Της CECILE RAIMBEAU*
Μετά την οικονομική κρίση που ερείπωσε την Αργεντινή, το 2001, όλο και περισσότεροι άνεργοι καταλαμβάνουν τις χρεοκοπημένες επιχειρήσεις όπου εργάζονταν, και τις θέτουν ξανά σε λειτουργία χωρίς εργοδότες.
Μολονότι καταφέρνουν να παράγουν σε ένα πλαίσιο αυτοδιαχείρισης, χάρη στην επινοητικότητά τους και στο ευρύτατο κίνημα αλληλεγγύης, ζητούν, επίσης, μεταρρυθμίσεις και κρατικές πολιτικές υποστήριξης των νέων συνεταιρισμών τους. Ολοι, αντί για το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, επικαλούνται το δικαίωμα στην εργασία.
20 Μαρτίου 2003. Τριάντα απολυμένοι από το ξενοδοχείο «Μπάουεν» ορμούν σε χώρο στάθμευσης, παραβιάζουν μια πόρτα και τρυπώνουν μέσα στην πρώην επιχείρησή τους, ένα εικοσαώροφο ξενοδοχείο πέντε αστέρων, στην καρδιά του Μπουένος Αϊρες. Το ξενοδοχείο είχε πρωτολειτουργήσει το 1978 για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, αλλά εδώ και δεκαπέντε μήνες είναι κλειστό. Ασφαλώς, η κατάληψή του είναι μια επίθεση στο δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας. Είναι, όμως, και μια επίθεση σε ένα σύμβολο του αχαλίνωτου καπιταλισμού που υποστήριξε η δικτατορία.
Ο Μαρσέλο είναι 56 χρόνων και τα 23 από αυτά τα πέρασε στη ρεσεψιόν. Το 2002, έψαχνε απεγνωσμένα για δουλειά. Η Γκλάντις, πρώην καμαριέρα, έβγαζε 4 ευρώ τη βραδιά, σε παράνομη εταιρεία ταξί. Ο Ροντόλφο, που παλιά εργαζόταν στη συντήρηση των μηχανημάτων του ξενοδοχείου, ξεδιάλεγε τα ανακυκλώσιμα απορρίμματα, όπως δεκάδες χιλιάδες άλλοι άνεργοι που ψάχνουν στους σκουπιδοτενεκέδες του Μπουένος Αϊρες.
Η τόλμη τους δεν προκαλεί πια έκπληξη, σε μια χώρα όπου το ποσοστό ανεργίας φθάνει το 20% και όπου το 45% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι «καταλήψεις» τους έχουν το νόημα της ανάκτησης, στο όνομα του κοινωνικού οφέλους, χώρων που εγκατέλειψαν οι «κλέφτες» του ιδιωτικού τομέα. Η λαϊκή εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2001 τροφοδότησε το φαινόμενο αυτό, συνδέοντας τους, μέχρι τότε, μεμονωμένους πυρήνες. Ενώ εκείνη την εποχή υπήρχαν 44 κατειλημμένες επιχειρήσεις, σήμερα φθάνουν περίπου τις 170 και απασχολούν περισσότερα από 10.000 άτομα (1).
Η κατάληψη χρεοκοπημένων επιχειρήσεων από τους πρώην εργαζομένους τους άρχισε να αναπτύσσεται στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που εφάρμοζε με ζήλο ο πρόεδρος Κάρλος Μένεμ, χιλιάδες άνθρωποι έμεναν άνεργοι κάθε χρόνο(2). Δεν ήταν μόνο ότι οι μαζικής κλίμακας ιδιωτικοποιήσεις πετούσαν στον δρόμο τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα, αλλά και ότι η κατάργηση των περιορισμών στις εισαγωγές και των επιδοτήσεων στις εξαγωγές προκαλούσε τόσο μεγάλη εισροή ξένων προϊόντων, που η μικρή εθνική βιομηχανία δεν μπορούσε να την ανταγωνιστεί.
