Αφρικής ενώ ο δείκτης του κατά κεφαλήν πλούτου παρουσίαζε μείωση.
Η αύξηση σε ενεργητικά κεφαλαίου, ανθρώπινο κεφάλαιο και θεσμούς δεν κατάφερε να υπερκεράσει τη φθορά του φυσικού - περιβαλλοντικού ενεργητικού που προκαλείται από τον συνδυασμό της κατασπατάλησης των φυσικών πόρων και της ταυτόχρονης εκτεταμένης περιβαλλοντικής μόλυνσης.
Τα πλούσια κράτη που αποτελούν εισαγωγείς φυσικών πόρων από τα φτωχά κράτη κατάφεραν να επιτύχουν βιώσιμη ανάπτυξη για την επόμενη γενεά.
Τα φτωχά κράτη δεν κατάφεραν να υποκαταστήσουν - αντικαταστήσουν τους φυσικούς πόρους τους που έχασαν λόγω της υπερεκμετάλλευσής τους ώστε να πραγματοποιήσουν τις εξαγωγές προς τα πλούσια κράτη.
Ο πληθυσμός των φτωχών κρατών δεν είχε το απαραίτητο απόθεμα του φυσικού περιβάλλοντος ώστε να διατηρήσει και να μεταβιβάσει την ανάπτυξη στην επόμενη γενεά συνυπολογίζοντας και το ρυθμό αύξησης του πληθυσμού.
Συνεπώς η ανάπτυξή των φτωχών κρατών ήταν προσωρινή δίχως να εξασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη για την επόμενη γενεά. Έτσι ο βασικός στόχος της οικονομικής ανάπτυξης που είναι η κάμψη ή ο αφανισμός της φτώχειας και της πείνας σε μακροχρόνιο ορίζοντα δεν πραγματοποιήθηκε.
Ο καθηγητής Dasgupta συμπεραίνει ότι η βιώσιμη μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη θα πραγματοποιηθεί όταν το φυσικό περιβάλλον - ένα δάσος, μια λίμνη με ψάρια, ένας κοραλλιογενής ύφαλος - λάβει θέση στη συνείδηση των οικονομικών υπολογισμών ισάξια με αυτές των κτιριακών εγκαταστάσεων, των μηχανολογικών εξοπλισμών, των οδικών δικτύων και του λογισμικού.
Ένα σχέδιο προϋπολογισμού πρέπει να εγκρίνεται όταν οδηγεί σε αύξηση του κατά κεφαλήν πλούτου όπου πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζει το σκέλος του περιβαλλοντικού πλούτου. Το κριτήριο που απορρέει από την αύξηση των δεικτών GDP και HDI πρέπει να αναθεωρηθεί καθώς δεν εξασφαλίζει βιώσιμη ανάπτυξη για την επόμενη γενεά.
Ο καθηγητής Dasgupta υποστηρίζει ότι η βελτιστοποίηση του συνδυασμού πληθυσμιακή αύξηση, κάμψη της φτώχειας και διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος κρύβει το μυστικό της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης σε μακροχρόνιο ορίζοντα. Οποιαδήποτε βελτιστοποίηση που δεν εμπεριέχει το σκέλος του φυσικού περιβάλλοντος πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Η φετινή ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ με τίτλο «Στοχεύοντας στην ανάπτυξη» ("Going for Growth) επιφύλασσε μια έκπληξη: Ο Οργανισμός συμφωνεί ότι το ΑΕΠ δεν είναι επαρκές μέτρο της ευημερίας για μια χώρα και πρέπει να συμπληρωθεί με άλλους αντιπροσωπευτικότερους δείκτες.
ΟΟΣΑ: Το ΑΕΠ χρειάζεται συμπλήρωση ως μέτρο της ευημερίας μιας χώρας
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο του ΟΟΣΑ Ζαν-Φιλίπ Κοτίς, η ευημερία είναι πιο πολύπλοκη και «ολιστική έννοια» από την οικονομική μεγέθυνση, γι' αυτό ακριβώς το ΑΕΠ ανά κεφαλή, όσο κι αν παραμένει πρακτικά χρήσιμο, «πρέπει να συμπληρωθεί με άλλους δείκτες, αλλιώς καταλήγουμε με μια υπερβολικά συρρικνωμένη και αφαιρετική προσέγγιση της ευημερίας».