Γενικά, οι επιχειρήσεις υπό κατάληψη δεν είναι τόσο εταιρείες παροχής υπηρεσιών, όπως το Μπάουεν, όσο μικρές και μεσαίες βιομηχανικές επιχειρήσεις, κυρίως στους κλάδους της μεταλλουργίας, της κατασκευής μηχανικών μερών, της τυπογραφίας και της διατροφής. Το κοινό σημείο αυτών των υπό εκκαθάριση ή χρεοκοπημένων επιχειρήσεων είναι ότι πνίγονται στα χρέη. Χρωστούν στην εφορία, στις τράπεζες, στους προμηθευτές. Χρωστούν και στους εργαζόμενους μισθούς και αποζημιώσεις.
Αποζημίωση σε εργαλεία
Οσοι από τους εργαζόμενους θέτουν υποψηφιότητα για την εξαγορά της επιχείρησης, προτιμούν αποζημιώσεις σε μηχανές-εργαλεία παρά σε χρήματα. Εντούτοις, αν και ο νόμος περί πτωχεύσεων στην Αργεντινή επιβάλλει την αρχή της προτεραιότητας των εργαζομένων έναντι των υπόλοιπων πιστωτών, δεν προκρίνει σαφώς την επαναλειτουργία έναντι της ρευστοποίησης. Αρθρο του σχετικού νόμου, μάλιστα διευκολύνει την αγορά της επιχείρησης από επενδυτές, χωρίς να προνοεί για τους εργαζόμενους. Η διάταξη αυτή, γνωστή ως «cramdown», τέθηκε ξανά σε ισχύ έπειτα από εκβιασμό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και είχε ως αποτέλεσμα τη συχνή εμφάνιση ιδιοκτητών-φαντασμάτων, που, στο παρασκήνιο, κινούνταν από εργοδότες ανυπόμονους να αγοράσουν ξανά την ίδια τους την επιχείρηση σε χαμηλή τιμή.
Η περίπτωση του «Μπάουεν» είναι χαρακτηριστική: το κτίριο, που ανεγέρθηκε την περίοδο της δικτατορίας χάρη σε δημόσιο δάνειο που δεν εξοφλήθηκε ποτέ, αγοράστηκε το 1997, έναντι 12 εκατ. δολαρίων, από χιλιανό επιχειρηματία, ο οποίος δεν κατέβαλε παρά μόνο τα 4 εκατομμύρια πριν κλείσει το ξενοδοχείο, στα τέλη του 2001.
Οι άνεργοι του «Μπάουεν», πριν καταλάβουν «το ξενοδοχείο τους», συνέταξαν καταστατικό συνεταιρισμού με τη βοήθεια του Εθνικού Κινήματος Επιχειρήσεων υπό Κατάληψη (MNER). Αυτό το ενωτικό κίνημα κυριάρχησε από τους πρώτους μήνες του 2002, με επικεφαλής δύο πρώην υποστηρικτές των Μοντονέρος (του περονιστικού αντάρτικου της δεκαετίας του 1970).
Ο Εδουάρδο Μουρούα και ο Χοσέ Αμπέγι συνοψίζουν τα τρία στάδια της στρατηγικής τους σε μια φράση που έχουν δανειστεί από το κίνημα των ακτημόνων της Βραζιλίας: «Κατάληψη, αντίσταση, παραγωγή!».
Το 2002, μια τροποποίηση του νόμου περί πτωχεύσεων προέβλεψε τη δυνατότητα παραχώρησης της εκμετάλλευσης των χρεοκοπημένων επιχειρήσεων σε συνεταιρισμούς. Οποιος δικαστής επιθυμεί να ενθαρρύνει κάποιον συνεταιρισμό, πρέπει να διαπραγματευτεί συμβόλαιο ενοικίασης με τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης ή να αναμείνει μέχρι το Δημόσιο να αποφασίσει την απαλλοτρίωσή της. «Το κράτος κάνει απαλλοτριώσεις για να κατασκευάσει δρόμους, γιατί όχι και για το κοινωνικό όφελος και το δικαίωμα στην εργασία;», είναι το επιχείρημα των εκπροσώπων του MNER.
Μολονότι το 31% των κατειλημμένων επιχειρήσεων ενοικιάζει την επιχείρηση με δικαστική συμφωνία, ενώ πολλές λειτουργούν εκτός νομικού πλαισίου, το 29% των επιχειρήσεων έχει πετύχει κάποια μορφή απαλλοτρίωσης. Οι εργαζόμενοι επιτρέπεται, γενικά, να κάνουν χρήση των μηχανών και να χρησιμοποιούν τα ακίνητα για δύο χρόνια. Με τη λήξη αυτής της περιόδου, εάν το κράτος δεν έχει αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη και τους πιστωτές, τότε αυτοί μπορούν να ζητήσουν την πώληση του κτιρίου και των μηχανών ...
Πίστωση 20 χρόνων
Τον Νοέμβριο του 2004, οι επιχειρήσεις υπό κατάληψη σημείωσαν μια νίκη που υπόσχεται πολύ περισσότερα: ο δήμος του Μπουένος Αϊρες απαλλοτρίωσε οριστικά δώδεκα επιχειρήσεις. Οι συνεταιρισμοί που επωφελήθηκαν έχουν στη διάθεσή τους τρία χρόνια περίοδο χάριτος και, κατόπιν, άλλα είκοσι χρόνια για να αγοράσουν με πίστωση τα κτίρια και τις μηχανές. Ομως αυτή η αποσπασματική αντιμετώπιση δεν αρκεί: οι εργαζόμενοι ζητούν έναν νόμο περί οριστικής απαλλοτρίωσης, στον οποίο θα υπάγονται όλες οι επιχειρήσεις.
Αρθρογράφοι μεγάλων μέσων ενημέρωσης, μεταφέροντας τις πιέσεις των οικονομικών συμφερόντων, καταδικάζουν «τις επιθέσεις κατά της ατομικής ιδιοκτησίας», που τους θυμίζουν εφόδους μπολσεβίκων στο Ρίο ντε Λα Πλάτα! «Αλλοτε, η ιδεολογία ωθούσε στην κατάληψη μιας επιχείρησης, όχι η υπεράσπιση της εργασίας», ανταπαντά η ομάδα του κοινωνιολόγου Γκάμπριελ Φαν(3). «Σήμερα, όσοι συμμετέχουν στο κίνημα αυτό αποτελούν μια πολύ ετερογενή ομάδα, ενώ οι περισσότεροι δεν έχουν καμία συνδικαλιστική εμπειρία». Η ιδεολογία αναπτύσσεται μετά τις καταλήψεις, γεννώντας «νέα πολιτικά υποκείμενα».
Οι άνεργοι που επιλέγουν αυτό τον δρόμο, διανύουν, αναγκαστικά, περιόδους αντιπαράθεσης με την εργοδοσία, τη δικαιοσύνη, την αστυνομία. Για να αντιμετωπίσουν αυτές τις καταστάσεις, πρέπει να ζητήσουν τη βοήθεια της οικογένειάς τους και να αναπτύξουν σχέσεις αλληλεγγύης. Από αυτή την κοινή συμμετοχή στην εξέγερση αναδύονται όχι μόνο νέες σχέσεις συνεργασίας και φιλίας, αλλά και μια δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων: η συνέλευση. Εκεί, κάθε εργαζόμενος διαθέτει μία ψήφο.
«Το αίσθημα ελευθερίας που νιώθουμε είναι απίστευτο», λέει με χαρά ο Μαρσέλο, πρόεδρος του συνεταιρισμού Μπάουεν. «Δεν έχουμε, όμως, όλοι την ίδια προσέγγιση: μερικοί θεωρούν ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, άλλοι θεωρούν ότι μπορούν να μην κάνουν τίποτα. Το δυσκολότερο στην αυτοδιαχείριση είναι ο αγώνας ενάντια στον ατομικισμό και την έλλειψη πρωτοβουλιών. Πρέπει να εκπαιδευτούμε για να ξεπεράσουμε την "ιδιότητα του εργάτη", χωρίς να γίνουμε αφεντικά!».
Υπό αυτές τις συνθήκες, ένα μέρος των εργαζομένων αποχωρεί, κυρίως τα στελέχη, που απουσιάζουν από το 80% των επιχειρήσεων υπό κατάληψη. Χωρίς αφεντικά και προϊσταμένους, περισσότερο από πραγματισμό παρά από ιδεολογία, οι συνελεύσεις υιοθετούν την αρχή των ίσων μισθών. Πρέπει, λοιπόν, να ανακατανεμηθούν οι αρμοδιότητες σύμφωνα με τις γνώσεις των εργαζομένων και την αρχαιότητα, να ενισχυθεί η ανάπτυξη πολλαπλών ειδικοτήτων, να εκλεγούν ανακλητοί συντονιστές, να μετακινηθούν οι παλαιότεροι εργαζόμενοι από την παραγωγή στις διοικητικές θέσεις και να εκπαιδευτούν ανάλογα, να αναπτυχθούν μηχανισμοί διασφάλισης της διαφάνειας των λογιστικών καταστάσεων.
Πρώην οικιακή βοηθός, η Μαρία πήρε για τέσσερις μήνες μαθήματα διάθεσης προϊόντων από εθελοντή καθηγητή και, στη συνέχεια, πέρασε στις πωλήσεις. Ο Οσβάλντο, θυρωρός που έγινε μάγειρας, φόρεσε το άσπρο καπέλο για να ζήσει επιτέλους από το πάθος του. Οταν έρχεται το βράδυ, από τον τρίτο όροφο ακούγονται ντροπαλές φωνές, που επαναλαμβάνουν όλες μαζί: «May Ι help you, sir?». Καθηγητές ξένων γλωσσών τους κάνουν μάθημα, και σε αντάλλαγμα, το ξενοδοχείο τους παραχωρεί αίθουσες για τα μαθήματά τους.
Επειτα από δυόμισι χρόνια κατάληψης, ο συνεταιρισμός Μπάουεν αποκατέστησε το κτίριο και τα δωμάτια, με μοναδικό κεφάλαιο την αλληλεγγύη και την επινοητικότητα. Σιγά σιγά, δημιούργησε μια πελατεία που ενδιαφέρεται για λογικές τιμές και ευκολίες πληρωμής. Προσλήφθηκαν 60 νέοι εργαζόμενοι. Εχοντας φτάσει συνολικά τους 110, οι εργαζόμενοι εισπράττουν μηνιαίο μισθό μεγαλύτερο από ό,τι ένας καθηγητής. Οταν όλα πάνε καλά, το 40% των εσόδων περνά στους μισθούς και το υπόλοιπο επανεπενδύεται.
Σήμερα, το 79% των κατειλημμένων επιχειρήσεων παράγει. Πάντως, μολονότι ευνοήθηκαν από την οικονομική ανάκαμψη και την υποτίμηση του πέσο, όλες οι επιχειρήσεις υπό κατάληψη χρειάστηκε να ξεπεράσουν τους νομικούς λαβύρινθους, την απουσία κεφαλαίων και επιχορηγήσεων, την αβέβαιη πελατεία και προμηθευτές συχνά καχύποπτους απέναντι στην αυτοδιαχείριση. Οι περισσότεροι από τους συνεταιρισμούς αυτούς δουλεύουν φασόν: οι εργάτες πωλούν μια βιομηχανική διαδικασία σε πελάτες που τους προμηθεύουν την πρώτη ύλη και πληρώνουν το προϊόν κατά την παράδοση. Πάντως, η λύση αυτή, που μειώνει τα έσοδα και δημιουργεί δεσμούς εξάρτησης με τους πελάτες-προμηθευτές, δεν αποτελεί παρά μεταβατικό στάδιο, μέχρι οι εργαζόμενοι να συσσωρεύσουν κεφάλαιο για να αγοράσουν οι ίδιοι την πρώτη ύλη. Γιατί η παραγωγή τους φθάνει μόλις στο μισό του προηγούμενου δυναμικού της.
Οι επιχειρήσεις αλληλοβοηθούνται, ώστε να γίνουν πελάτες ή προμηθευτές η μία της άλλης και να λειτουργούν μεταξύ τους με πίστωση. Η παραγωγή τους χρησιμοποιείται από άλλες βιομηχανίες και ελάχιστα από τον καταναλωτή. Πρόκειται για μειονέκτημα: δεν υπάρχει η δυνατότητα άμεσων πωλήσεων σε μια αγορά αλληλεγγύης. Ο πανεπιστημιακός Αντρες Ρουχέρι, επικεφαλής τμήματος της φιλοσοφικής σχολής που βοηθά στην αυτοδιαχείριση(4), αντιμετωπίζει αυτή την πραγματικότητα ως εμπόδιο: «Οι επιχειρήσεις υπό κατάληψη, που κατασκευάζουν μέρη αυτοκινήτων, δεν μπορούν να πουλήσουν παρά σε κατασκευαστές αυτοκινήτων. Ομως οι πολυεθνικές αρνούνται να συνεργαστούν με συνεταιρισμούς και, ιδιαίτερα, με επιχειρήσεις υπό κατάληψη. Η μόνη λύση είναι η πώληση σε ενδιάμεσες εταιρείες, που πωλούν με τη σειρά τους στις πολυεθνικές, αλλά οι εργαζόμενοι χάνουν έτσι ένα ποσοστό!».
Και ιδεολογική αντιπαράθεση
Η ένταξη των υπό κατάληψη επιχειρήσεων στην καπιταλιστική αγορά τροφοδότησε ζωηρή συζήτηση το 2002. Μια μειοψηφική, τροτσκιστική τάση διεκδικούσε, τότε, την κρατικοποίηση με εργατικό έλεγχο. Ελεγχε τέσσερις επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων μια βιοτεχνία ρούχων στο Μπουένος Αϊρες («Μπρούκμαν») και ένα εργοστάσιο παραγωγής πλακιδίων στη Νεουκέν («Σανόν»).
Οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις αυτές θεωρούσαν την κατάληψη και επαναλειτουργία ως το προκαταρκτικό στάδιο μιας σοσιαλιστικής ανασυγκρότησης, με το κράτος σε ρόλο συντονιστή του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού. Τα ακροαριστερά κόμματα δεν πιστεύουν στη βιωσιμότητα των συνεταιρισμών μέσα στην καπιταλιστική αγορά.
Βάζοντας στην άκρη την ιδεολογική συζήτηση, η θέση αυτή είχε ως συνέπεια τη συνεχή διατήρηση της αντιπαράθεσης. Τουλάχιστον, αυτό ήταν το δίδαγμα από την εμπειρία του «Μπρούκμαν», όπου οι εργαζόμενοι εκδιώχθηκαν από την αστυνομία. Στη συνέχεια, το «Μπρούκμαν» έγινε συνεταιρισμός και, κατά ειρωνεία της τύχης, πέρασε στην επιρροή μιας πιο ρεφορμιστικής οργάνωσης: του Εθνικού Κινήματος Κατειλημμένων Εργοστασίων (MNFRT), το οποίο ίδρυσε ο Λουίς Κάρο, δικηγόρος, προσκείμενος στους επιχειρηματικούς κύκλους, την καθολική εκκλησία και την περονιστική δεξιά. «Εκθειάζοντας την οικονομική αποτελεσματικότητα, απογυμνώνει τους συνεταιρισμούς, τους οποίους αποσπά από την επιρροή του MNER, από τις εναλλακτικές πολιτιστικές εμπειρίες τους», διαπιστώνει με λύπη ο Αντρες Ρουχέρι.