Όπως τονίζει, «το ΑΕΠ ανά κεφαλή παραμένει κρίσιμο για οποιαδήποτε αξιολόγηση του βαθμού ευημερίας, αλλά χρειάζεται συμπλήρωση με άλλους δείκτες για να αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα της ευημερίας».
Η έκθεση του ΟΟΣΑ αναφέρει ότι «η ευημερία είναι ένας πιο θεμελιώδης στόχος από το ΑΕΠ και θα ήταν διαστροφή αν πασχίζαμε για ταχύτερη αύξηση της παραγωγής, σε περίπτωση που αυτό θα συνεπαγόταν μείωση της ευημερίας της τρέχουσας και των μελλοντικών γενεών». Και προσθέτει ότι «το εισόδημα και η κατανάλωση δεν είναι οι μόνοι παράγοντες που καθορίζουν την ευημερία. Η αναψυχή-ελεύθερος χρόνος, το καθαρό περιβάλλον, η κοινωνική συνοχή, η κατανομή του εισοδήματος κ.α. πρέπει να συμπεριληφθούν».
Επίσης, τονίζει ότι, πέρα από τα όποια «μαγειρέματα» των ισολογισμών των ιδιωτικών εταιριών, το μεγαλύτερο λογιστικό σκάνδαλο όλων των εποχών αφορά τους εθνικούς λογαριασμούς των κυβερνήσεων και πρωτίστως το ΑΕΠ, που συνιστά ένα άκρως παραπλανητικό οδηγό για την ευημερία ενός κράτους, από τη στιγμή που σε αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται πράγματα όπως ο βαθμός ανισότητας στη κατανομή του ΑΕΠ, ο βαθμός ρύπανσης του περιβάλλοντος και εξάντλησης των μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ο ρυθμός απαξίωσης του παγίου κεφαλαίου, ο βαθμός απόλαυσης του ελεύθερου χρόνου και η προσωπική ικανοποίηση - ευτυχία που βιώνουν οι πολίτες.
ΟΟΣΑ: Άλλα «μέτρα και σταθμά» για την ευημερία
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σχεδιάστηκε κατά το Β'Παγκόσμιο Πόλεμο για να καθοδηγήσει την πολεμική παραγωγή και σίγουρα όχι για να αποτελέσει μέτρο της ευημερίας. Επειδή το σχετικό σύστημα Εθνικών Λογαριασμών αναπτύχθηκε και απέκτησε συγκεκριμένες διεθνείς προδιαγραφές, το ΑΕΠ έγινε ο πιο γνωστός οικονομικός δείκτης, εύκολα συγκρίσιμος στο χώρο και το χρόνο. Όμως, όπως παραδέχεται τώρα ο ΟΟΣΑ ακόμα και για τις οικονομικές-χρηματικές όψεις της ευημερίας, είναι ένας ατελής δείκτης και άλλοι μακροοικονομικοί δείκτες θα ήσαν καλύτεροι.
Για να περιορισθούμε στη εγχρήματη όψη των συναλλαγών, ένα πρώτο ορθότερο μέτρο θα ήταν το Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα ή Προϊόν (ΑΕΕ), που προσθέτει στο ΑΕΠ το εισόδημα που κερδίζουν οι κάτοικοι της χώρας στο εξωτερικό και αφαιρεί το εισόδημα που κερδίζουν στη χώρα οι μη κάτοικοι αλλά το στέλνουν στην πατρίδα τους (στην πράξη, με εξαίρεση σπάνιες εξαιρέσεις όπως η Ιρλανδία, το ΑΕΠ και το ΑΕΕ είναι παραπλήσια).