Οι εργάτες του εργοστασίου πλακιδίων «Σανόν» επέλεξαν τη νομική μορφή του συνεταιρισμού, συνεχίζοντας να διεκδικούν την πολυπόθητη κρατικοποίηση. Η ενότητα αυτών των εργαζομένων μετέτρεψε τη συγκεκριμένη επιχείρηση σε εθνικό σύμβολο μαχητικότητας. Χάρη στους στέρεους δεσμούς τους με τα κοινωνικά κινήματα, οι κεραμοποιοί άντεξαν επτά απόπειρες εκδίωξής τους.
Κάθε μήνα, παράγουν παράνομα περισσότερα από 300.000 τετραγωνικά μέτρα πλακιδίων. Διακόσιοι δέκα εργαζόμενοι που αμείβονται το ίδιο, με μισθούς ίσους με των αστυνομικών, και που βρίσκουν ακόμη τα μέσα να προσφέρουν τακτική οικονομική ενίσχυση στις γειτονιές.
Η δημιουργία απασχόλησης σε μια πτωχευμένη επιχείρηση αποτελεί αξιοθαύμαστη πρόκληση προς την εργοδοσία. Το μέλλον, όμως, δεν είναι εξασφαλισμένο για όλες τις επιχειρήσεις υπό κατάληψη. Ολα εξαρτώνται από τη βιωσιμότητα της καθεμιάς, τις παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες, καθώς επίσης, σε μεγάλο βαθμό, και από την οικονομική, τεχνική και νομική βοήθεια που θα θελήσει να τους προσφέρει το κράτος της Αργεντινής.
Στο MNER υπολογίζουν ότι η αυτοδιαχείριση, εάν υποστηριχθεί, μπορεί να δημιουργήσει ξανά 150.000 θέσεις εργασίας, και εκπρόσωποι αυτού του πλειοψηφικού κινήματος συχνά διεκδικούν το ρόλο συνεργατών του κράτους στον αγώνα κατά της ανεργίας.
Εντούτοις, ακόμα περιμένουν άτοκα δάνεια και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Τα οικονομικά συμφέροντα ασκούν τέτοια επιρροή στην πολιτική και τη δικαστική εξουσία, ώστε στους πολιτικούς και τους δικαστές κοστίζει λιγότερο να γυρίσουν την πλάτη στους εξεγερμένους εργάτες από ό,τι να τους βοηθήσουν. Κι ας είναι οι επιχειρήσεις υπό κατάληψη τόσο δημοφιλείς.
(1) «Empresas recuperadas», Secretaria de desarollo economico, Μπουένος Αϊρες, Σεπτέμβριος 2003.
(2) Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από 8% το 1992, σε 18% το 1995. Μεταξύ 1989 και 2000, ο αριθμός των απασχολούμενων εργατών μειώθηκε κατά 35%. Βλ. Carlos Gabetta, «Le lent naufrage de l'Argentine», «Le Monde diplomatique», Οκτώβριος 1999.
(3) «Fabricas y empresas recuperadas», Centro cultural de cooperacion, Νοέμβριος 2003.
(4) «Informe del relevamiento entre empresas recuperadas por los trabajadores», Programa Faculdad Abierta, Faculdad de filosofia, UBA, Απρίλιος 2003.
*Δημοσιογράφος. Συγγραφέας (μαζί με τον Daniel Herard) βιβλίου για την αυτοδιαχείριση στην Αργεντινή.
LE-MONDE
Τύραννος η πλειοψηφία, η μειοψηφία ή η Νέα Δημοκρατία;
Πριν από 6 ώρες
Η εργαζόμενοι της Αργεντινής δείχνουν το δρόμο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι εδώ οι εργαζόμενοι πρέπει να καταλαμβάνουν τα εγκαταλελειμένα εργοστάσια και να τα λειτουργούν.
Το δικαίωμα στην ζωή είναι αναφαίρετο, τα εργοστάσια να γίνουν τα μέσα παραγωγής για επιβίωση και όχι για τον πλουτισμό των αστών.