Πιο κοντά στην υλική ευημερία είναι το Καθαρό Εγχώριο Προϊόν (ΚΕΠ), που αφαιρεί από το ΑΕΠ την απαξίωση (απόσβεση) του παγίου κεφαλαίου, ενώ ακόμη καλύτερο είναι το Καθαρό Εθνικό Εισόδημα (ΚΕΕ), που πέρα από την απόσβεση κεφαλαίου, προσθέτει το καθαρό εισόδημα από το εξωτερικό. Όμως τα νούμερα για το ΚΕΕ είναι δυσκολότερο να βρεθούν και ακόμα δυσκολότερες είναι οι συγκρίσεις του μεταξύ χωρών και διαχρονικά, οπότε οι οικονομολόγοι καταφεύγουν στο πιο προσιτό στατιστικά ΑΕΠ.
Το ΑΕΠ συνεπώς δεν μετρά καν σωστά τις χρηματικές όψεις του επιπέδου ζωής - για να μην αναφερθούμε στις πλήρως «ασύλληπτες» μη χρηματικές και ποιοτικές διαστάσεις της ζωής μας, για τις οποίες δεν υπάρχει ακόμα κάποιο στάνταρντ διεθνές σύστημα λογαριασμών. Ο ΟΟΣΑ π.χ. προσπάθησε να αναπροσαρμόσει το ΑΕΠ παίρνοντας υπόψη την ανισοκατανομή του εισοδήματος. Μια πλούσια χώρα όπου ο περισσότερος πλούτος είναι συγκεντρωμένος σε λίγα χέρια, δεν μπορεί να έχει λιγότερη ευημερία από μια χώρα όπου ο πλούτος κατανέμεται πιο ισομερώς.
Έτσι, ο ΟΟΣΑ παραδέχεται ότι το ΑΕΠ ανά κεφαλή στην πιο «δίκαιη» Γαλλία είναι τελικά υψηλότερο από το ΑΕΠ ανά κεφαλή στην πιο «άνιση» ΗΠΑ, όταν με κάποιο τρόπο ποσοτικοποιείται ο βαθμός εισοδηματικής ανισότητας ως συντελεστής της ευημερίας. Επειδή οι εισοδηματικές ανισότητες έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια στις περισσότερες χώρες, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το μέσο αναπροσαρμοσμένο (με βάση την ανισότητα) ΑΕΠ ανά κεφαλή αυξήθηκε μόνο κατά 0,6% ετησίως στα κράτη-μέλη του έναντι αύξησης 1,4% του κανονικού ΑΕΠ ανά κεφαλή την περίοδο 1985-2002. Με άλλα λόγια, το συμβατικό ΑΕΠ ανά κεφαλή, που παραγνωρίζει τη διευρυνόμενη ανισότητα, υπερεκτιμά την αύξηση της ευημερίας.
Αν, πέρα από την ανισότητα, συμπεριλάβουμε και τον παράγοντα «ελεύθερος χρόνος», που μεταφράζεται πρακτικά σε περισσότερο χρόνο διακοπών και σε μικρότερη εβδομάδα εργασίας στην Ευρώπη, πράγματα που ασφαλώς αυξάνουν την ευημερία του καθενός αλλά δεν υπολογίζονται στο ΑΕΠ, τότε η αναπτυξιακή ψαλίδα Ευρώπης-ΗΠΑ σχεδόν εξαφανίζεται.
Οι Ευρωπαίοι που δουλεύουν λιγότερο και ζουν σε λιγότερο άνισες κοινωνίες (επειδή έτσι προτιμούν), δεν έχουν μικρότερη ευημερία από τους εργασιομανείς και πιο άνισους εισοδηματικά Αμερικανούς, που τυπικά έχουν υψηλότερο ΑΕΠ ανά κεφαλή. Το αναπροσαρμοσμένο με βάση τον ελεύθερο χρόνο ΑΕΠ της ΕΕ έχει αυξηθεί σαφώς ταχύτερα από το συμβατικό ΑΕΠ της ΕΕ εδώ και δεκαετίες, καθώς οι ώρες εργασίας έχουν μειωθεί στη γηραιά ήπειρο.
Πηγές: ΑΠΕ & ΟΟΣΑ
Επιμέλεια: Διονύσης Πολυχρονόπουλος
Οι τράπεζες να είναι καλά…
Πριν από 23 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου